της Στέλλας Χατζή-Λέκκου
Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την ανακομιδή των λειψάνων του Ιερού Χρυσοστόμου. Είναι αλήθεια, ότι πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει την ζωή και το έργο ενός τόσου μεγάλου αγίου, όπως του Ιερού Χρυσοστόμου, τον ένα εκ των τριών μεγάλων Ιεραρχών.
Υπήρξε μία από τις ηρωικότερες πατερικές μορφές της εκκλησίας μας. Υπήρξε αναντικατάστατος και μοναδικός. Μέγας σαν ιεράρχης, μέγας σαν διδάσκαλος, μέγας σαν Πατριάρχης. Γι αυτό θα παραμείνει για πάντα το χρυσό διαμάντι, το χρυσό στόμα, το χρυσό κόσμημα της Ορθοδοξίας μας.
H ζωή του ήταν συγκλονιστική αλλά το ίδιο αξιοθαύμαστα και μοναδικά ήταν και τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την κοίμησή του και ιδίως κατά την ανακομιδή των λειψάνων του.
Στην ορθολογική εποχή μας, δείχνουν απίστευτα αυτά που συνέβησαν για να γίνει η μεταφορά των ιερών λειψάνων του από τα Κόμανα, τον τόπο της εξορίας του, στην Κωνσταντινούπολη. Η επιστολή όμως, του αυτοκράτορα Θεοδοσίου δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την αλήθεια των γεγονότων που διεδραματίστηκαν κατά τον χρόνο της ανακομιδή του.
Είναι γνωστό, ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε μαρτυρικό τέλος κατά την διάρκεια της 3ης εξορίας του. Εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου μετά από φρικτές ταλαιπωρίες. Σχεδόν αμέσως, όμως μετά την αγία κοίμησή του, άρχισε η αποκατάσταση της αλήθειας και οι ένοχοι τιμωρήθηκαν σχεδόν όλοι. Κύριος πρόξενος για τα τόσα μαρτύριά του και τις εξορίες του ήταν η βασίλισσα Ευδοξία, σύζυγος αυτοκράτορα Αρκαδίου, την οποία ήλεγξε ο ο Ιερός Χρυσόστομος για τις αδικίες που διέπραττε και η οποία μαζί με τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο, τον κυνήγησε μέχρι τον θάνατό του.
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Αμέσως μετά την κοίμησή του στα Κόμανα της Καππαδοκίας, οι μαθητές του επήγαν στην Ρώμη, όπου Πάπας ήταν ο Αγιος Ιννοκέντιος και βασιλεύς ο αδελφός του Αρκαδίου, ο Ονώριος και τους διηγήθηκαν όλα τα μαρτύρια που υπέστη ο Αγιος Χρυσόστομος.
Τότε ο Άγιος Ιννοκέντιος έστειλε επιστολή με την οποία επέπληξε δριμύτατα τον Αρκάδιο για τις πράξεις του και για τιμωρία του στέρησε την Θεία Κοινωνία απειλώντας μάλιστα με αφορισμό όποιον τολμήσει να τον κοινωνήσει. Στην επιστολή του, του έγραψε:
«Φωνή αίματος του δικαίου Ιωάννου βοά προς τον Θεό κατά σου, βασιλεύ Αρκάδιε! Διότι τον καιρόν της ειρήνης εποίησες καιρό διωγμού στην εκκλησία, εξορίζοντας τον αληθή ποιμένα της, μαζί του και αυτόν τον Χριστό… Λυπούμαι όμως δια την δική σου απώλεια, διότι δια να ποιήσεις το θέλημα μιας γυναικός άφρονος, εστέρησες όλον τον κόσμο της μελιρρύτου διδαχής του. Δια τούτο κι εγώ ο ελάχιστος, σας κανονίζω κι αυτήν, χωρίζοντάς σας της αγίας κοινωνίας των θείων του Χριστού Μυστηρίων, και αν κάποιος τολμήσει να σας κοινωνήσει, να είναι καθηρημένος και αφορισμένος».
