Ι.Μ.Πειραιώς: Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξισμός έχει τους δικούς του κανόνες ιστοριογραφίας και ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων, βασισμένους στον Ιστορικό Υλισμό, δηλαδή στις οικονομικές και ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες μόνες αυτές, καθορίζουν την πορεία των ιστορικών πραγμάτων:
«Ο ιστορικός υλισμός είναι η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας. Προέκταση των αρχών του διαλεκτικού υλισμού στη μελέτη της κοινωνικής ζωής και εφαρμογή αυτών των αρχών στα κοινωνικά φαινόμενα. Πρόκειται για μαρξιστική θεωρία, στο πλαίσιο της ιστορικής έρευνας, που στηρίζεται στο γεγονός ότι η δομή της κοινωνίας μεταβάλλεται διαρκώς, ενώ οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις προκαλούν δομικές αλλαγές. Έτσι, σε αντίθεση με την ιδεαλιστική προσέγγιση της ιστορίας, ο ιστορικός υλισμός υποστηρίζει ότι η ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος καθορίζεται από τη μεταβολή της οικονομικής κατάστασης ενός λαού, ή μιας εποχής. Συνεπώς, προκύπτει ότι η μελέτη της εξέλιξης της κοινωνίας πρέπει να ξεκινά από τους τρόπους και τις σχέσεις παραγωγής και όχι από τους θεσμούς και τις ‘ιδέες’. Σύμφωνα λοιπόν με τον ιστορικό υλισμό, η τεχνολογική εξέλιξη των μέσων παραγωγής των υλικών αγαθών, (εργαλεία, μηχανήματα, κλπ) αποτελεί την κύρια δύναμη που προωθεί την κοινωνική πρόοδο, αλλάζοντας τις παραγωγικές σχέσεις.
Οι παραγωγικές σχέσεις προσδιορίζουν τη θέση και το ρόλο της ταξικής πάλης, η οποία εξαρτάται από τη δομή τους, ενώ η ιστορία κάθε κοινωνίας προσδιορίζεται ως η ιστορία της πάλης των τάξεων» (https://el. wikipedia.org/wiki). Φυσικά μόλις είναι ανάγκη να τονιστεί, ότι κάθε μονόπλευρη προσέγγιση και ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, που αγνοεί πολλές άλλες βασικές παραμέτρους και παράγοντες, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία και εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην διαστρέβλωση και στην παρερμηνεία τους.
Μια τέτοιου είδους προσέγγιση, παρερμηνεία και διαστρέβλωση διαπιστώσαμε σε πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδος «Ριζοσπάστης» (23-3-2019), με τίτλο: «198 χρόνια από την Επανάσταση του 1821». Όπως είναι γνωστό η εν λόγω εφημερίδα αποτελεί το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Κ.Κ.Ε. και ως εκ τούτου τα πάσης φύσεως άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τις αρχές του Διαλεκτικού Υλισμού και του Μαρξισμού.
Διαβάσαμε με προσοχή το εν λόγω άρθρο και διαπιστώσαμε αβίαστα, ότι ο συντάκτης κάνει μιά αγωνιώδη προσπάθεια να προσεγγίσει και ερμηνεύσει το μεγάλο ιστορικό κεφάλαιο της εθνικής μας Παλιγγενεσίας μέσα από μια απόλυτα διαστρεβλωμένη οπτική, κομμένη, ραμμένη και προσαρμοσμένη στα ιδεολογικά στεγανά του Ιστορικού Υλισμού, που αποτελεί ουσιαστικά μια αντιγραφή των ιδεολογημάτων της «κολοβής» ιστοριογραφίας του Γιάννη Κορδάτου και άλλων μαρξιστών ιστορικών. Παραθέτουμε παρά κάτω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Ο ανώνυμος συντάκτης, γνήσιος «ορθόδοξος» μαρξιστής, κατ’ αρχήν μας δίδει το «στίγμα» του τρόπου με το οποίο θα επιχειρήσει στη συνέχεια να ερμηνεύσει την μεγάλη εθνική μας εποποιία: «Αν κι έχουν περάσει κοντά 200 χρόνια από τότε, η Επανάσταση του 1821 συνεχίζει να αποτυπώνεται ανορθολογικά ως το απλό αποτέλεσμα 400 χρόνων σκλαβιάς. Μια τέτοια παρουσίαση, απομακρυσμένη από την ιστορική – υλιστική ερμηνεία των γεγονότων και την κατανόηση της κοινωνικής – ταξικής διάρθρωσης και της ταξικής πάλης της εποχής, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξηγήσει το χρόνο, τις αιτίες ξεσπάσματος και επικράτησης και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης, ενώ συνυπάρχει αρμονικά με δεξιές «μεγάλες ιδέες» για αλύτρωτες πατρίδες έως και «αριστερά» εθνικά όνειρα για όσο το δυνατόν πιο ισχυρό καπιταλισμό».
