Κράτος – Εκκλησία: Η Εκκλησία και ιδιαίτερα ο ιερός κλήρος της πατρίδας μας αισθάνθηκε ότι δέχθηκε αναπάντεχο και σφοδρό χτύπημα από την κυβέρνηση, στο θέμα της μισθοδοσίας- και όχι μόνο.
Του Σωτήρη Τζούμα
Οι πρώτες αντιδράσεις έδειξαν το ξάφνιασμα και την πίκρα της. Και το δικαιολογήσαμε αυτό ακόμη και όσοι διαφωνήσαμε με κάποιες υπερβολικές απ´αυτές.
Μένει να δούμε τώρα αν η Ιεραρχία και ο ιερός κλήρος έβαλαν μπροστά τους το πρόβλημα στις αληθινές του διαστάσεις, αν έσκυψαν με προσοχή να το δούν και να το μελετήσουν.
Η ευκαιρία είναι μοναδική για να κάνουν όλοι την αυτοκριτική τους και να δουν αντικειμενικά κάποιες αδυναμίες που υπάρχουν.
Κατ´αρχήν η Ιεραρχία αλλά και ως ένα βαθμό ο ιερός κλήρος της Εκκλησίας μας, θα έπρεπε πρώτα απ´όλα να καταλάβουν ότι ήταν μεγάλο λάθος που ξάπλωσαν πάνω στο ντιβάνι με την καλή σχέση Αρχιεπισκόπου -Πρωθυπουργού, την οποία θεώρησαν ως το μέγα όπλο τους και απόδειξη της επιρροής τους στα δρώμενα της πολιτείας.
Τη θεώρησαν ως τη μεγάλη σιγουριά τους.Και πίστεψαν ότι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Αλλά το ιστορικό προηγούμενο που δημιουργήθηκε με το καπέλωμα της Εκκλησίας στο μάθημα των θρησκευτικών θάπρεπε να οδηγήσει τον Αρχιεπίσκοπο σε πιο προσεκτικά βήματα στην επικοινωνία του με τον Πρωθυπουργό.
Γιαυτό το πρώτο καθήκον όλων σήμερα και κυρίως για τον Αρχιεπίσκοπο, είναι να πάψει επιτέλους νάχει αυτή την …καλή σχέση για ντιβάνι του και να χαράξει μαζί με τους Ιεράρχες μια στρατηγική αληθινής και σοβαρής διείσδυσής της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία αλλά και σε όλο το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται μια ολοκληρωμένη επικοινωνιακή πολιτική στην Εκκλησία η οποία στο σχεδιασμό της θα περιλαμβάνει από τον Αρχιεπίσκοπο έως τον τελευταίο ιερέα αυτής της χώρας.
Και η επικοινωνιακή αυτή εξωστρέφεια δεν θα ασχολείται μόνο με το τί θέλει η Εκκλησία και οι πάσης βαθμίδος λειτουργοί της, από την πολιτεία, αλλά για το αν η συντεταγμένη πολιτεία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) αλλά και ο λαός μας βάζουν τον παράγοντα Εκκλησία εμπρός τους, αν λαμβάνουν υπόψη την Εκκλησία, όταν έχουν στο νού την επίλυση των όποιων προβλημάτων του τόπου και του λαού μας και δεν την θεωρούν ως εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Και μολονότι στον τομέα αυτό ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και οι Σεβ. Μητροπολίτες της Εκκλησίας μας τα καταφέρνουν πολύ καλά, εντούτοις δίνουν την εντύπωση ότι μετέτρεψαν την Εκκλησία σε μία απέραντη φιλανθρωπική οργάνωση.Σε ένα σωματείο φιλανθρωπίας.
Εδώ, όμως, ανακύπτει το μέγα ερώτημα: είναι σε θέση η Εκκλησία στο σύνολό της – και όχι φυσικά μόνον ο Αρχιεπίσκοπος και οι Μητροπολίτες- να καταλάβουν ποιά είναι τα προβλήματα του λαού και πώς να τα αντιμετωπίσουν;
Για να το θέσω πιο ωμά: είναι σε θέση η Εκκλησία να προσλάβει την πραγματικότητα που την περιβάλλει;
Είναι ένα ερώτημα που τίθεται με ωμότητα επειδή είδαμε πως με αφορμή την υποτιθέμενη σύναψη συμφωνίας Αρχιεπισκόπου- Πρωθυπουργού- με αυτό τον μυστικό και αδιαφανή τρόπο-μερικοί εκκλησιαστικοί μας άνδρες ερμήνευσαν τις προοπτικές της Εκκλησίας άλλοι με ιδέες που πήραν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας και με κριτήρια που συνήθως συναντάει κανείς μέσα στους βάλτους ξεχασμένων ιδεολογιών και άλλοι με φρασεολογία λαϊκής αγοράς.