Ο δε αδελφός του, ο Ονώριος, έστειλε και αυτός άλλη επιστολή λέγοντάς του: «Αδελφέ Αρκάδιε, δεν γνωρίζω ποια επαναστατική ενέργεια σε παρακίνησε να ακούσεις μία γυναίκα και να ποιήσεις αυτά, τα οποία άλλος βασιλεύς Χριστιανός δεν εποίησε και δικαίως σε κατακρίνουν όλοι οι εδώ επίσκοποι, ότι εξορισες άνευ κρίσεως τον μέγα Αρχιερέα του Θεού, τον οποίον εφόνευσαν δια τιμωριών και βασάνων οι στρατιώτες σου… Σπεύσε αδελφέ, ώστε δι’ έργων να ευαρεστήσεις τον Θεό και ανθρώπους, διόρθωσε τα σφάλματά σου, γνωρίζοντας ότι οι προσευχές των Ιερέων στερεώνουν την βασιλεία μας».
Όταν έλαβε τις επιστολές ο Αρκάδιος μετανόησε ειλικρινά και τιμώρησε όλους όσους συνήργησαν εις τα μαρτύρια του Αγίου Ιωάννη. Την Ευδοξία την τιμώρησε παραδειγματικά ώστε από την στεναχώρια της αρρώστησε τους δε συγγενείς της τους δήμευσε την περιουσία τους. Έστειλε δε επιστολή προς τον πάπα Ιννοκέντιο ζητώντας του με πολύ ταπείνωση, να τον συγχωρέσει γιατί πίστεψε στις κατηγορίες κατά του Ιωάννου, ζητώντας να απαλλαγεί από τον κανόνα της στερήσεως της Θείας Κοινωνίας.
Έγραψε δε και στον αδελφό του Ονώριο να μεσιτεύσει στον Πάπα για να του στείλει συγχώρεση. Πράγματι ο πάπας χάρηκε από την πολύ του ταπείνωση και την μετάνοιά του και του έστειλε επιστολή ότι δέχτηκε την μετάνοιά του και τον συγχωρεί και τον διέταξε να γράψει το όνομα του Χρυσοστόμου στα ιερά δίπτυχα.
Επίσης έδωσε εντολή να στείλει τον Θεόφιλο στην Θεσσαλονίκη όπου θα επήγαινε ο ίδιος ο πάπας για να τον τιμωρήσει. Όταν όμως ο Θεόφιλος έλαβε εντολή από Αρκάδιο να μεταβεί στην Θεσσαλονίκη αρρώστησε από ανίατη ασθένεια και με φρικτούς πόνους ομολόγησε τα κακουργήματα που διέπραξε κατά του Χρυσοστόμου, έως ότου ξεψύχησε.
Όμως, όχι μόνο ο Θεόφιλος, αλλά και πολλοί άλλοι οι οποίοι συνήργησαν κατά του Χρυσοστόμου βρήκαν άσχημο τέλος με ανίατες αρρώστειες. Το ίδιο δε και η Ευδοξία, της οποίας σάπισε όλο το σώμα και εξέρχοντο από αυτό σκουλήκια και δυσωδία ανυπόφορη. Στο τέλος παρεκάλη δυνατά τον Αγιο Ιωάννη να την συγχωρέσει, προσπαθώντας να διορθώσει τις αδικίες που διέπραξε, και μέσα σε μεγάλες οδύνες ξεψύχησε. Επί 30 χρόνια μετά τον θάνατό της, ο τάφος της έτρεμε, μέχρι που έγινε η ανακομιδή των λειψάνου του Αγίου Χρυσοστόμου, οπότε και σταμάτησε.
Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ
Ύστερα από 30 χρόνια, όταν βασίλευε ο γιος του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, ο Θεοδόσιος ο Β΄, ο πατριάρχης Κων/πόλεως Πρόκλος, έπεισε τον αυτοκράτορα να φέρει στην Κων/πολη το άγιο λείψανο του Χρυσοστόμου, από τον τόπο της εξορίας. Πράγματι, μετέβη στα Κόμανα αποστολή για να μεταφέρουν το άγιο σκήνωμα, όμως συνέβη το εξής θαυμαστό.
Το ιερό λείψανο δεν μετακινείτο καθόλου από την θέση του, παρ’ όλο που προσπάθησαν με κάθε τρόπο τόσοι άνδρες να το σηκώσουν! Η αποστολή των στρατιωτών γύρισε άπραγη, είπαν δε στον αυτοκράτορα ότι ο Άγιος δεν επέτρεπε να μετακινηθούν τα λείψανά του!
