Του Αρχιμανδρίτη, Ιακώβου Κανάκη
«Γιατί ενανθρώπισε ο Υιός και όχι ο Πατέρας ούτε το Πνεύμα και τι κατόρθωσε με την ενανθρώπιση». Επειδή είναι καιρός να εντρυφήσουμε στα δόγματα της Εκκλησίας μας, να τα μάθουμε και να τα ζήσουμε.
Eχουμε χρέος όλοι μας, κληρικοί και θεολόγοι να παρουσιάσουμε τα δόγματα της Πίστης μας, όχι σαν κάποια «μουσειακά», παρωχημένα κείμενα που δεν αφορούν στο σύγχρονο άνθρωπο, αλλά ως βιωμένες αλήθειες που και τη ζωή των ανθρώπων μπορούν να νοηματοδοτήσουν και την κοινωνία να αφυπνίσουν και αναστήσουν.
Όταν ακούγαμε, στις πανεπιστημιακές παραδόσεις, τους καθηγητές μας να μας μιλούν για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων χριστιανικών αιώνων και συγκεκριμμένα, εκείνη της εποχής που συνεκλήθη η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος (325μ.Χ.), πραγματικά ενθουσιαζόμασταν. Μας έλεγαν, και είναι καταγεγραμμένα και στα συγγράμματά τους, ότι οι χριστιανοί ακόμα και στις καθημερινές τους συναναστροφές, διαλέγονταν γύρω από τα δόγματα της Πίστης. Πήγαιναν να ψωνίσουν στην αγορά και συζητούσαν, για παράδειγμα, για το ομοούσιο ή το ομοιούσιο των προσώπων του Πατρός και του Υιού και τις διαφορές αυτών των όρων. Όλη η κοινωνία έστρεφε το ενδιαφέρον της γύρω από τα σοβαρά αυτά θεολογικά θέματα. Δεν ήταν η θεολογία μια επιστημονική ενασχόληση των λίγων και ειδικών.
Ομολογουμένως, αυτό το ενδιαφέρον δεν υπάρχει, σήμερα, εκτός μεμονομένων φωτεινών εξαιρέσεων. Έτσι, είναι ευθύνη μας να το καλλιεργήσουμε και να το επαναφέρουμε στα σημαντικά θέματα της ζωής των ανθρώπων παρά το πλήθος των ασχολιών τους που πραγματικά τους απομυζούν κάθε ενδιαφέρον για την ψυχική τους κατάσταση. Επειδή, όμως, ο Θεός βρίσκεται στο DNA όλων των ανθρώπων, πρέπει να το προσπαθήσουμε. Στα πλαίσια μιάς τέτοιας διάθεσης εντάσσεται και το παρόν κείμενο. Ως τίτλος βρίσκεται αυτούσιο στο περισπούδαστο έργο: «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως» του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του μεγάλου αυτού Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας.
Γιά να κατανοήσουμε γιατί εκ των τριών Προσώπων της αγίας Τριάδος ενανθρώπισε το δεύτερο, που αποτελεί ένα εύλογο ερώτημα, πρέπει να ερευνήσουμε το ακόλουθο κείμενο: « Καί είπεν ο Θεός• ποιήσωμεν άνθρωπον κατ᾽εικόνα ημετέραν και καθ᾽ομοίωσιν…» [1]. Η απορία που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλικού αυτού κειμένου, είναι: «Πως δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο κατά εικόνα Του, αφού ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με σώμα, ενώ ο Θεός δεν έχει σώμα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι σχετική στο γιατί ενανθρώπισε ο Υιός. Ο Θεός, λοιπόν, έπλασε τον άνθρωπο κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωση με τον Υιό Του που επρόκειτο να σαρκωθεί. Ο Χριστός θα γινόταν άνθρωπος, είτε οι άνθρωποι αμάρταναν, είτε όχι με τη διαφορά, ότι αν δεν αμάρταναν, δε θα σταυρωνόταν. Ο Χριστός ήθελε να ενανθρωπίσει, για να ενωθεί με το πλάσμα Του, ήθελε να κοινωνήσει με τον άνθρωπο [2].
Καί όχι μόνο κατέστησε τον άνθρωπο κοινωνό με τον εαυτό του, αλλά τον «ανέβασε πολύ ψηλά», τοποθετώντας την ανθρώπινη φύση εκ δεξιών του θρόνου του Θεού Πατέρα. Με την ενανθρώπισή Του, «ελευθέρωσε» το ανθρώπινο γένος από τη φθορά και έγινε ψηλαφητός [3].
[irp posts=”372734″ name=”Αναπάντητες προσευχές και ικεσίες”]
Είναι γεγονός ότι η πτώση των πρωτοπλάστων υπήρξε τραγικό γεγονός για όλους τους ανθρώπους, αφού αμαυρώθηκε το κατ᾽ εικόνα. Δηλαδή, εκεί που μπορούσαμε να βλέπουμε τον Θεό, πρόσωπο προς πρόσωπο, μέσα από ένα καθαρό κρυστάλλινο γυαλί, μετά τη παρακοή, το γυαλί αυτό θόλωσε και «χάσαμε τα νερά μας», δηλαδή τη φυσική μας ζωή. Εισήλθε η φθορά και ο θάνατος, μέσα στο βίο μας που πλέον ο άνθρωπος έγινε πολύπαθος.
Όμως, σε αυτήν την αξιολύπητη κατάσταση, έρχεται και πάλι ο Χριστός, για να μας αναγεννήσει. Λαμβάνει σάρκα από τη σάρκα μας, την οποία θεώνει, αφθαρτοποιεί. Έτσι, και εμείς και οι πρόγονοι και επίγονοί μας μπορούν να μην πεθάνουν, έστω και αν πεθάνουν [4].
Τούς καρπούς της Ενανθρωπίσεως, της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως του Χριστού αναφέρει με μοναδικό τρόπο ο ιερός Δαμασκηνός: «Καταργήθηκε λοιπόν η θρησκεία των δαιμόνων, η κτίση αγιάστηκε με το θείο αίμα, βωμοί και ναοί ειδώλων γκρεμίστηκαν, θεογνωσία φυτεύθηκε, Τριάδα η ομοούσια, η άκτιση θεότητα λατρεύεται, ένας Θεός αληθινός, δημιουργός των όλων και Κύριος• αρετές πολιτεύονται, ελπίδα αναστάσεως δωρίστηκε με την ανάσταση του Χριστού, οι δαίμονες τρομάζουν μπροστά στους άλλοτε υποχείριους ανθρώπους, και το θαυμαστό βέβαια είναι ότι όλα κατορθώθηκαν με τον σταυρό και τα πάθη και τον θάνατο• σε όλη τη γη έχει κηρυχτεί το Ευαγγέλιο της θεογνωσίας κατατροπώνοντας τους αντιπάλους όχι με πόλεμο και με όπλα και στρατόπεδα, αλλά λίγοι φτωχοί, άσημοι, διωκόμενοι, που κακοποιούνταν και θανατώνονταν, κηρύσσοντας τον Χριστό, που σταυρώθηκε και θανατώθηκε κατά τη σάρκα, νίκησαν τους σοφούς και δυνατούς• γιατί τους ακολουθούσε η παντοδύναμη δύναμη του Εσταυρωμένου.
Ο θάνατος ο παλαιότερα πιο φοβερός εχθρός νικήθηκε και τώρα ήδη ο άλλοτε μιαρός και μισητός Διάβολος καταδικάζεται από την ζωή. Αυτά είναι τα κατορθώματα της παρουσίας του Χριστού, αυτά τα γνωρίσματα της δυνάμεώς τους» [5].
Τέλος, αφού ο άγιος αναφέρθηκε και εξήρε τη μεγάλη προσφορά της ενανθρωπίσεως του Χριστού, κατακλείει τον λόγο του, επισημαίνοντας: « Γιά όλα αυτά τι μπορούμε εμείς οι αδύνατοι να σού ανταποδώσουμε; Όλα είναι δικά σου και από εμάς δεν ζητείς τίποτε άλλο παρά την σωτηρία, δίνοντάς την συ ο Ίδιος…».
[1] Γεν.1, 26.
[2] Σοφ. Σολ. 2,23.
[3] Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σσ.332-333.
[4] Ἰω.8,51. Ρωμ. 6,3-4.
[5] Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Θεσσαλονίκη 1983, σσ.334-335.