π. Ιωάννης Ρωμανίδης
Οι πιστοί, με τα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος και με τον αγώνα τους να εφαρμόσουν τις εντολές του Θεού, είχαν κάποιο πνευματικό χάρισμα, τουλάχιστον την νοερά καρδιακή προσευχή, ανήκαν στο «βασίλειον ιεράτευμα». Ο Απόστολος Παύλος στην απαρίθμηση των χαρισμάτων, που είδαμε στο χωρίο που παρατέθηκε πιο πάνω, ως τελευταίο θέτει το χάρισμα των γλωσσών, «γένη γλωσσών» που είναι η νοερά προσευχή.
Και από άλλες επιστολές των Αποστόλων φαίνεται ότι όλα τα μέλη της Εκκλησίαςείχαν νοερά προσευχή, η οποία είναι ένδειξη ότι ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και ότι αγαπά τον Θεό.
Έτσι, όλοι οι πιστοί, και οι γυναίκες, είχαν την πνευματική Ιερωσύνη, το «βασίλειον ιεράτευμα», ήταν φωτισμένοι, εκτός και αν κανείς περιέπιπτε στην αμαρτία, οπότε έχανε την προσευχή και συγκαταριθμείτο μεταξύ των Κατηχουμένων, ως μετανοών.
Πάντως, οι πιστοί δεν ήταν αυτοί που δεν είχαν κάποιο χάρισμα, αλλά όσοι είχαν τουλάχιστον νοερά προσευχή.
Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σε ανθρώπους που προσεύχονταν νοερά «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι και τω νοΐ» αλλά και σε ιδιώτες, που δεν έχουν αυτήν την νοερά προσευχή. «Επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον τον ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία;» (Α΄ Κορινθίους ιδ’, 15-16).
Και πιο κάτω γράφει: «εάν ουν συνέλθη η Εκκλησία όλη επί το αυτό και πάντες γλώσσαις λαλώσιν, εισέλθωσι δε ιδιώται η άπιστοι, ουκ ερούσιν ότι μαίνεσθε;» (Α΄ Κορινθίους ιδ’, 23).
Είναι προφανές ότι στην πρώτη Εκκλησία, κατά την περιγραφή του Αποστόλου Παύλου, υπήρχαν οι χαρισματούχοι, με μια ιεράρχηση χαρισμάτων, και οι ιδιώτες-λαϊκοί.
Εκτός δε της Εκκλησίας ήταν οι άπιστοι.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, όμως, βλέπουμε μια περίεργη εξέλιξη μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, κατά την οποία το βασίλειον ιεράτευμα της Εκκλησίας δεν παρέμεινε ποιοτικά εκείνο που ήταν αρχικά.
Αρχικά, δηλαδή στην εποχή των πρώτων Χριστιανών, έχουμε τους λαϊκούς και τους Κληρικούς.
Ο Απόστολος Παύλος τους λαϊκούς ονομάζει ιδιώτες και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι που ερμηνεύουν τους “ιδιώτες” του Αποστόλου Παύλου ως λαϊκούς.
Λαϊκός είναι εκείνος ο οποίος έχει βαπτισθεί, άλλα δεν έχει ακόμη κληθεί άνωθεν, ώστε να γίνει βασίλειον ιεράτευμα, δηλαδή Κληρικός.
Ως Κληρικός εθεωρείτο ο θεόκλητος, εκείνος δηλαδή που έχει δεχθεί μέσα στην καρδιά του την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, και που το Πνεύμα είχε αρχίσει να προσεύχεται μέσα του. Εκείνος δηλαδή που είχε γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει ότι στην αρχαία Αποστολική Εκκλησία όλοι οι πιστοί ήταν χαρισματούχοι, ανήκαν στο «βασίλειον ιεράτευμα», είχαν την πνευματική Ιερωσύνη, διότι είχαν όλοι, τουλάχιστον, την νοερά προσευχή, που είναι μια πνευματική ιερουργία.
Από αυτούς τους πιστούς εξέλεγαν μερικούς για να τους καταστήσουν Διακόνους, Πρεσβυτέρους και Επισκόπουςκαι να έχουν το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης, με το οποίο θα τελούν τα Μυστήρια και θα κατευθύνουν πνευματικά τα μέλη της Εκκλησίας.
Προκειμένου οι Απόστολοι να εκλέξουν τους πρώτους Διακόνους και να τους χειροτονήσουν, είπαν στους πιστούς: «επισκέψασθε ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, ους καταστήσομεν επί της χρείας τούτης» (Πράξεις στ’, 3).