Κατά τον συντάκτη η «λάθος» ερμηνεία των γεγονότων και ο «ανορθολογικός» τρόπος προσέγγισής τους οφείλεται στο ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η «ιστορική – υλιστική ερμηνεία των γεγονότων και η κατανόηση της κοινωνικής – ταξικής διάρθρωσης και της ταξικής πάλης της εποχής». Κατ’ αρχήν δεν αγνοούμε ούτε υποτιμούμε ορισμένες εξωτερικές ιστορικές συγκυρίες, που ευνόησαν την ελληνική επανάσταση, όπως η εξέγερση του Αλή Πασά κατά της Υψηλής Πύλης, οι Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι, οι συνθήκες του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και του Ιασίου, όπως και η προϊούσα παρακμή του οθωμανικού κράτους. Ούτε επίσης αγνοούμε τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξαν ο Ρήγας Φεραίος, η Φιλική Εταιρεία και άλλες μυστικές εταιρείες στην προετοιμασία των υποδούλων ελλήνων για την μεγάλη εξέγερση. Είναι γνωστά τα επαναστατικά κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου, που άναψαν μέσα στις ψυχές των ραγιάδων την φλόγα του πόθου της λευτεριάς.
Πρέπει όμως να τονίσουμε και μάλιστα με έμφαση, μια μεγάλη αλήθεια, την οποία φαίνεται να αγνοεί ο συντάκτης. Ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε και προχώρησε πέραν πάσης λογικής, καθ’ όν χρόνον επικρατούσε στην Ευρώπη ένα άκρως αρνητικό πολιτικό κλίμα. Την εποχή εκείνη ουδεμία ξένη δύναμη είχε εκδηλώσει το παραμικρό ενδιαφέρον της για την εθνική μας απελευθέρωση. Η ομόδοξη Ρωσία δεν είχε καμιά διάθεση να εμπλακεί σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η «φωτισμένη» Ευρώπη «έτριζε τα δόντια» της στους Έλληνες επαναστάτες, δια της διαβόητης «Ιεράς Συμμαχίας», τέκνο φυσικά της «Γαλλικής Επανάστασης»! Οι υπόδουλοι πρόγονοί μας χτυπούσαν τις πόρτες των ευρωπαίων, αλλά ματαίως!
Τις εύρισκαν κλειστές, έτσι ώστε να γράφει αργότερα ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός: «Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά, να γυρεύης εις τα ξένα, άλλα χέρια δυνατά. Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή, δεν ειν’ εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλή. Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσασιν καμιά, άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά». Σύντομα κατάλαβαν οι αγωνιστές του 21, ότι μόνοι τους θα έπρεπε να ξεκινήσουν τον αγώνα, έχοντας μοναδική τους, ακαταμάχητη βοήθεια και στήριγμα την πίστη τους στον Χριστό και την Παναγία. Γι’ αυτό και το έμβλημα του αγώνος τους ήταν: «Για του Χριστού τη πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».
Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη του γενικού ξεσηκωμού και η κύρια πηγή εμπνεύσεως, θάρρους και ηρωϊσμού των αγωνιστών ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, κάτι επίσης που, (ηθελημένα;), αγνοεί ο συντάκτης. Η Εκκλησία ήταν πάντοτε ο μπροστάρης στον αγώνα. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία του αγώνα και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα. Δεκάδες ήταν οι επίσκοποι και πολλές εκατοντάδες οι λοιποί κληρικοί και οι μοναχοί που έχυσαν το αίμα τους στα πεδία των μαχών, ή κατακρεουργήθηκαν από τους τούρκους. Τα μοναστήρια είχαν μεταβληθεί σε προπύργια του αγώνος, σε αποθήκες πυρομαχικών, σε καταφύγια των αγωνιστών.
Αγνοεί επίσης ο συντάκτης την ουσιαστικότατη συμβολή ορισμένων σπουδαίων κληρικών, μεγάλων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων της εποχής εκείνης, όπως των αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Άνθιμου Γαζή, Ευγένιου Βούλγαρη, Νικηφόρου Θεοτόκη, κ.α., οι οποίοι με την κηρυκτική και ιεραποστολική τους δράση, την ίδρυση σχολείων, κ.λ.π. τόνωσαν την Ορθόδοξη πίστη, αφύπνισαν πνευματικά το υπόδουλο γένος και καλλιέργησαν τον πόθο της λευτεριάς. Οι παρά πάνω κληρικοί και ιδίως ο πρώτος, όργωσαν κυριολεκτικά όλη την Ελλάδα, και όχι μόνον, κηρύττοντας Χριστό και Ελλάδα. Μήπως τους δίδαξαν «την πάλη των τάξεων και τις οικονομικές και ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις»; Πως λοιπόν συμπεραίνει ο συντάκτης ότι οι αγράμματοι ραγιάδες ξεσηκώθηκαν επειδή είχαν κατανοήσει κάποιας μορφής «ταξική πάλη της εποχής»;
Παραθεωρεί ακόμη ο συντάκτης γραπτά μνημεία της εποχής εκείνης, τα οποία, ως αδιάψευστα τεκμήρια του αγώνα, κάθε άλλο παρά ως «αστική» και ως προϊόν πάλης των τάξεων θεωρούν την Επανάσταση. Ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην περίφημη ομιλία του στην Πνύκα, στις 7 Οκτωβρίου 1838, είναι σαφής και συντρίβει κάθε μαρξιστική ερμηνεία: «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος…
Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πώς δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση»! Αποστομωτικός είναι και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ο οποίος ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία με το σύνθημα: «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος»! Καταλυτικός είναι και ο λόγος του Στρατηγού Μακρυγιάννη: «Μαζί με πολλούς άλλους άξιους και γενναίγους Έλληνες πολεμήσαμε και λευτερώσαμε τούτο τον τόπο που πατάτε εσείς, και να στοχάζεστε πως τον λευτερώσαμε για σας που γεννηθήκατε σε πατρίδα ελεύθερη, γιατί εμείς λίγο την απολάψαμε, ότι, μόλις εδιώξαμε τους Τούρκους …
Να μη θαρρείτε όμως πως έτσι κοιμηθήκαμε από βραδίς Τούρκοι και ξυπνήσαμε Έλληνες. Εχρειάστηκε να θυσιάσουμε αρετή καντάρια και κόπους και αίματα γι’ αυτή την ελευθερία που έχετε εσείς»! Πέραν αυτών ο όρκος που έδιναν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αλλά και το έμβλημά της είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, κάτι που αναγκάζεται να ομολογήσει και ο συντάκτης: «Ωστόσο, ο όρκος του Φιλικού ήταν θρησκευτικός και απαιτούσε παρουσία ορθόδοξου ιερέα. Αντίστοιχα, το έμβλημα της Φιλικής στα συστατικά και εφοδιαστικά έγγραφα των μελών της, που στη συνέχεια έγινε σημαία της Επανάστασης, είχε στην κορυφή το Σταυρό και κάτω πρηνή την ημισέληνο, προαναγγέλλοντας την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Διακρίνεται πουθενά κάποιο ίχνος «ταξικής πάλης» στα παραπάνω; Ασφαλώς όχι! Πως λοιπόν μπορεί να σταθεί ο ισχυρισμός του συντάκτη ότι δήθεν: «Το 1821, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, ήταν μια αστική επανάσταση, κρίκος στην αλυσίδα των αστικών επαναστάσεων που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται από τα τέλη του 15ου αιώνα και συνέχισαν να συνταράσσουν την ευρωπαϊκή ήπειρο»; Έωλος και μετέωρος, χωρίς ιστορικά τεκμήρια, είναι και ο ισχυρισμός του ότι δήθεν:
«Η οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση που επέφερε η ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων είχε ως αποτέλεσμα και την ιδεολογική διαφοροποίηση κάποιων στρωμάτων από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της θεοκρατικής και ανορθολογικής σκέψης, η οποία κυριαρχούσε για αιώνες, ιδιαίτερα στις πολυπληθείς δυνάμεις των χωρικών. Η αγραμματοσύνη και ο περιορισμένος τρόπος ζωής δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τα πολύ στενά όρια της ατομικής ή συλλογικής εμπειρίας, η οποία μεταβιβαζόταν προφορικά από γενιά σε γενιά, αναπτύσσοντας έναν τρόπο σκέψης σχεδόν ολοκληρωτικά επικαθοριζόμενο από τους οθωμανικούς και εκκλησιαστικούς θεσμούς». Η Ελληνική Επανάσταση είναι η πρώτη Επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητος, η οποία είχε όχι μόνο εθνικοαπελευθερωτικό, αλλά και ιερό εκκλησιαστικό χαρακτήρα.
Είναι όντως ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο. Δεν ήταν δε καρπός και προϊόν του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», όπως θέλει ο συντάκτης, αλλά ενός άλλου, αληθινού «Διαφωτισμού», του Ορθοδόξου «Διαφωτισμού», φορείς του οποίου υπήρξαν οι μεγάλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες που μνημονεύσαμε παρά πάνω.
Βέβαια αργότερα, μετά την απελευθέρωση, οι πρόγονοί μας καθόρισαν στις περίφημες διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων και στα πρώτα Συντάγματα του Ελληνικού Κράτους τις βασικές συνταγματικές διατάξεις περί ελευθερίας, ισότητος, ισονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτές διακηρύχτηκαν μεν και από τους πρωτοπόρους του «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», ήταν όμως δάνεια από την δική μας Ελληνορθόδοξη Παράδοση. Όσοι αμφιβάλλουν, ας μελετήσουν τις πηγές, για να διαπιστώσουν ότι οι Έλληνες Ορθόδοξοι ραγιάδες βίωναν αυτές τις αξίες μεταξύ τους στις περίφημες «Κοινότητές» τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της δουλείας! Ας μελετήσουν το πνευματικό, μορφωτικό και κοινωνικό κήρυγμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για να δουν πώς ο μεγάλος εκείνος άνδρας διαφώτιζε τους υπόδουλους Έλληνες, πολύ πριν την «Γαλλική Επανάσταση»!
Κλείνοντας εκφράζουμε την έκπληξή μας, βλέποντας κάποιοι να επικαλούνται την οριστικά νεκρή μαρξιστική ιδεολογία και να χρησιμοποιούν τον Ιστορικό Υλισμό, για να «ερμηνεύσουν» ιστορικά γεγονότα. Η μονολιθική μαρξιστική ιδεοληψία ανήκει πλέον οριστικά στο παρελθόν. Την έθεσε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας η ιδική της παταγώδης αποτυχία και χρεωκοπία να επιτύχει τον δήθεν «κοινωνικό μετασχηματισμό» και τον μαρξιστικό «παράδεισο» με φασιστικές μεθόδους και δυστυχώς όχι αναίμακτες!