Ιάσων Ιερομόναχος
Σύμφωνα με τους Κανόνες που μας έχουν αφήσει οι Άγιοι Πατέρες, το Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας είναι αδύνατο να τελεστεί μονάχα με την παρουσία του ιερέα και λειτουργού του Μυστηρίου, χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία έστω και ενός πιστού. Πίσω απ’ αυτή την απαγόρευση των ιερών κανόνων, εννοείται ολόκληρη η ορθόδοξη εκκλησιολογία.
Με τον όρο “εκκλησιολογία” εννοούμε τον τομέα εκείνο της θεολογίας που μελετά τη φύση και το σκοπό της Εκκλησίας στον κόσμο. Η εκκλησιολογία των Ορθοδόξων δεν είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, το οποίο θα μπορούσε να εξυπηρετεί κάποιο πολιτικό σύστημα, όπως συνέβη στην Προτεσταντική Δύση.
Η εκκλησιολογία των Ορθοδόξων πηγάζει από το ίδιο το Ευαγγέλιο και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, το συνεχές και ακατάπαυστο βίωμα της Ανάστασης στον κόσμο. Κάθε τι στην Πίστη μας χωρίς την Ανάσταση του Χριστού είναι μάταιο. Ας μη βλέπουμε λοιπόν στους Ιερούς Κανόνες τυπικές διατάξεις νομικού χαρακτήρα αλλά οδοδείκτες στο δρόμο της Αλήθειας, διαδρομής που ξεκινά από τον κενό τάφο του Χριστού.
«Όταν συναντιούνται δύο ή τρεις στο όνομά μου, είμαι κι εγώ μαζί τους» λέει ο Κύριός μας. Για να τελεστεί λοιπόν η Θεία Ευχαριστία, η παρουσία του λαού είναι αναγκαία καθώς η Θεία Λειτουργία είναι έργο του ίδιου του λαού. Αυτό σημαίνει η λέξη “Λειτουργία” (λειτός=λαός). Ο ιερέας που τελεί το Μυστήριο δεν είναι κάποιος “ουρανοκατέβατος” εκπρόσωπος του Θεού στη γη. Προέρχεται απ’ τον λαό και εκπροσωπεί τον λαό στο Θεό.
Αν ο ιερέας, λοιπόν, τελέσει την Θεία Λειτουργία μόνος του, τότε ποιό λαό εκπροσωπεί; Τα λειτουργικά κείμενα που μας παραδόθηκαν δεν αφήνουν επ’ αυτού κανένα αναπάντητο ερώτημα. Στα λειτουργικά μας κείμενα (αν εξαιρέσει κανείς τις ευχές διά των οποίων ο λειτουργός ιερέας ζητά το έλεος του Θεού προκειμένου να προβεί στην τέλεση του Μυστηρίου) δεν υπάρχει καμιά άλλη ευχή ή ικεσία προς τον Θεό που να μην αφορά στο σύνολο τον λαό του Θεού. Ο “πρωταγωνιστικός” γραμματικός τύπος των λειτουργικών μας κειμένων είναι το πρώτο πληθυντικό: Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦμεν, Κύριε…
Ο λαός του Θεού είναι αυτός που ομολογεί την κοινή πίστη, πριν από την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, με την εκφορά του Συμβόλου της Πίστεως. Αν δεν υπάρχει κοινή πίστη, τότε δε μπορούμε να μιλάμε για Εκκλησία. Η κοινή μας πίστη είναι επόμενο της έλευσης του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Η ομολογία όμως της κοινής μας πίστης δε μπορεί να πραγματωθεί αν μεταξύ μας δεν έχουμε Ειρήνη. Επίσης, αν μεταξύ μας δεν έχουμε Ειρήνη, τότε “φυγαδεύεται”, όπως λεν’ οι πατέρες, το Άγιο Πνεύμα. Πριν λοιπόν την εκφορά του Συμβόλου της Πίστεως, ο διάκονος ή ο ιερέας μας προτρέπει: Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν!