Το θαυμαστό αυτό γεγονός μαθεύτηκε σε όλη την πόλη. Τότε ο Θεοδόσιος αναγκάστηκε και έγραψε μία επιστολή στην οποία ζητούσε συγνώμη από τον ιερό Χρυσόστομο:
Την επιστολή την τοποθέτησαν επάνω στο στήθος του αγίου και αμέσως μετακίνησαν το ιερό λείψανο χωρίς κανένα πρόβλημα. Από τον τάφο δε έβγαινε ένα θαυμάσιο φως και μια άρρητη ευωδία, ήταν δε στην όψη του ο Άγιος Χρυσόστομος σαν να ήταν ζωντανός.
Οι άνδρες του αυτοκράτορα έβαλαν το ιερό σκήνωμα σε χρυσοκόλλητη λάρνακα και ξεκίνησαν την οδοιπορία με λαμπάδες και θυμιατά και από όσες πόλεις και χωριά περνούσαν, μεγάλα πλήθη συγκεντρώνονταν, έγιναν δε σε όσους προσεύχοντο με πίστη, πολλά θαύματα. Όταν δε πλησίασαν στην Χαλκηδόνα και το έμαθαν στην Βασιλεύουσα έτρεξε όλος ο λαός, νέοι και γέροι, και η θάλασσα γέμισε με τόσα πλοία ώστε έμοιαζε σαν να ήταν στεριά.
Και ενώ περίμεναν στην Κωνσταντινούπολη να τον προϋπαντήσουν ο αυτοκράτορας, ο πατριάρχης και όλη η σύγκητος έγινε ακόμη ένα μεγάλο θαύμα.
Όταν το καράβι ήταν στον Γαλατά, έπιασε μεγάλη τρικυμία και έχασε τον προσανατολισμό του, σταμάτησε δε μπροστά στο αμπέλι της φτωχής χήρας, που τόσο είχε αδικήσει η Ευδοξία και εξ αιτίας της εξορίστηκε ο Άγιος. Η τρικυμία δεν σταματούσε και μόνο όταν με βασιλική διαταγή το απέδωσαν πίσω στη χήρα σταμάτησε η τρικυμία και με ήρεμη θάλασσα, ήρθε στη Βασιλεύουσα.
Η πομπή στους δρόμους έγινε με παλλαϊκές εκδηλώσεις τιμής και αγάπης. Την λάρνακα αρχικά την μετέφεραν στον Ναό του Αποστόλου Θωμά όπου ο αυτοκράτορας σκέπασε με την βασιλική χλαμύδα του τον τάφο και παρεκάλεσε τον άγιο Χρυσόστομο να σταματήσει να τρέμει ο τάφος της μητέρας του, ο οποίος έτρεμε επί 31 έτη.
Κατόπιν, μετέφεραν την λάρνακα στο Ναό της Αγίας Ειρήνης και έβαλαν το άγιο λείψανο επάνω στο σύνθρονο και εφώναξαν: «ανέλαβε τον θρόνο σου, ώ πάτερ!». Στη συνέχεια, με αυτοκρατορική άμαξα μετέφεραν την λάρνακα στον Ναό των Αγίων Αποστόλων όπου συνετελέστη ένα ακόμη μεγαλύτερο θαύμα. Έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στην ιερή καθέδρα και ο Άγιος επεφώνησε προς τον λαό «ειρήνη πάσι». Κατόπιν, το εναπόθησαν μέσα στο Αγιο Βήμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Από τότε, η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που έγινε το 438 μ.Χ. τιμάται στις 27 Ιανουαρίου κάθε έτους.
Αυτά τα σπουδαία, αξιοθαύμαστα ιστορικά γεγονότα εορτάζουμε κάθε χρόνο, σαν σήμερα, τιμώντας την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του ανθρώπου που θα αποτελεί για πάντα φωτεινό παράδειγμα απαράμιλλου θάρρους, αγωνιστικότητας, ηρωισμού και αγιότητας μέχρι της συντελείας των αιώνων.
Ιδιαίτερα δε, για μας τους Έλληνες, η που η φυλή μας επί τόσες γενεές έχει ζυμωθεί με τα διδάγματα και τις διδασκαλίες του, θα αποτελεί για πάντα το διαχρονικό πρότυπο η δε αξιοθαύμαστη ζωή του θα παραμένει αιώνια παράδειγμα προς μίμηση για όλες τις γενεές των Ελλήνων.