του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου
Με το θέμα του Αυτοκεφάλου στην Εκκλησία ασχολήθηκα πριν πολλά χρόνια, όταν συνέγραφα δύο βιβλία με τίτλους «Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος» (2002) και «Τα Συνοδικά και Πατριαρχικά κείμενα, Συνοδικός Τόμος 1850 και Πατριαρχική Πράξη 1928» (2004).
Προσφάτως συνέγραψα κείμενο που απέστειλα στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, με αφορμή την συζήτηση για το τι πρέπει να πράξη, κατά την γνώμη μου, ως προς το θέμα της Αυτοκεφαλίας, που δόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ουκρανία, όπως είχα καθήκον να πράξω, ως μέλος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, και το ανήρτησα στο διαδίκτυο για ενημέρωση όσων ενδιαφέρονται για το θέμα. Η κίνησή μου αυτή ήταν προσωπική και αυτόβουλη, χωρίς κάποια σκοπιμότητα.
Στο κείμενο αυτό εκθέτω με πολύ μεγάλη συντομία τέσσερα σημεία, ήτοι: 1. Σύντομο ιστορικό των Αυτοκεφαλιών και των Πατριαρχικών αξιών. 2. Οι Πατριαρχικοί και Συνοδικοί Τόμοι για την χορηγία Αυτοκεφαλίας και Πατριαρχικής αξίας. 3. Η συζήτηση για τον τρόπο ανακηρύξεως μιάς Εκκλησίας σε Αυτοκέφαλη. Και 4. Η αντιμετώπιση του θέματος της Ουκρανίας.
Για την σύνταξη του κειμένου αυτού χρησιμοποίησα τις πηγές τις οποίες παραθέτουν ο κ. Αναστάσιος Βαβούσκος δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ δικηγόρος, και ο κ. Γρηγόριος Λιάντας επίκουρος καθηγητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, στο βιβλίο τους με τίτλο: «Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες-Πηγές)», (Θεσσαλονίκη 2014).
Στο βιβλίο αυτό προτάσσονται δύο μελέτες των προαναφερθέντων επιστημόνων και ακολουθεί η παράθεση των πηγών, δηλαδή τόσο οι Πατριαρχικοί Τόμοι, που εκδόθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τις Αυτοκεφαλίες και τις Αυτονομίες των Εκκλησιών, όσο και οι επιστολές που εστάλησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις οποίες ανακοινώνεται η χορήγηση των συγκεκριμένων Πατριαρχικών και Συνοδικών Τόμων.
Μετά την ανάρτηση του κειμένου μου ένας εκ των συγγραφέων του βιβλίου που προανέφερα, από το οποίο άντλησα το υλικό, ο κ. Αναστάσιος Βαβούσκος ανήρτησε στο διαδίκτυο άρθρο του με τίτλο «Ένα θεμελιώδες κανονικό λάθος», όπου γράφει, μεταξύ άλλων, ότι ο ισχυρισμός «ότι τα Αυτοκέφαλα καθεστώτα, τα οποία παραχωρήθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ατελή και ότι τελούν υπό την αίρεση της εγκρίσεώς τους από Οικουμενική Σύνοδο» «είναι εσφαλμένος».
Και αφού αναπτύσσει την σκέψη του, στην συνέχεια γράφει: «Υπό αυτά τα δεδομένα, με εξέπληξαν οι προσφάτως διατυπωθείσες απόψεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου περί του ατελούς χαρακτήρα των παραχωρηθέντων αυτοκεφάλων καθεστώτων». Υποστηρίζει δε ο κ. Βαβούσκος ότι «οι αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι πλήρεις και τέλειες, οποιαδήποτε δε άποψη περί του αντιθέτου, θέτει υπό αμφισβήτηση την πλήρη ισχύ αυτών και κατ’ επέκτασιν θέτει υπό αμφισβήτηση το ίδιο το κύρος του θεσμού, που τις εκδίδει, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Η καταληκτική δε πρότασή του είναι:
«Εγώ, αυτό που έχω να πω, είναι το εξής. Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει άμεσα και χωρίς καθυστέρηση να ανακαλέσει την εντολή προς τις δύο Συνοδικές Επιτροπές για διερεύνηση του θέματος της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας και να προχωρήσει στην απεύθυνση επιστολής προς τον Προκαθήμενο της νέας Εκκλησίας, με την οποία να τον συγχαίρει για την εκλογή του και να τον καλεί να επισκεφθεί την Αθήνα. Οποιαδήποτε άλλη απόφαση ή ενέργεια είναι αντικανονική».