Ο δε Πρωτομάρτυς Στέφανος ήταν «άνδρας πλήρης πίστεως και Πνεύματος Αγίου» (Πράξεις στ’, 5).
Για να εκλεγούν κάποιοι να γίνουν Διάκονοι, έπρεπε να έχουν Άγιον Πνεύμα. Το να έχουν το Άγιον Πνεύμα σημαίνει ότι είχαν νοερά προσευχή, που είναι σαφεστάτη απόδειξη παρουσίας και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος και αυτό ήταν γνωστό στα μέλη της Εκκλησίας και τους αναγνώριζαν, προφανώς, και από το χάρισμα που και αυτοί οι ίδιοι είχαν.
Οι Κληρικοί στην αρχαία Εκκλησία, όπως συγκροτήθηκαν σε βαθμούς της Ιερωσύνης -Διάκονοι, Πρεσβύτεροι και Επίσκοποι- είχαν πνευματικό χάρισμα και, έτσι, τελούσαν τα Μυστήρια, αλλά συγχρόνως καθοδηγούσαν τους πιστούς για να μεθέξουν της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ώστε με αυτές τις προϋποθέσεις να μετέχουν αξίως των Μυστηρίων.
Αυτό συνιστά την θεραπεία των Χριστιανών. Οι βαθμοί της Ιερωσύνης αντιστοιχούσαν με τους βαθμούς της πνευματικής ζωής.
Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μας το λέει καθαρά, ότι ο Διάκονος αντιστοιχεί με το στάδιο της καθάρσεως, ο Πρεσβύτερος με το στάδιο του φωτισμού και ο Επίσκοπος με το στάδιο της Θεώσεως.
Αυτό φαίνεται και από την πράξη της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία για να γίνει κανείς Κληρικός δεν έπρεπε να είναι νεοφώτιστος.
Αυτό το συναντάμε και στην εντολή που δίνει ο Απόστολος Παύλος στον Επίσκοπο Τιμόθεο: «δει τον τον επίσκοπον… μη νεόφυτον, ίνα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέση του διαβόλου» (Α΄ Τιμ. γ’, 2 και 6).
Και χειροτονούμε τον άνθρωπο, όταν φθάσει στην φώτιση. Τότε τον χειροτονούμε. Η χειροτονία δεν τον κάνει φωτισμένο. Επειδή είναι φωτισμένος, τον χειροτονούμε.
Έχουμε Πανεπιστήμιο, έχουμε Λύκειο και έχουμε το Δημοτικό Σχολείο.
Για να γίνει κανείς Επίσκοπος ή Κληρικός στην αρχαία Εκκλησία έπρεπε να είναι όχι μόνο νεοφώτιστος, γι’ αυτό και υπάρχει κανόνας που απαγορεύει σε νεοφώτιστο να χειροτονηθεί.
Γιατί άπαγορεύει σε νεοφώτιστο να χειροτονηθεί;
Διότι ο νεοφώτιστος δεν είχε φθάσει ακόμα στην αέναη μνήμη του Θεού, είχε μόλις περάσει το στάδιο της καθάρσεως και ως νεοφώτιστος εμάνθανε τα του σταδίου του φωτισμού και μετά, μαζί με την αέναη μνήμη Θεού, εθεωρείτο ότι μπήκε στο στάδιο της θεωρίας.
Αυτό το στάδιο της θεωρίας, που είναι το πρώτο βήμα, είναι το ανώτερο βήμα του φωτισμού και το πρώτο βήμα προς την θέωση.
Από αυτήν την κατάσταση εκλέγονταν οι Επίσκοποι και γι’ αυτό δεν γίνονταν οι νεοφώτιστοι Επίσκοποι, αλλά οι φωτισμένοι.
Αυτός ο φωτισμένος δεν σημαίνει απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών ή τών Ακαδημιών της Ρωσίας, αλλά σημαίνει έναν άνθρωπο ο οποίος είχε φώτιση, αέναη μνήμη Θεού, νοερά προσευχή κλπ., είχε κατ’ ουσίαν καθαρισθεί.
Με την πάροδο, όμως, του χρόνου εκκοσμικεύεται η Εκκλησία.
Κατ’ αρχάς, Κληρικοί χειροτονούνται όσοι από τους πιστούς είχαν προσευχή, αργότερα όμως χειροτονούνται άνθρωποι που είχαν μια καλή εξωτερική διαγωγή…
αλλά επειδή δεν είχαν κάποιο χάρισμα, δεν ήξεραν να θεραπεύουν τους ανθρώπους, συνέχιζαν όμως να τελούν τα Μυστήρια.