Είναι λοιπόν, σε θέση η Εκκλησία μας- ο Αρχιεπίσκοπος, οι Μητροπολίτες και όλος ο ιερός κλήρος- να καταλάβει τί σημαίνει Ευρωπαϊκή Ένωση για τον Έλληνα σήμερα που ζεί μέσα σε αυτή, που συναλλάσσεται και συντρώγει φιλικότητα κάθε μέρα με Καθολικούς, προτεστάντες, με Εβραίους, με μουσουλμάνους και… αθέους;( Όπως αυτοί που μας κυβερνούν).
Είναι σε θέση να καταλάβει τί σημαίνει Ευρώπη για την Εκκλησία αλλά και για όλους τους Έλληνες, άλλοι που έχουν σπουδάσει εκεί, άλλοι που στέλνουν τα παιδιά τους εκεί, που μιλούν με άνεση και δυό και τρεις γλώσσες, που χτίζουν το μέλλον της οικογένειάς τους με τον κάβο τους δεμένο στην πατρίδα αλλά και ατενίζοντας προς την Ευρώπη!
Η Εκκλησία μας όλες αυτές τις μέρες της κρίσης αλλά και με κάθε αφορμή που της δίνεται επαναλαμβάνει ακούραστα – και πολύ σωστά – ότι πρέπει να μην ξεχνάμε τις παραδόσεις μας, να μην ξεχνάμε τη γλώσσα των πατέρων μας, τα ήθη, τις αξίες και τις παραδόσεις μας.
Δεν έχω πρόθεση να τα κρίνω όλα αυτά επί της ουσίας. Θέλω, όμως, να επισημάνω ότι όλα αυτά τα πράγματι υπέροχα αναφέρονται σε χρόνους παρελθόντες, λες και η γλώσσα της Εκκλησίας δεν έχει ή δεν ξέρει να χρησιμοποιεί … μέλλοντα χρόνο!
Μιλάμε πολύ για τις αλησμόνητες πατρίδες- και δικαίως γιατί δεν πρέπει ποτέ να τις ξεχάσουμε! Δεν λέμε όμως λέξη για τις αυριανές πατρίδες και τις προοπτικές που έχει η χώρα μας σε αυτές.
Το θέμα που δημιουργήθηκε με την ανεπιθύμητη «ιστορική συμφωνία» Αρχιεπισκόπου-Πρωθυπουργού θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πρώτης τάξεως ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό της στάσης και της συμπεριφοράς στην έκφραση που ακολουθεί και στην θέση που έχει η Εκκλησία μας σε έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται.
Να δεί ο Μακαριώτατος και να καταλάβει πού μπορεί να οδηγήσει ο εναγκαλισμός του με την όποια εξουσία.
Να δούν και να αντιληφθούν οι ποιμένες μας στο βαθμό της Αρχιερωσύνης, πόσο κακό και επιβλαβές είναι για την Εκκλησία να επικρατεί αυτή η αναντιστοιχία απόψεων με τον υπόλοιπο ιερό κλήρο και να φροντίσουν να μην συμβεί ποτέ πια μια τέτοια αρνητική ατμόσφαιρα.
Να δουν και να καταλάβουν ότι η Εκκλησία έχει ανάγκη αξίων και όχι εξαρτημένων Ιεραρχών.
Και ακόμη να δει ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν έχει ανάγκη να ομιλεί πρώτος ή …τελευταίος, αλλά είναι ανάγκη να επικοινωνεί αδιάκοπα και να ενημερώνει την Ιεραρχία γιατί αυτό απαιτεί το πολίτευμα της Εκκλησίας μας.
Αυτά τα βήματα αν γίνουν, τότε μπορούμε να μιλάμε για μια Εκκλησία που δεν θα φοβάται τίποτα και κανέναν, έτοιμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των καιρών, αδιαφορώντας για τις τρικλοποδιές απ´όπου και αν προέρχονται είτε από τη δεξιά, είτε από την αριστερά του όποιου κυρίου ( με το κ μικρό, αφού ο Κύριος με Κ κεφαλαίο δεν ασχολείται με τέτοιες μικρότητες).