Η καταληκτική αυτή πρόταση είναι παράδοξη, διότι η Εκκλησία εργάζεται πάντοτε συνοδικά και δεν μπορεί το θέμα αυτό, με όλες τις παραμέτρους του, να μην συζητηθή στις Συνοδικές Επιτροπές, στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και στην Ιεραρχία, με απόλυτο βέβαια σεβασμό στους θεσμούς και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Πάντως, θα ήθελα να δώσω μερικές διευκρινήσεις για το προηγούμενο κείμενό μου, χωρίς να φανή ότι αντιδικώ με τον κ. Αναστάσιο Βαβούσκο, με τον οποίο διατηρώ προσωπική επικοινωνία, τον εκτιμώ για τις γνώσεις του στο εκκλησιαστικό δίκαιο και έχουμε συνεργασθή για πολλά θέματα.
1.Το κείμενο που απέστειλα στην Ιερά Σύνοδο και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο δεν είχε σκοπό να αμφισβητήση το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αντίθετα μάλιστα, ήταν επιστηρικτικό, όταν κατανοήση κανείς προσεκτικά το νόημά του.
Με απασχολεί το θέμα, όπως και όλους τους Αρχιερείς, που είναι μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, για το πως θα αντιμετωπισθή από την Εκκλησία μας η χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ώστε να μην ανακύψουν νέα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, που θα είναι σε βάρος της Εκκλησίας.
2.Στο κείμενό μου έκανα την διάκριση μεταξύ της κατ’ ακρίβειαν χορηγήσεως της αυτοκεφαλίας από Οικουμενική Σύνοδο, όπως έγινε για τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία και την Εκκλησία της Κύπρου, και της κατ’ οικονομίαν χορηγήσεως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Αυτοκεφαλίας των νεωτέρων Εκκλησιών, μέχρι να συγκληθή η Οικουμενική ή Μεγάλη Σύνοδος για να επιβεβαιώση την χορήγηση που τους δόθηκε. Ειδικότερα για το Πατριαρχείο της Μόσχας δόθηκε μεν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά στην συνέχεια επήλθε συναίνεση από τα άλλα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, ώστε να ισχύη από την ημέρα που δόθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Έτσι δεν έκανα λόγο για ατελή Αυτοκέφαλα, αλλά μελετώντας τα ίδια τα Πατριαρχικά κείμενα που παρατίθενται στο βιβλίο των κ.κ. Αναστασίου Βαβούσκου και Γρηγορίου Λιάντα, έκανα λόγο για χορήγηση αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο: «απεφηνάμεθα» και «αποφαίνεται»∙ και «τελειωτικώς», «επί τη προσδοκία», «τελούν σε αναφορά» από την Οικουμενική ή Πανορθόδοξη Σύνοδο, όπως φαίνεται στις επιστολές που απέστειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο μαζί με τους Τόμους με τους οποίους χορηγήθηκε η Αυτοκεφαλία. Εκεί εκφράζεται και διατυπώνεται ότι θα υπάρξη συναίνεση από τα άλλα Πατριαρχεία, σύμφωνα με την συνοδική δομή της λειτουργίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ήδη στο προηγούμενο κείμενό μου είχα αναφέρει την επιστολή του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως προς την Εκκλησία της Ρουμανίας περί ανακοινώσεως προς αυτήν της αποφάσεώς του για την ανύψωσή της σε Πατριαρχείο, στην οποία κάνει λόγο για την κατ’ οικονομίαν χορήγηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και την «κανονική ακρίβεια» και «τελειωτική» από Οικουμενική ή Μεγάλη Σύνοδο, κατά την οποία έχει βεβαία πεποίθηση ότι «και άλλα εχούση ήδη τα πραγματικά παραδείγματα, ομογνώμονας και συμψήφους έξομεν και τους λοιπούς Αγιωτάτους και Σεβασμιωτάτους Πατριάρχας και Προέδρους πασών των Αγίων αδελφών ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και κοινή και από τούδε έσται πάντων η συναίνεσις περί της εις την Πατριαρχικήν αξίαν ανυψώσεως της αδελφής Εκκλησίας της Ρουμανίας…».
Προσθέτω εδώ ότι το ίδιο παρατηρείται και στην Πατριαρχική επιστολή προς την Εκκλησία της Βουλγαρίας, με την οποία ανακοινώνει την απόφασή του για την ανύψωσή της σε Πατριαρχείο. Και εκεί γράφεται:
«Έγνωμεν, τη οικονομία χρώμενοι, δούναι από τούδε την αδελφικήν συγκατάθεσιν και αναγνώρισιν και ευλογίαν της καθ’ ημάς Αγιωτάτης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εις τα όπως ποτέ, κατά παρέκκλισιν πάντως από της κανονικής ακριβείας και τάξεως, εν τη αυτόθι Αγιωτάτη Εκκλησία συντελεσθέντα, εν τη πεποιθήσει, βεβαίως, και προσδοκία ότι εν τη αποφάσει ημών ταύτη έξωμεν, κατά τα πρόσθεν γενόμενα, ομογνώμονας και συμψήφους και τους λοιπούς Μακαριωτάτους και τιμιωτάτους Πατριάρχας και Προέδρους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, έως ου και το ζήτημα τούτο τελειωτικώς καθορισθή υπό Οικουμενικής Συνόδου, μόνης εχούσης το δικαίωμα του προσάγειν τινά των επί μέρους αγίων του Θεού Εκκλησιών εις Πατριαρχικήν αξίαν και περιωπήν» (Αναστάσιος Βαβούσκος, Γρηγόριος Λιάντας, Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 162-163).
Επομένως, αναγνωρίζω το σκεπτικό του κ. Αναστασίου Βαβούσκου ότι δεν πρέπει να φανή ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν χορηγεί ατελή Αυτοκέφαλα και ότι στους Τόμους που εξέδωσε φαίνεται ότι χορηγεί την Αυτοκεφαλία με κυριαρχικό δικαίωμα, αλλά το ίδιο το Πατριαρχείο στις Επιστολές που απέστειλε στις Εκκλησίες μαζί με τους Τόμους της Αυτοκεφαλίας τους κάνει την διάκριση μεταξύ της κατ’ οικονομίαν χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας και της κατά ακρίβειαν και εν αναφορά προς την Οικουμενική Σύνοδο ή Μεγάλη άλλη Σύνοδο τελειώσεως της Πατριαρχικής τιμής και αξίας. Αυτά τα διαβάζει κανείς στις πηγές που παραθέτουν οι κ.κ. Αναστάσιος Βαβούσκος και Γρηγόριος Λιάντας στο βιβλίο που προαναφέραμε.
3.Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση χορηγήσεως της Πατριαρχικής τιμής και αξίας στην Εκκλησία της Μόσχας, όπου φαίνεται πως λειτουργεί το Συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός χορήγησε την Πατριαρχική τιμή και αξία στον Μητροπολίτη Μόσχας «επιτοπίως» το 1589, αλλά χρειάσθηκε και η συναίνεση των άλλων Πατριαρχών των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, πράγμα που έγινε στις ενδημούσες Συνόδους του 1590 και 1593.
Ο ομότιμος καθηγητής Βλάσιος Φειδάς ανέλυσε διεξοδικώς το πως ιδρύθηκε το Πατριαρχείο της Μόσχας, στο βιβλίο του με τίτλο «Ο Θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών από την Ε’ Οικουμενικήν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553-2012)» (Αθήναι 2012).
Εκεί φαίνεται ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β’, χορήγησε «επιτοπίως» την Πατριαρχική τιμή και αξία στον Μητροπολίτη Μόσχας την 23η Ιανουαρίου 1589 με την πίεση του μεγάλου Βασιλέως της Μεγάλης Ρωσίας Θεοδώρου και του πανίσχυρου αδελφού της Βασιλίσσης Ειρήνης Βόριδος Γκοντούνωφ. Η ανύψωση αυτή «απετέλει μίαν αθέτησιν ή και υπέρβασιν της καθιερωμένης σχετικής κανονικής παραδόσεως περί του αμεταβλήτου του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών». Ενθρόνισε δε τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ την 26η Ιανουαρίου 1589.