Ο Κλήρος είναι μια ομάδα από ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται τουλάχιστον στην κατάσταση του φωτισμού, κατά την διδασκαλία των Πατέρων.
Εάν δεν βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού, τότε οι αδυναμίες του Κλήρου πρέπει να αναπληρωθούν.
Δια μέσου των αιώνων, όταν έπεσε ο Κλήρος γενικά από την κατάσταση του φωτισμού, έγινε μια γενική πτώση, όχι μόνον του ιερατικού Κλήρου, δηλαδή των Ιερέων, των παπάδων δηλαδή και των διακόνων κλπ.
Η πτώση ήτανε τόσο γενική, που συμπεριλαμβάνονται και οι Επίσκοποι στην πτώση αυτή. Και οι Επίσκοποι έπεσαν από την κατάσταση αυτή του φωτισμού, και δεν είχαν ούτε καν περάσει από την κατάσταση της καθάρσεως.
Αυτά αν κανείς τα έχει υπ’ όψη του και αρχίζει και μελετάη τους Κληρικούς της αρχαίας Εκκλησίας, μεταξύ των Χριστιανών, όσοι περνούσαν και έφθαναν στον φωτισμό, στην θεωρία, ήσαν από μόνοι τους διδάσκαλοι, επειδή έφθαναν σε μια πνευματική κατάσταση.
Γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε το παράδοξο φαινόμενο ότι ενορίες της αρχαίας Εκκλησίας είχαν πολλούς Ιερείς.
Η Αγία Σοφία στην εποχή του Ηρακλείου είχε ογδόντα Πρεσβυτέρους και εκατόν πενήντα Διακόνους και αυτοί οι αριθμοί είναι μετά την ελάττωση.
Υπήρχαν πολύ περισσότεροι και ο αριθμός ελαττώθηκε. Ξέρουμε μόνο τον αριθμό μετά την ελάττωση, όχι πρώτα.
Η χειροτονία ήταν μία πράξη της Εκκλησίας με την οποία η Εκκλησία πιστοποιούσε ότι αυτός κάνει για Πρεσβύτερος, επειδή είχε φθάσει κάπου και γι’ αυτό κάνει και για Πνευματικός Πατέρας. Αν όμως δεν έφθανε, δεν κάνει για Πνευματικός Πατέρας, οπότε δεν μπορεί να φθάσει σε χειροτονία Πρεσβυτέρου, χειροτονία Επισκόπου.
Αυτό σημαίνει ότι, στην αρχαία Εκκλησία, η ενορία απετελείτο από φωτισμένους, όχι γιατί απέκτησαν λογικές γνώσεις, διότι ο πιο φωτισμένος από αυτής της απόψεως είναι ο διάβολος, είναι ο καλύτερος θεολόγος από αυτούς που δεν είναι στον Παράδεισο.
Αυτοί που φθάνουν στην θέωση, στην Καινή Διαθήκη λέγονται Απόστολοι και Προφήτες.
Από αυτούς εξελέγοντο οι Επίσκοποι, από τους θεουμένους, δηλαδή, από τους Προφήτες ήταν οι Επίσκοποι και οι Πρεσβύτεροι.
Μετά υπήρχαν και δάσκαλοι και όλοι οι άλλοι, δηλαδή, στην Εκκλησία. Επικεφαλείς της κάθε ενορίας είναι οι Προφήτες.
Αυτοί είναι οι γιατροί του νοσοκομείου, δηλαδή. Μεταξύ των γιατρών του νοσοκομείου υπάρχει και ένας διευθυντής γιατρός. Μετά από τους γιατρούς είναι οι νοσοκόμες και όλοι οι άλλοι, δηλαδή, που αποτελούν ένα νοσοκομείο.
Εκείνο που έγινε στην Εκκλησία είναι το εξής: ότι, ψήφο για να βγάλουν δεσποτάδες, ας πούμε, είχαν οι Προφήτες, διότι αυτοί διοικούσαν την Εκκλησία και δεν ήταν Προφήτες επειδή εξελέγονται Προφήτες από τον λαό, ήταν θεόκλητοι, γι’ αυτό έχουμε τους θεοκλήτους.
Οπότε, οι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι πρέπει κανείς, για να γίνει Κληρικός, να είναι θεόκλητος. Τώρα, θεόκλητος σημαίνει ότι το ίδιο το Πνεύμα το Άγιον ήλθε και κατώκησε μέσα στον άνθρωπο και προσεύχεται.
Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέει: “ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον Αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους” (Α’ Κορινθίους ιβ’, 28) κλπ.
Αυτοί τώρα αποτελούν το ιατρείον, τους γιατρούς δηλαδή, οι οποίοι μεταξύ τους εκλέγουν και έναν διευθυντή του νοσοκομείου που λέγεται Επίσκοπος, δηλαδή, και αυτοί διοικούν την Εκκλησία.
Η Εκκλησία εθεωρείτο ως πνευματικό νοσοκομείο και οι Κληρικοί ως πνευματικοί ιατροί που θεράπευαν τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων.
Ο Κλήρος δηλαδή της Εκκλησίας είναι το ιατρείο, δηλαδή οι γιατροί του νοσοκομείου. Και μετά από αυτούς είναι εκείνοι που είναι στον φωτισμό, και αυτοί που είναι στον φωτισμό είναι οι νοσοκόμοι του νοσοκομείου και μετά από τους νοσοκόμους έχουμε αυτούς που είναι προς κάθαρση, που είναι οι άρρωστοι του νοσοκομείου.
Βέβαια, δεν είναι ακριβής η παρομοίωση, είναι περίπου.
Με την πάροδο του χρόνου, σιγά-σιγά εξαφανίζονται από κάποιο νοσοκομείο ο θεούμενος, ο γιατρός και οι γιατροί, αλλά μπαίνουν οι φωτισμένοι στην θέση τους, δηλαδή, και σιγά-σιγά εξαφανίζονται και αυτοί και μπαίνουν στην θέση τους οι άρρωστοι.
Τώρα, το νοσοκομείο το διευθύνουν οι άρρωστοι.
Γι’ αυτό και ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέειότι σήμερα γίνονται Επίσκοποι εκείνοι οι οποίοι στην εποχή του Αποστόλου Παύλου λέγανε το “αμήν”, ως ιδιώτες, οι λαϊκοί δηλαδή.
Διότι εκείνος που λέει το “αμήν” στο 14° και 13° κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής, εκεί που λέμε το “αμήν” στην Εκκλησία, οι ιδιώτες αυτοί κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, αυτοί οι ιδιώτες είναι οι λαϊκοί.
Και τώρα εκείνοι που λέγανε απλώς το “αμήν”, τώρα αυτοί, λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι Επίσκοποι της Εκκλησίας, δηλαδή ούτε θέωση έχουν ούτε φωτισμό.
Έχουν γίνει Επίσκοποι της Εκκλησίας. (…)
Ερώτηση φοιτητού: Και ούτε ξέρουν γι’ αυτά;
Απάντηση: Ούτε ξέρουν. Και αν τα πεις, μπορεί να σου πουν είσαι αιρετικός κιόλας.
Ευτυχώς που η Εκκλησία τον αναγνώρισε ως Άγιο της Εκκλησίας, και άμα πούμε κάτι που λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δεν κινδυνεύουμε να καταδικασθούμε ως αιρετικοί.(!)
Λαϊκοί και Κληρικοί στην αρχαία Εκκλησία.
Πώς ασθενείς πήραν τη θέση τών γιατρών.
π. Ιωάννης Ρωμανίδης Πηγή:”Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσειςτού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου.
_________________________________________________________
Σχόλια ”Στήν εποχή μας, μας χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά η διδασκαλία τριών Πατέρων. Του αγίουΓρηγορίου του Παλαμά, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, και του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου…” ~ Όσιος γέρ. Σωφρόνιος του Έσσεξ
”Άνθρωπε να εκλάβεις τον παππά αυτόν, τον ανίκανο, τον ανακόλουθο, σαν έναν λεπρό, που όμως μοιράζει χρυσές λίρες. Εσύ πάρε τις χρυσές λίρες, και άφησε τη λέπρα σε αυτόν…” ~ Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, (για τους ανάξιους κληρικούς.)
”Όταν θέλεις να κοινωνήσεις, βρες μια εκκλησία που να τελεί την Θεία Ευχαριστία και είσελθε να κοινωνήσεις. Όταν όμως θες να μιλήσεις για την καρδιά σου, πρόσεχε, που και σε ποιόν θα πας… Να ιδρώσεις πριν επιλέξεις το πρόσωπο, που θα δει και θα ακούσει, τις πιο εσώτερες παρθενικές φωνές σου.” ~ Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος