“Ας ξαναδούμε τόν κόσμο μέ άγάπη καί έμπιστοσύνη, μέ ύπομονή καί άνεκτικότητα, μέ στοργή καί ένθουσιασμό” παροτρύνει τους πιστούς μέσα από το χριστουγεννιάτικο μήνυμά του ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Αδελφοί Συλλειτουργοί καί τέκνα έν Κυρίω,
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε!»
Τό Ψάλλομε κάθε χρόνο ύπό μορφή «Καταβασίας». Αλλά δέν φαίνεται άκόμη νά έχομε συνειδητοποιησει επαρκώς ποιά άνήκουστη άλήθεια τής Πίστεως διατυμπανίζομε μ’ αύτην τήν θριαμβική Ιαχή μας. Εάν ένα πρωΐ βγαίναμε στούς δρόμους καί φωνάζαμε «καίγεται ό κόσμος, σηκωθεϊτε!», άσφαλώς θά προκαλούσαμε γενικό συναγερμό. ΈνΦ άντιθέτως, τό «Χριστός γεννάται» δέν μάς έντυπωσιάζει πιά] μήτε μάς έκπλήσσει. Σάν νά πρόκειται γιά μιά ευχή πού τήν λέμε σχεδόν άνακλαστικά/ όπως τό «καλημέρα». Σαν να πρόκειται γιά μιά θολή μυθολογική άνάμνηση, γιά νά μήν πούμε -άκόμη χειρότερα- σάν νά πρόκειται γιά ένα «κατά συνθήκην Ψεύδος».
Κι’ όμως ή είδηση αύτή πού βγαίνει από τά έγκατα τής Ορθοδόξου λατρείας καί ζωής, είναι τό συγκλονιστικώτερο μηνυμα πού άκούστηκε ποτέ στόν κόσμο. Τό θεολογικό κύρος καί την κοσμοσωτήρια σημασία τού «Χριστός γεννάται>) δέν θά μπορέσουμε να τά συλλάβωμε, άν νομίσωμε ότι έδώ άπλώς μάς γνωστοποιείται ή γεννηση ένός Θεού. Γιά πολλών είδών άλλωστε «θεογονίες» καί «θεοφανειες» είχε μιλήσει καί ή Αρχαιότητα καί μάλιστα κατά κόρον.
Τό κλειδί γιά νά είσχωρήσωμε στην φοβερή άλήθεια τού «Χριστός γεννάται» βρίσκεται όχι τόσο στήν άναγγελία τής γεννήσεως, όσο στόν τρόπο διατυπώσεως αύτής τής άναγγελίας. Δέν μάς λέει «ό Χριστός έγεννήθη». Μήτε «ό Χριστός θά γεννηθεϊ». Μάς λέει «Χριστός γεννάται». Τί σημαίνει αύτός ό παράξενος ένεστώτας; Σημαινει άπλούστατα ότι ό Χριστός, «ό Υίός τού Θεού τού ζώντος», δέν είναι παρελθόν ξεπερασμένο. Μήτε μέλλον άφθαστο.
O Θεός είναι «πανταχού παρών καί τα παντα πληρών». Είναι παρών ό Θεός έδώ καί σήμερα. Στό κάθε έδώ καί στό κάθε σήμερα.
Από τήν στιγμή πού ένηνθρώπησε ό Θεός, στό πρόσωπο τού κάθε άνθρώπου μπορούμε νά άτενίζωμε τόν Θεάνθρωπο. Γιατί, έάν ένώθηκε μέ τήν άνθρώπινη φύση ό Θεός «άσυγχύτως», γιά νά άποκλείεται κάθε είδωλολατρεία, ένώθηκε όμως καί «άδιαιρετως», γιά νά άποκλείεται κάθε βεβήλωση.
Ο Άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής μάς βεβαιώνει ότι ό Λόγος τού Θεού «σαρκώνεται» διαρκώς μέσα στήν Ιστορια, στόν κάθε άνθρωπο. Καί άπό τό πόσο τόπο θά Τού δώσουμε, έξαρτάται τί μορφη συγκεκριμένη καί όρατή θά πάρει στό φθαρτό κορμί μας. Μήπως κι’ ό Απόστολος Παύλος δέν είχε διδάξει τήν ίδια διδασκαλία, σέ δραματικώτερο μάλιστα τόνοι όταν έλεγε: «έγώ γάρ τά στίγματα τού Κυρίου Ίησού έν τώ σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. 6/17);
Τό «Χριστός γεννάταί», λοιπόν, στοιχειοθετεί άπό τό ένα μέρος τό άδιάλειπτο παρόν τού Θεού στόν κόσμο τής αενάου ροής καί άσταθείας. Από τό άλλο μέρος έπισημαίνει τήν μονη σταθερότητα καί θεότητα τού κόσμου, πού είναι ή κατά χάριν θεανδρικότητα μέσα στήν ρέουσα Ίστορία. Ανάμεσα σ’ αύτά τά δύο «ριζώματα» τής θείας Οίκονομίας, καλούμεθα οί πιστοί νά ζήσωμε μέ αίσθημα εύθύνης καί εύγνωμοσύνης τό άδιάλειπτο παρόν τού Θεού, καί τό διερχόμενο παρόν τού άνθρώπου.
Αύτά είναι τά δύο θεμελιώδη αίσθηματα -ή εύθύνη καί ή εύγνωμοσύνη- πού πρέπει νά κατευθύνουν τήν ζωη μας, όταν γνωρίζωμε ότι τίποτε στήν Ιστορία δέν γίνεται έρημην τού Θεού! άλλά καί τίποτε έρήμην τού άνθρώπου.
Τά όρια τού δικού μας μετρημένου παρόντος, όταν μένουν άνοικτά στήν εύεργετική άκτινοβολία τής πανταχού παρουσιας τού Θεού, τότε δέν είναι πιά όρόσημα πάνω στά όποία έξαντλεϊται ό προσωπικός χρόνος τού καθενός μας. Μεταβάλλονται σέ όρισμούς τής θείας Χάριτος, πού μεταμορφώνουν τό τέλος τού άνθρώπου σέ κορύφωση, καί τόν όριστικό μας άποχαιρετισμό σέ εύχαριστήριο δοξολογία.
Μέ άνανεωμένηι λοιπόν, τήν αίσιοδοξία μας άς ξαναδούμε τόν κόσμο μέ άγάπη καί έμπιστοσύνη, μέ ύπομονή καί άνεκτικότητα, μέ στοργή καί ένθουσιασμό. Πίσω άπ’ όλα αύτα, κινητήρια δύναμη θά είναι πάντα ή βεβαιότητα ότι «έγεννήθη ήμίν παιδίον νεον, ό πρό αίώνων Θεός».
Αύτώ ή δόξα καί τό κράτος είς τους αίώνας. Αμήν! Διάπυρος πρός Αύτόν εύχέτης