Όταν, όμως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, συνεκάλεσε Ενδημούσα Σύνοδο το 1590 με την συμμετοχή των Πατριαρχών Αντιοχείας Ιωακείμ Ε’ και Ιεροσολύμων Σωφρονίου Δ’ για την συναίνεσή τους στην ανακήρυξη της Εκκλησίας της Ρωσίας υπ’ αυτού σε Πατριαρχείο. Δεν παρευρέθη ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, διότι τότε ο Πατριαρχικός θρόνος της Αλεξανδρείας τελούσε σε χηρεία.
Η Ενδημούσα αυτή Σύνοδος του 1590 απεκάλεσε τον εαυτό της «Οικουμενική Σύνοδο» και συναίνεσε στην χορήγηση της πατριαρχικής τιμής και αξίας. Στο Συνοδικό Χρυσόβουλλο ή Τόμο με τον οποίον ανυψώθηκε ο Μητροπολίτης Μόσχας σε Πατριάρχη και απεστάλη στον Πατριάρχη Μόσχας γράφεται μεταξύ άλλων:
«Ούτως απεφασίσαμεν επιτοπίως. Ότε δε η μετριότης ημών επανήλθομεν προς τον θρόνον εν τη του Κωνσταντίνου πόλει και εδηλώσαμεν το προκείμενον, τον σκοπόν και την αίτησιν του ευσεβεστάτου Άνακτος προς τους λοιπούς αξιοσεβεστάτους και αγιωτάτους πατριάρχας, εφάνη τούτο αυτοίς ευάρεστόν τε και ηυλογημένον. Και αύθις η μετριότης ημών, μετ’ αυτών των πατριαρχών και μεθ’ όλης της Οικουμενικής συνόδου ομογνωμόνως και, ενούμενοι εν αγίω Πνεύματι, γράφομεν και διαδηλούμεν διά του παρόντος Συνοδικού Γράμματος ότι, Πρώτον, ομολογούμεν και τελούμεν εν τη βασιλευούση πόλει Μόσχα την εγκαθίδρυσιν και τον διορισμόν του κυρίου Ιώβ πατριάρχου, ίνα και εις το μέλλον τιμάται και ονομάζηται μεθ’ ημών των Πατριαρχών και έχη την τάξιν εις τας ευχάς μετά τον των Ιεροσολύμων, και ίνα ως κεφαλήν έχη αυτός τον αποστολικόν θρόνον της του Κωνσταντίνου πόλεως, ως και οι άλλοι πατριάρχαι. Δεύτερον, το σήμερον δοθέν όνομα και η πατριαρχική τιμή εδόθησαν και επεκυρώθησαν σταθερώς ου μόνον εις τον κύριον Ιώβ, αλλά και εις τους μετ’ αυτόν, ίνα εγκαθιδρύωνται υπό της μοσχοβικής Συνόδου πατριάρχαι οι τας πρώτας του κλήρου αρχάς κατέχοντες, κατά τους κανόνας, ως ήσχισεν απ’ αυτού του συλλειτουργού της ημών μετριότητος, του εν αγίω Πνεύματι αγαπητού ημών αδελφού Ιώβ, και διά τούτο το κανονισθέν τούτο Γράμμα επεκυρώθη εις μνήμην αιώνιον τω ζςη’ έτει (7098=1590) μηνός Μαίου» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα, ΙΙΙ, 24-26)» (βλ. Βλασίου Φειδά, Ο Θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών από την Ε’ Οικουμενικήν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553-2012)», Αθήναι 2012, σελ. 345-346).
Μετά από τρία χρόνια και συγκεκριμένα το 1593 συνήλθε πάλι η Ενδημούσα Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία συμμετείχε και ο νέος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς, γι’ αυτό και πάλι ετέθη το θέμα της ανακηρύξεως του Πατριαρχείου της Μόσχας σε ισότιμο Πατριαρχείο με τα άλλα πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Και αυτό έγινε γιατί ο Μελέτιος Πηγάς κατέκρινε την απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχου και του Τσάρου της Ρωσίας με το σκεπτικό ότι εισήγαγαν έναν απαράδεκτον «νεωτερισμόν» στην ζωή της Εκκλησίας.
