Τού Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου
Την δευτέρα Κυριακή των Νηστειών η Αγία μας Εκκλησία τιμά την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος ανεδείχθη υιός του ανεσπέρου φωτός, διαπρύσιος κήρυξ της ευσεβείας, υπερασπιστής των της Εκκλησίας δογμάτων και υπέρμαχος των ιερώς Ησυχαζόντων.
Αυτός ο ιερός πατήρ και μέγας φωστήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας, εγεννήθη στην Κωνσταντινούπολη περί το έτος 1296, από εναρέτους και ευγενείς γονείς, τον Κωνσταντίνο και την Καλλονή. Εκ νεότητός του εσπούδασε στην ευσέβεια και επέλεξε αντί της κοσμικής και προσκαίρου γνώσεως και σοφίας, την κατά Θεόν «μυστικήν θεωρίαν». Συναναστρεφόμενος με ασκητάς και θεουμένους ανθρώπους, κατέστη αγωνιστής τόσο στην πράξη, όσο και στην θεωρία. Ο θεοειδής αυτός Ιεράρχης και του φωτός του θείου εκφάντωρ, ανεδείχθη Ποιμήν της Θεσσαλονίκης, συγγραφεύς μέγας και αγωνιστής εναντίον της πλάνης του δολίου Βαρλαάμ του Καλαβρού, τουτέστιν αυτού τούτου του πνεύματος της Δύσεως, το οποίο ήτο και είναι πνεύμα πλάνης και εκκοσμικεύσεως.
Επειδή κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εξαιρέτως τιμάται η Θεοτόκος, στην οποία κάθε Παρασκευή ψάλλομε τους Χαιρετισμούς, και επειδή ο ιερός Γρηγόριος με θέρμη ψυχής εζήτησε από τον Θεό τον θείο φωτισμό, διά πρεσβειών κυρίως της Θεοτόκου, θα αναφερθούμε σε αυτό το θέμα και στο πως ο άνθρωπος γίνεται θεατής του Ακτίστου Φωτός του Θεού.
Από μικρός ο Άγιος συνήθιζε προτού μελετήση κάποιο κείμενο, να κάμη τρεις μετάνοιες και θερμή προσευχή έμπροσθεν της Ιεράς Εικόνος της Θεοτόκου, ώστε να φωτίζεται ο νούς του, προκειμένου να κατανοή και να αποστηθίζη τα ιερά κείμενα.
Εκείνο όμως το περιστατικό, το οποίο εξόχως δεικνύει την θαυμαστή χάρη του Θεού προς τον ιερό Γρηγόριο, διά πρεσβειών της Κυρίας Θεοτόκου, είναι το παρακάτω.
Αγωνιζόμενος στο Άγιον Όρος, κατά το δεύτερο έτος των μοναχικών αγώνων του, με αγρυπνίες, νηστείες και προσευχές, με συγκέντρωση και φυλακή του νοός, προέβαλε την Θεοτόκο ως οδηγό και μεσίτρια, και ζητούσε μετά δακρύων την βοήθειά της, κραυγάζων «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος…».
Ενώ, λοιπόν, κάποια ημέρα είχε προσηλωμένο τον νού και την καρδιά του στον Θεό, αίφνης παρουσιάσθη ενώπιόν του ανήρ σεμνοπρεπής και σεβάσμιος, με πρόσωπο ιλαρό και γαλήνιο βλέμμα. Ήτο ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο ηγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο οποίος του είπε:
«Ήλθον, τέκνον, απεσταλμένος από την αγιωτέραν των απάντων και Βασίλισσαν των Ουρανών, διά να σε ερωτήσω, διά ποίαν αιτίαν ανά πάσαν στιγμήν κραυγάζεις “Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος!”»
Βλέπων το θαύμα ο Γρηγόριος, απεκρίθη στον άγιο επισκέπτη:
«Καί τι άλλο πρέπει να ζητώ από τον Θεό εγώ, όστις είμαι εμπαθής και πλήρης αμαρτιών, παρά να ελεηθώ και να φωτισθώ διά να γνωρίζω το θέλημά του και να το εκτελώ;».
Ο ιερός Ευαγγελιστής απεκρίθη: «Η Δέσποινα των απάντων ορίζει να είναι βοηθός σου, και επίσης εγώ ο δούλος της να σε βοηθώ».
Ερωτά ο θείος Γρηγόριος: «Καί που πρόκειται να με βοηθή η Μήτηρ του Κυρίου μου; Εις την παρούσαν ζωήν, ή εις την μέλλουσαν;».
Απεκρίθη ο Θεολόγος: «Καί εις την παρούσαν ζωήν και εις την μέλλουσαν».
