Μοναχός Αρτέμιος Γρηγοριάτης (1886 – 20 Νοεμβρίου 1955)
Γεννήθηκε στις Γιάρδες Μαγνησίας της Μ. Ασίας το 1886. Από μικρός εργάσθηκε σκληρά κοντά σ’ ένα Τούρκο βυρσοδέψη, αργότερα σ’ ένα παντοπωλείο της Σμύρνης και κατόπιν υπάλληλος σε μαγαζιά της Κωνσταντινουπόλεως. Πέρασε διάφορους δύσκολους πειρασμούς. Θέλησαν να τον νυμφεύσουν μα απέφευγε. Πήγε πρώτα σ’ ένα μοναστήρι της Χίου, κατόπιν στα Ιεροσόλυμα, στου Χοζεβά, το Σαραντάριο, τον Πανάγιο Τάφο και τέλος στον ξακουσμένο Ιερό Άθωνα.
Πρώτα στάθμευσε στη Σιμωνόπετρα, μετά στη Μικρά Αγία Άννα και τα Κατουνάκια. Κουραζόταν πολύ και δεν αναπαυόταν ψυχικά. Το μοναχικό σχήμα έλαβε στη σκήτη της Αγίας Άννης. Οι πειρασμοί δεν τον άφηναν και οι δαίμονες τον ενοχλούσαν αφάνταστα. Πήγε πάλι για λίγο στη Σιμωνόπετρα. Με την παρακίνηση του αγίου Νικολάου εισήλθε στη μονή Γρηγορίου το 1917. Ο τότε ηγούμενος Γεώργιος (†1962) τον έκανε δεκτό και τον συμβούλευσε να κάνει υπομονή και υπακοή.
Έκανε υπομονή και υπακοή στα διακονήματά του. Οι πειρασμοί, διάφοροι και πολλοί, συνεχίζονταν, τους υπόμενε όμως πάντοτε με γενναιοφροσύνη. Τον διέκρινε η πραότητα. Δεν αντιμιλούσε, δεν θύμωνε, δεν γκρίνιαζε. Πρώτος στα διακονήματα, πρώτος και στις ακολουθίες. Την ευχή είχε συνέχεια στο στόμα του. Όρθιος πάντα στην ακολουθία, πρόσεχε και ρουφούσε τα θεία νοήματα.
Χαριτώθηκε στον ταπεινό αγώνα και την πρόθυμη άσκηση. Είχε συνεχή μνήμη θανάτου. Λίγο πριν τη θανή του τον επισκέφθηκαν οι τρεις προστάτες άγιοι της μονής: ο άγιος Νικόλαος, ο όσιος Γρηγόριος και η αγία Αναστασία. Τους αναγνώρισε αμέσως, αφού καθημερινά προσκυνούσε την εικόνα τους στο Καθολικό της μονής.
Τον νουθέτησαν και του είπαν τον χρόνο της εκδημίας του. Χαρούμενος το ανακοίνωσε στους αδελφούς του. Λίγο πριν το τέλος του οι πόνοι της ασθενείας του έγιναν ανυπόφοροι. Παραπονέθηκε τότε στον Χριστό. Του παρουσιάσθηκε ο Χριστός, για να του δείξει τα σημάδια των καρφιών της σταυρώσεώς του. Του είπε: «Για την αγάπη τη δική μου, δεν κάνεις υπομονή;». Δάκρυα άφατης χαράς γέμισαν τα μάτια του και δεν ξαναείπε τίποτε.
Μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων και δοκιμασθείς «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» παρέδωσε την ψυχή στον Πλάστη του, λίγο πριν αρχίσει η αγρυπνία των Εισοδίων της Θεοτόκου, στις 20.11.1955. Ο ανώνυμος βιογράφος του σημειώνει: «Ετελειώθη ακριβώς όταν άρχιζε η αγρυπνία των Εισοδίων της Θεοτόκου. Σύμβολο και αυτό της καθαρότητός του. Ως γνήσιο τέκνο της Εφόρου του Άθωνα, ετέλεσε τα δικά του Εισόδια. “Επορεύθη εν οδώ αμώμω”. Έφτασε στις πύλες του αχειροποιήτου ναού. Τις προσπέρασε. Μπήκε άφοβα στο ουράνιο τέμενος. Εισήλθε πλέον εις τα Άγια των Αγίων».
Πήγες – Βιβλιογραφία
Ανωνύμου Γρηγοριάτου μοναχού, Πατήρ Αρτέμιος ο Μικρασιάτης, Ο Όσιος Γρηγόριος 8/1983, σσ. 79-88.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 533-534, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.