Έτσι, η Ενδημούσα Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως «ήτο κατά το μάλλον ή ήττον διαδικασία τρόπον τινα απολογίας του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά» για τις κανονικές επιφυλάξεις του ως προς την «ομογνωμόνως» εκφρασθείσα συναίνεση και των άλλων Πατριαρχών στην Ενδημούσα Σύνοδο του 1590. Τελικά, και στην Ενδημούσα Σύνοδο του 1593, όπως και στην Ενδημούσα Σύνοδο του 1590 εκφράσθηκε η συναίνεση των άλλων Πατριαρχών στην έκδοση του «Πατριαρχικού Χρυσοβούλλου» ή «Τόμου», «επιτοπίως» από τον Οικουμενικό Πατριάρχη «διά την κατ’ αρχήν ανακήρυξιν του Πατριαρχείου Μόσχας (1589)». Περισσότερα μπορεί να δη ο αναγνώστης στο βιβλίο του καθηγητού Βλασίου Φειδά (βλ. Βλασίου Φειδά, Ο Θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών από την Ε’ Οικουμενικήν Σύνοδον μέχρι σήμερον (553-2012)», Αθήναι 2012, σελ. 342-356).
Το παράδειγμα της ανυψώσεως του Μητροπολίτη Μόσχας σε Πατριάρχη και μάλιστα πέμπτον στην σειρά μετά τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων είναι πολύ χαρακτηριστικό. Δόθηκε η πατριαρχική τιμή και αξία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην συνέχεια υπήρξε και η συναίνεση και των άλλων Πατριαρχών. Αυτό επιβάλλει το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας.
4.Το σκεπτικό που διατυπώθηκε στο έγγραφό μου που απέστειλα στην Ιερά Σύνοδο και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο δεν είναι προσωπικές μου απόψεις, ούτε «προσφάτως διατυπωθείσες», αλλά έχουν διατυπωθή στο παρελθόν και μάλιστα με επίσημο χαρακτήρα από το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αυτό φαίνεται στο κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1990 με τίτλο «Το Αυτοκέφαλον και το Αυτόνομον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τρόπος ανακηρύξεως αυτών», που χρησιμοποιήθηκε στον διάλογο μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών για την χορήγηση του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου σε Εκκλησίες, εν όψει της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Το Πατριαρχικό αυτό κείμενο, το οποίο παρατίθεται στο προαναφερθέν βιβλίο των κ.κ. Αναστασίου Βαβούσκου και Γρηγορίου Λιάντα, στο στοιχείο 47 γράφει: «Το αυτοκέφαλον των τοπικών Εκκλησιών, κρινόμενον αείποτε ως θέμα ουχί απλώς αναγόμενον εις τον χώρον της διοικητικής διοργανώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και ως αποτελούν θεμελιώδες γνώρισμα της εν τη πολλαπλότητι διασωζομένης ενότητος της Ορθοδοξίας και αντικατοπτρίζον την εν τη διοικήσει αυτοτέλειαν και αυτοανάπτυξιν του ορθοδόξου πληρώματος, ανήκει και τούτο, επί εξοικονομήσει των πραγμάτων, εις την ουτωσί επί αιώνας ασκήσασαν την δικαιοδοσίαν ταύτην πρώτην εν τω συστήματι των Ορθοδόξων Εκκλησιών Εκκλησίαν, ως τούτο δε και αντιμετωπίζεται νυν και εφεξής, άχρι της συγκλήσεως της Αγίας και μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Αύτη, επομένως, ήτοι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, κατά τα προειρημένα, μέλλει τούτο μεν και τα υπό της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ουτωσί εκχωρηθέντα αυτοκέφαλα κρίναι, επευλογήσαι και τελειώσαι, τούτο δε κατά την τηρηθείσαν άχρι του νυν σχετικήν πράξιν και το εκ της χρήσεως δημιουργηθέν εθιμικόν δίκαιον αναγνωρίσαι και επιφραγίσαι διά πάσαν και εφεξής ανάλογον περίπτωσιν, ίνα μη δημιουργώνται παρόμοιαι εν τω μέλλοντι εμπλοκαί» (Αναστασίου Βαβούσκου και Γρηγορίου Λιάντα, ενθ. ανωτ. σελ. 104).
Επομένως, το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδεχόταν στις συζητήσεις να κριθούν, να επευλογηθούν, να τελειωθούν, να αναγνωρισθούν και να επισφραγισθούν από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο τα ήδη εκχωρηθέντα Αυτοκέφαλα στις νεώτερες Εκκλησίες, πράγμα που θα συμβαίνη εφεξής σε ανάλογες περιπτώσεις.
Δυστυχώς, η Εκκλησία της Μόσχας και οι άλλες Εκκλησίες που την ακολούθησαν συνετέλεσαν στο να μη παραπεμφθή αυτό το θέμα στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η οποία και θα έκρινε, θα επευλογούσε, θα τελείωνε, θα ανεγνώριζε και θα επισφράγιζε τα «εκχωρηθέντα αυτοκέφαλα» από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, και θα καθόριζε τι θα γινόταν σε παρόμοιες περιπτώσεις στο μέλλον.
5. Το ότι έτσι το αντιλαμβάνονταν οι Εκκλησίες, που έλαβαν τα Αυτοκέφαλα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, φαίνεται από τον διάλογο που έγινε πριν την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Επειδή στην Συνοδική Περίοδο 2015-2016 ήμουν μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, παρακολούθησα όλον τον διάλογο που έγινε πριν την σύγκλησή της. Διεπίστωσα, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία της Σερβίας ετόνιζε, μεταξύ των άλλων, ότι η Σύνοδος αυτή θα έπρεπε να επιληφθή του θέματος της αναγνωρίσεως της Αυτοκεφαλίας που δόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Προς επιβεβαίωση του λόγου αυτού υπενθυμίζω το μήνυμα της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους Πρωθιεράρχας και τας Ιεράς Συνόδους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών (αρ. πρωτ. 62/164/25-5-2016).
Το Πατριαρχείο της Σερβίας στο κείμενο αυτό θέτει διαφόρους προβληματισμούς για την προγραμματισθείσα Σύνοδο και μεταξύ των άλλων ζητούσε η Σύνοδος αυτή να προβή στην διαπίστωση ότι υφίστανται 14 Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και ότι αυτό αρκεί για την διαπίστωση και του Αυτοκεφάλου Καθεστώτος τους. Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων, έγραφε:
«Δεδομένου ότι το ζήτημα της ανά μέσον των αυτοκεφάλων Εκλησιών κοινωνίας έχει καθοριστικήν σημασίαν διά την εν τω κόσμω αποστολήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, απαραίτητον θεωρούμεν την διαφώτισιν του θέματος του αυτοκεφάλου, επί του οποίου θέματος η ημετέρα Εκκλησία επέμενεν αδιαλείπτως. Η προκειμένη Σύνοδος έχει επαρκή θεολογικά και ποιμαντικά κίνητρα, όπως προβή εις διαπίστωσιν, ότι σήμερον υφίστανται δεκατέσσαρες αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι και ότι το γεγονός τούτο αρκεί προς επικύρωσιν του αυτοκεφάλου καθεστώτος (status) αυτών. Πλην τούτου, το θέμα της αυτοκεφαλίας και του τρόπου της ανακηρύξεως αυτής, πάρεξ του τρόπου του υπογράφειν τον σχετικόν Τόμον, έτυχε της μέχρι λεπτομερειών επεξεργασίας κατά την διάρκειαν της προπαρασκευής της Συνόδου. Διό δικαιολογείται και είναι πάντη λυσιτελής η υπό της Αγίας και Μεγάλης ταύτης Συνόδου αποδοχή και διακήρυξις του αποτελέσματος της προεργασίας δεκαετιών».
Άρα, το Πατριαρχείο Σερβίας ζητούσε την συναίνεση και των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, για την διαπίστωση και επικύρωση «αυτοκεφάλου καθεστώτος», επειδή γνώριζε το πρόβλημα.
Επειδή, όμως, δεν είχε συμφωνηθή από τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών να συζητηθή τελικώς το κείμενο περί της χορηγήσεως Αυτοκεφάλου στην Σύνοδο της Κρήτης, γι’ αυτό και δεν ετέθη στο θεματολόγιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το θέμα της επευλογήσεως, τελειώσεως και επισφραγίσεως του Αυτοκεφάλου των Εκκλησιών εκείνων που έλαβαν την Αυτοκεφαλία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
6. Την άποψη ότι για την ολοκλήρωση της Αυτοκεφαλίας απαιτείται απόφαση της Οικουμενικής Συνόδου ή άλλης Μεγάλης Συνόδου, την διετύπωσε εδώ και πολλά χρόνια ο διακεκριμένος καθηγητής του εκκλησιαστικού Δικαίου Σπύρος Τρωιάνος, και, επομένως, δεν διατυπώθηκε προσφάτως από εμένα.