Ταύτα είπεν ο θείος Ιωάννης, και αφού επλήρωσε χαράς και ευφροσύνης την καρδία του Γρηγορίου, άφαντος εγένετο απ’ αυτού.
Καθώς και εμείς αγωνιζόμεθα τον ιερό πνευματικό μας αγώνα και αντιλαμβανώμεθα, ότι τα σκοτάδια ενώπιόν μας, γύρω μας, αλλά και εντός μας είναι τόσο πυκνά, υψώνoμε φωνή ικεσίας προς τον Πανοικτίρμονα Θεό: «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος…». Στην τόσο δύσκολη και ουχί άνευ πνευματικών κινδύνων πορεία και αναζήτηση, στεκόμαστε για ενίσχυση και πνευματική αναψυχή, ενώπιον της παναγίας μορφής της Υπεραγίας Θεοτόκου, της οποίας το φωτοφόρο πρόσωπο καταυγάζει την κτίση ολόκληρη, και το φεγγοβόλο βλέμμα της γαληνεύει και θεραπεύει την τρωθείσα από τα βέλη του πονηρού καρδία μας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι γνωστός ως υπερασπιστής των ιερώς Ησυχαζόντων, από τους οποίους εβιώθη η εμπειρία του Ακτίστου Φωτός. Αυτός ο πατήρ της Εκκλησίας διετύπωσε την Θεολογία περί του Ακτίστου Φωτός, καταυγασθείς τον νούν ταίς θείαις αστραπαίς.
Αυτό το φως εβίωνε ο Αδάμ προ της παρακοής, αφού μετείχε της Θείας ελλάμψεως. Αυτή την λαμπρότητα φορούσε «ως στολήν δόξης» και «ουδ’ ασχήμων υπήρχεν, ότι γυμνός», αλλ’ ήτο ωραιότερος και φωτεινότερος και λαμπρότερος όλων εκείνων, οι οποίοι φέρουν ενδύματα κεκοσμημένα με χρυσάφι και λίθους πολυτίμους, κατά τον ιερό Γρηγόριο τον Παλαμά.
Η παράβαση όμως και η παρακοή εγύμνωσε τον άνθρωπο και ως εκ τούτου έχασε την φωτεινή και λαμπρά αμφίεσή του. Οι Πρωτόπλαστοι, πλέον, αισθάνονται την γύμνωση και γεύονται και βιώνουν το σκοτάδι της ψυχής.
Αυτή την γυμνή ανθρώπινη φύση την οικονόμησε, την ελέησε και την εφώτισε ο Κύριος, αφού την προσέλαβε και την ένωσε με την Θεία Του φύση, ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αναλοιώτως.
Επάνω στο Θαβώριον Όρος, κατά την φοβερά ώρα της Μεταμορφώσεώς Του, εφάνη το ένδυμα του Θείου φωτός με το οποίο περιεβλήθη η ανθρωπίνη φύσις και εθεώθη.
Αυτό το φως, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων δεν είναι η ουσία του Θεού, ούτε κτιστόν φως, ούτε φάντασμα φωτός, αλλά το Άκτιστον Φως του Θεού, άκτιστος και Θεοποιός ενέργεια, καθ’όσον γνωρίζομεν ότι «θεότης καθ’ εαυτήν αόρατος» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Επιστολή Α’ προς Κληδόνιον, 28). Όμως αυτό το φως, ήτο πάντοτε αχώριστο της ουσίας του Θεού, κατά τους Αγίους Πατέρας. «Ου γαρ ην καιρός, ότε ουκ ην μετ’ αυτής, συνάναρχον αυτή κατά χρόνον και συναίδιον» (Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Εορτοδρόμιον, Εκδ. Ορθ. Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1987, τόμος Γ’, σελ. 250-251).
Ο Βαρλαάμ επολέμησε αυτή την αλήθεια με μίσος και σατανικό πάθος, απορρίπτων την δυνατότητα της θεωρίας του θείου και Ακτίστου Φωτός, την οποία είχαν, ως βαθειά εσωτερική εμπειρία, οι Ασκητές.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, υπερασπίστηκε με ζέση ψυχής τους Ησυχαστές, και κατετρόπωσε τις ορθολογιστικές και εκτός της Ορθοδόξου Θεολογίας θέσεις του Λατινόφρονος και αιρετικού Βαρλαάμ. Η Αγία μας Εκκλησία με τις Συνόδους της στην Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 1341, 1347, 1351, υιοθέτησε και περιέβαλε με κύρος Συνοδικό τις θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τον ανεκήρυξε διδάσκαλο απλανή της Ορθοδόξου και αμωμήτου πίστεώς μας.