Η ορθή και κοινή μας πίστη δεν είναι δική μας κατάκτηση. Επίσης, δεν γεννιέται μέσα από εκτενή έρευνα ή μαθηματικούς υπολογισμούς σε σχέση με την ύπαρξη του Θεού. Η πίστη του Λαού του Θεού είναι δώρο του Θεού προς τον Λαό Του, δώρο και υπόσχεση μαζί. Μετά την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, κατά τη Θεία Λειτουργία, ζητάμε απ’ τον Τριαδικό μας Θεό να μας χαριτώσει ώστε να Τον λατρεύουμε μ’ ένα στόμα και μια καρδιά, ως σύνολο, ως οικογένεια, ως Εκκλησία. Αυτή η προϋπόθεση, όπως συνεχίζει ο ιερός συγγραφέας, είναι αναγκαία ώστε να έρθουν “τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ”. Η χρήση του πληθυντικού αριθμού δεν είναι τυχαία: ζητάμε από τον Θεό τα ελέη Του, δηλαδή το ασταμάτητο έλεός Του, το οποίο δεν τελειώνει σε τούτην εδώ τη ζωή αλλά συνεχίζεται στους αιώνες των αιώνων. Η Βασιλεία των Ουρανών, άλλωστε, είναι γέννημα της Αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Τα ελέη του Θεού είν’ ακατάπαυστα.
Πολλοί αδελφοί μας λένε: “θα πάω στην Εκκλησία, όταν δεν έχει Λειτουργία, ήσυχα-ήσυχα, θ’ ανάψω το κεράκι μου και θα κάνω προσευχή”. Αν η θρησκευτικότητά μας περιορίζεται σ’ αυτή την πρακτική, τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε καταφέρει να γλιτώσουμε από την προσωπική μας μόνωση. Το ν’ ανάψει κανείς το κεράκι του και να κάνει προσευχή, είναι καλό κι ευλογημένο. Ωστόσο, ο Χριστός εγκαινίασε την έξοδο του εαυτού μας από την απλή κάλυψη κάποιων θρησκευτικών ή ακόμη ψυχολογικών αναγκών που προκύπτουν από μια τέτοια θρησκευτικότητα. Από ‘κει που ήμασταν ο καθένας διεσπαρμένος “στον κόσμο του”, μας ένωσε με κοινή πίστη και βίωμα. Από ‘κει που ανήκαμε στον “κόσμο” και δεν είχαμε ταυτότητα, μας ένωσε σε λαό και μάλιστα λαό δικό Του που, πρώτα απ’ όλα, πήρε όνομα απ’ Αυτόν. Το θυμόμαστε κάθε Κυριακή όταν λέμε: “σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν, ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν, τό ὄνομά σου ὀνομάζομεν…”
Όπως λοιπόν ο ιερέας δε μπορεί να τελέσει την Θεία Λειτουργία μόνος του, έτσι κι ο χριστιανός δε νοείται μακριά από το “κοινόν της Εκκλησίας”. Κατά τους αρχαίους κανόνες, αν κάποιο μέλος της Εκκλησίας δεν κοινωνούσε για κάποιες εβδομάδες, θεωρούνταν απόβλητο από το Σώμα των Πιστών. Σα να διάλεξε, από μόνος του, να μην ανήκει στην Εκκλησία.
Χωρίς κοινή Πίστη, κοινή Ελπίδα, κοινή Αγάπη και τελικά κοινή Ομολογία, δε μπορεί να εννοηθεί κανείς ως μέλος της Εκκλησίας. Ας αγωνιζόμαστε να μένουμε πάντα λαός του Θεού και τούτο όχι μονάχα την ώρα της Λατρείας αλλά σε κάθε πτυχή της ζωής. Τότε, στ’ αλήθεια, η Πίστη, η Ελπίδα, η Αγάπη κι η Ομολογία έχουν αξία. Τα λόγια είναι πολύ φτωχά για να μιλήσουν για την πράξη. Η πράξη πάντα ξεπερνά τη θεωρία και η Εκκλησιολογία των Ορθοδόξων, πάνω απ’ όλα, είναι πράξη, παιδί της Τριήμερης του Χριστού μας Ανάστασης.