Στο βιβλίο του Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, (εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1984) και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο με τίτλο «Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας», αναφέρεται στο ζήτημα αυτό.
Στην αρχή γράφει για τα παλαίφατα Πατριαρχεία ότι «όλα τα θέματα τα σχετικά με το αυτοκέφαλο των εκκλησιών, όπως η ανακήρυξή τους, η τάξη τους, τα όρια της δικαιοδοσίας τους κλπ., ρυθμίζονταν με αποφάσεις λαμβανόμενες από συνόδους αυτής της μορφής, δηλαδή οικουμενικές» (σελ. 134).
Έπειτα αναφέρεται στην νεώτερη πράξη χορηγήσεως των Αυτοκεφάλων και γράφει:
«Από τον 9ο αιώνα έπαψε η σύγκληση των οικουμενικών συνόδων και τη θέση τους στην κορυφή των οργάνων ασκήσεως της διοικητικής εξουσίας σε ευρεία έννοια μέσα στην Εκκλησία κατέλαβε η ενδημούσα σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως (…). Μολονότι υπάρχουν πολλά κενά στις πηγές, που αναφέρονται στην ανακήρυξη ως αυτοκεφάλων των αρχιεπισκοπών Αχρίδας και Τυρνόβου και της Σερβικής Εκκλησίας, ώστε να μην είναι στο σύνολό της γνωστή η διαδικασία που τηρήθηκε στις περιπτώσεις αυτές (11ος-14ος αιώνας), πάντως η σύμπραξη της πατριαρχικής συνόδου γίνεται πολύ αισθητή. Στην ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας και ιδιαίτερα στην ανύψωσή της σε πατριαρχείο (ετ. 1593) η παρουσία ή η εκπροσώπηση όλων των πατριαρχών της Ανατολής προσδίνει στη σύνοδο πανορθόδοξο χαρακτήρα. Αλλά στην άρση του αυτοκεφάλου της αρχιεπισκοπής της Αχρίδας (ετ. 1767) εμφανίζεται πάλι η σύνοδος με τη συνηθισμένη της μορφή» (Ενθ. ανωτ. σελ. 134).
Ακόμη αναφέρεται στις Αυτοκεφαλίες που δόθηκαν στις Εκκλησίες μετά το 1900 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και επισημαίνει:
«Επομένως, εφ’ όσον υπάρχει αδυναμία συγκλήσεως οικουμενικής συνόδου, η σύσταση πρέπει να γίνει από ένα όργανο, που οι αποφάσεις του από άποψη τυπικής δυνάμεως να είναι ισοδύναμες με αποφάσεις οικουμενικής συνόδου. Τέτοιο όργανο κάτω από τις σημερινές συνθήκες στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μόνο μία πανορθόδοξη σύνοδος. Είναι πολύ αμφίβολο, αν στο προκείμενο θέμα είναι επιτρεπτή η άσκηση οικονομίας, γιατί δεν είναι μεν ζήτημα δογματικό, αλλά πάντως αποτελεί θέμα ιδιάζουσας βαρύτητας στην οργάνωση της Εκκλησίας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τη θέση της πανορθόδοξης συνόδου δεν μπορεί να πάρει άλλο όργανο, ούτε και αυτή η πατριαρχική σύνοδος» (Ενθ. ανωτ. σελ 136).
Βέβαια, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε Πατριαρχικό Τόμο, αλλά αναφέρεται η τελείωσή τους στην Οικουμενική ή Μεγάλη Σύνοδο.
Και μετά από τα προηγούμενα καταλήγει ο καθηγητής Σπύρος Τρωιάνος:
«Όπως προκύπτει από όλους τους σχετικούς συνοδικούς τόμους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο –ανανωρίζοντας προφανώς την αποκλειστική αρμοδιότητα οικουμενικής ή τουλάχιστον πανορθόδοξης συνόδου– δεν προχώρησε στην ανακήρυξη των αυτοκεφάλων αυτών εκκλησιών σε πατριαρχεία, αλλά απλώς αυτοδεσμεύτηκε δίνοντας από πριν τη συναίνεσή του για την ανακήρυξη “εν Οικουμενική ή και μεγάλη άλλη Συνόδω εν πρώτη ευκαιρία συνερχομένη”, που, όπως ρητά τονίζεται στο κείμενο των τόμων, είναι αρμόδια σύμφωνα με την κανονική ακρίβεια να αποφαζίζει για τέτοια θέματα. Επομένως, η διαδικασία για την ανύψωση των εκκλησιών Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας σε πατριαρχεία από αυστηρά νομική άποψη δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί» (Ενθ. ανωτ. σελ. 136).
Εξ άλλου ο καθηγητής Γρηγόριος Λιάντας στο βιβλίο που προαναφέρθηκε, το οποίο εξέδωσε μαζί με τον κ. Αναστάσιο Βαβούσκο, παραπέμπει σε κείμενο του Σπύρου Τρωιάνου, όπου γράφεται ότι η χορήγηση του Αυτοκεφάλου αναφέρεται αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα των Οικουμενικών Συνόδων και στην συνέχεια την θέση τους κατέλαβε η ενδημούσα Σύνοδος της Κωσταντινουπόλεως, και αυτό κατ’ οικονομίαν (Ενθ. ανωτ. σελ. 71).
Από όλα τα ανωτέρω συνάγονται τα εξής:
Πρώτον. Το σύστημα διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε όλα τα επίπεδα (επισκοπικό, μητροπολιτικό, πατριαρχικό, διορθόδοξο) είναι «συνοδικόν ιεραρχικώς» και «ιεραρχικόν συνοδικώς» (βλ. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η ποιμαντική διακονία κατά τους ιερούς Κανόνας, εκδ. Άθως, Πειραιεύς, σελ. 113-129).
Δεύτερον. Στους πρώτους αιώνας τα Αυτοκέφαλα χορηγήθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους. Το Πατριαρχείο Μόσχας απέκτησε την Πατριαρχική τιμή και αξία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αργότερα συναίνεσαν και τα άλλα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Τα νεώτερα Πατριαρχεία έλαβαν την Πατριαρχική τιμή και αξία τους, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τελούν σε αναφορά προς την Οικουμενική Σύνοδο ή την Μεγάλη Σύνοδο για την κανονική συναίνεσή τους.
Τρίτον. Στις ημέρες μας υφίσταται αυτό το πρόβλημα με την Ουκρανία, πράγμα που προκαλεί προβλήματα στην ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι ευθύνονται εκείνοι που υπονόμευσαν το κείμενο που είχε ετοιμασθή για την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας και γι’ αυτό δεν παραπέμφθηκε στην Σύνοδο της Κρήτης (βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Η συζήτηση για την ανακήρυξη της Αύτοκεφαλίας σε μια Εκκλησία, Οκτώβριος 2018. )
Δεν ευθύνεται, όμως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο έπραξε τα πάντα και μάλιστα υπεχώρησε σε πολλά χάριν της ενότητας της Εκκλησίας για να παραπεμφθή αυτό το κείμενο στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο και να λυθή το όλο πρόβλημα. Αν γινόταν αυτό, δεν θα είχαμε το σύγχρονο πρόβλημα που ταλανίζει την ενότητα της Εκκλησίας.
Με όσα έγραψα και στο προηγούμενο κείμενό μου και στο τωρινό εξέφρασα την γνώμη μου στο θέμα αυτό, όπως είχα υποχρέωση και καθήκον ως μέλος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εύρεση μιάς λύσεως, δεδομένου ότι το πολίτευμά μας είναι συνοδικό και όχι απολυταρχικό. Από εκεί και πέρα τον λόγο έχουν τα συνοδικά όργανα της Εκκλησίας και τελικώς η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα αποφασίσουν σχετικώς.
Βεβαίως, υπάρχουν και άλλες παράμετροι του θέματος αυτού, όπως για παράδειγμα τι σημαίνει Αποστολική παράδοση και Αποστολική διαδοχή, το οποίο θα θίξω σε άλλο κείμενό μου.