Με την παρουσία του Ακτίστου Φωτός η ψυχή του ανθρώπου ειρηνεύει και καθίσταται μύστης θείων θεωριών και κατοικητήριον της Αγίας Τριάδος (Νικήτας Στηθάτος). Ο άνθρωπος διά της ελλάμψεως του θείου φωτός αξιούται «βαθείας τινός αισθήσεως του ζώντος Θεού εν τη καρδία και τω νοί», δέχεται την αποκάλυψη της Θεότητος του Κυρίου Ιησού Χριστού και την πείρα της Αναστάσεως, ως πρόγευση της μελλούσης μακαριότητος, κοινωνεί με τον Θεό πρόσωπον προς πρόσωπον και αποκτά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ).
Προκειμένου όμως ο άνθρωπος να γίνη θεατής του Ακτίστου Φωτός, πρέπει να καθάρη εαυτόν από τα πάθη, να εργάζεται την νήψη, την μετάνοια, την αυτομεμψία. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει: «Έχειν δε τον νούν πάντοτε προς τον Θεόν, εν τε τω ύπνω και εγρηγόρσει, εστιάσει και ομιλία, εργοχείρω τε και πάση άλλη πράξει, κατά το προφητικόν λόγιον “προωρώμην τον Κύριόν μου ενώπιόν μου διά παντός”. Ηγού δε εαυτόν αμαρτωλότερον παντός ανθρώπου. Χρονιζούσης γαρ ταύτης της μνήμης, πέφυκεν εγγίνεσθαι τη διανοία έλλαμψις δίκην ακτίνος. Καί όσον ταύτην επιζητείς, πολλή προσοχή και απερισπάστω διανοία, κόπω τε πολλώ και δάκρυσι, τηλαυγέστερον φαίνεται. Φαινομένη δε αγαπάται∙ αγαπωμένη δε, καθαίρει∙ καθαίρουσα δε, θεοειδή απεργάζεται, φωτίζουσα και διδάσκουσα διακρίνειν το καλόν από του χείρονος» (Κεφάλαια Πρακτικά και Θεολογικά).
Αλλ’ όμως εκτός από την μελέτη των Θείων Γραφών και τον καλόν αγώνα, χρειάζεται η συμβουλή σοφού και εμπείρου πνευματικού, θεουμένου και πεφωτισμένου, ο οποίος απλανώς θα οδηγή προς τις πνευματικές αναβάσεις και την θεωρία του Ακτίστου Φωτός του Θεού. Το πρόσωπο αυτό, το έμπειρο της θείας θεωρίας, είναι ο ζων μάρτυς, ο οποίος επιβεβαιώνει τα της πίστεως, αφού ηξιώθη προ ημών της θείας επισκέψεως (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ).
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο, γράφει λόγια γλυκύτατα περί του θέματός μας:
«…καθώς το αισθητό φως του ηλίου, διαφάνειαν και λαμπρότητα παρέχον εις τους σωματικούς οφθαλμούς, δίδει δύναμιν εις αυτούς να διακρίνωσι δι’ αυτού όλα τα εν τω αισθητώ κόσμω ορατά κτίσματα, ούτω και το νοητόν φως του υπερουσίου ηλίου, νοεράν έλλαμψιν και διαφάνειαν εις τους ψυχικούς οφθαλμούς χαριζόμενον, δίδει δύναμιν εις αυτούς να διακρίνωσι δι’ αυτού και να θεωρήσωσιν όλας τας άλλας του Θεού τελειότητας, και πάντα τα εν τω νoερώ κόσμω μακάρια θεάματα και μυστήρια του μέλλοντος αιώνος».
Περαίνοντας την παραπάνω αναφορά μας στο εν λόγω θέμα, οφείλομε να σημειώσωμε ότι η «Δύση», την οποία εξέφρασε ο Βαρλαάμ, παραμένει εγκλωβισμένη στις ανορθόδοξες θεωρίες της και στην πλάνη της, μη δεχομένη το άκτιστον της θείας χάριτος, με αποτέλεσμα να μη ομιλούν οι Δυτικοί περί θεώσεως, αλλά περί ηθικής προόδου του ανθρώπου. Η Ορθοδοξία δεν επιθυμεί απλώς, ο άνθρωπος να γίνη «καλός άνθρωπος, να καλλιτευρεύση δηλ. ηθικά, αλλά επιθυμεί τον αγιασμό και την θέωση του ανθρώπου, ο οποίος επιτυγχάνεται με τους ιερούς αγώνες και καμάτους, εν τη Αγία ημών Ορθοδόξω Εκκλησία, ήτις «εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται». (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας).