Επανήλθε στην γνωστη του κόντρα με το ΚΚΕ ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος. Γράφει: “Σήμερα οι Έλληνες γιορτάζουν! Αλλά μόνον οι “γνήσιοι” Έλληνες! Επειδή, βλέπετε, υπάρχουν και οι άλλοι! Αυτοί που δεν αγαπούν την Πατρίδα!
Βλέπετε, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο πάντοτε “υπήρχαν και οι Εφιάλτες”, δηλ. οι αρνησιπάτριδες, οι πουλημένοι, οι εντός των τειχών προδότες! Όλοι αυτοί σήμερα δεν χαίρονται!
Το μόνο που σκέπτονται είναι το πως και με τρόπο θα διαγραφή η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821 από την ιστορική μνήμη των νεωτέρων Ελλήνων. Γράφουν, λοιπόν, και προβάλλουν με θρασύτητα τις βλακείες των, αλλοιώνοντας τα ιστορικά δεδομένα! Είναι΄γνωστή πιά η θεωρία της κας Ρεπούση περί “συνωστισμού στη Σμύρνη” εξ αιτίας του οποίου χάθηκαν τόσοι και τόσοι Έλληνες κατά την Μικρασιατική Καταστροφή!!!! Προχθές ακόμη οπαδοί του ΠΑΜΕ υποστήριζαν ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός είναι απατεώνας!
__________Συμβάλλοντες, λοιπόν, κι εμείς όχι μόνο στην ισχυροποίηση της εθνικής συνειδήσεως, αλλά και στην κατοχύρωση της ιστορικής αλήθειας, σήμερα έχουμε τη ιδιαίτερη χαρά να σας προσφέρουμε το κείμενο μιάς εξαιρετικής ομιλίας του Ελλογιμωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου καί συγχρόνως Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Γεωργίου Μεταλληνού με θέμα “Η «ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ» ΤΗΣ ΒΟΣΤΙΤΣΑΣ”, η οποία πραγματοποιήθηκε εδώ στο Αίγιο από 26 έως 29 Ιανουαρίου 1821 με σκοπό την προετοιμασία των σκλάβων Ελλήνων εναντίον του Τούρκου κατακτητού των.
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ! ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ!
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ Αίγιον, 25 Μαρτίου 2013
ΣΗΜ. Καλό θα ήταν οι τοπικοί μας Άρχοντες σε αγαστή συνεργασία με τους επιστημονικούς Φορείς καί Συλλόγους της πόλεως να ασχοληθούν κάποτε με το πρόβλημα: “πως θα αναδείξουμε αυτή την περίφημη Σύσκεψη”, την οποία οι περισσότεροι σήμερα αγνούν! Κάπου στην Τέμενη επιδεικνύεται και ο χώρος, όπου έλαβε χώραν αυτή η Σύσκεψη.
*****************
Η «ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ» ΤΗΣ ΒΟΣΤΙΤΣΑΣ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ
(Επετειακή ομιλία) Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού Ομοτίμου Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών
Η διερεύνηση των συμβάντων στην Βοστίτσα στο τετραήμερο 26 – 29 Ιανουαρίου 1821, που συστηματικότερα αυτή τη φορά επεχείρησα, με έπεισε ότι πρόκειται για πλήρωση των κανόνων της ελληνικής διαλεκτικής και επαλήθευσή της. Η ελληνική διαλεκτική, ως αντιπαραβολή των αντιθέσεων, με την ανάπτυξη του διαλόγου, από την αρχαιότητα οδηγεί, κατά κανόνα, στην σύνθεση των αντιθέτων (compositio oppositorum) και επίτευξη, μέσω αυτής της αρμονίας ως ύψιστης πραγματικότητας.
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα προσεγγίσουμε το τιμώμενο σήμερα γεγονός.
1. Το φθινόπωρο του 1820 (1) έφθασαν επιστολές της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας προς την Εφορεία των Φιλικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα να διορισθούν τα ακόλουθα Μέλη της: Παλαιών Πατρών Γερμανός, Μονεμβασίας Χρύσανθος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Ασημάκης Ζαΐμης, Σωτήριος Χαραλάμπης, Θεοχαράκης Τρέντης, με ταμίες τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο και Παναγιώτη Αρβάλη. Η κανονική συνέλευση της Εφορείας ορίσθηκε για τον Φεβρουάριο του 1821 στο Μ. Σπήλαιο. Το κλίμα ήταν πρόσφορο μετά την απομάκρυνση του πρώην Μεγάλου Βεζύρη του Μοριά Βαλεσή Χουρσήτ Πασά για την αντιμετώπιση της εξέγερσης του Αλή Πασά. Νέα τροπή όμως των πραγμάτων επρόκειτο να δώσει η άφιξη στο Μοριά του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου–Παπαφλέσσα, τον Δεκέμβριο του 1820 και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στις 6 Ιανουαρίου 1821 στην Καρδαμύλη. Η εμφάνιση στο προσκήνιο του Παπαφλέσσα, γνωστού για τον άστατο χαρακτήρα του, προκάλεσε την επίσπευση της συνέλευσης και την αλλαγή του τόπου. Προτιμήθηκε η Ι. Μονή Ταξιαρχών και κατ᾽ άλλους η οικία του Ανδρέα Λόντου στην Βοστίτσα, για λόγους ασφαλείας, διότι ο Παπαφλέσσας «είχε δημιουργήσει ολόκληρον κύκλον γύρω του, που προκαλούσε θόρυβον»(2). Ο καθησυχασμός των πάντα καχύποπτων Τούρκων επιτεύχθηκε με τη δικαιολογία, ότι επρόκειτο για διευθέτηση κτηματικών διαφορών των Ι. Μονών Ταξιαρχών και Μ. Σπηλαίου. Λόγω της σημασίας της «Μυστικής Σύσκεψης» της Βοστίτσας, ο ιστορικός Γ. Φίνλεϋ την ονομάζει δίκαια «αναβίωσιν της Αχαϊκής Συμπολιτείας» (3). Σκοπός της Σύσκεψης ήταν η διακρίβωση του λόγου της αφίξεωςτού απεσταλμένου της «Σεβαστής Αρχής». Στις πέντε συνεδρίες της Σύσκεψης έλαβαν μέρος, εκτός από τα μέλη της Εφορείας, οι Ιεράρχες: Παλαιών Πατρών Γερμανός, Κερνίκης Προκόπιος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο Πρωτοσύγκελλος Αμβρόσιος Φραντζής, ιστορικός του Αγώνα. Επίσης οι Πρόκριτοι: Ανδρέας Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Πανάγος Δεληγιάννης, Γιάννης Παπαδόπουλος η Μουρτογιάννης, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Ανδρέας Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος, Σωτήρης Ιωάννου κ.α.
Ο Παπαφλέσσας, για την ενίσχυση του κύρους του, επέδειξε συστατική επιστολή του Υψηλάντη, που τον ανέφερε με την βαρύνουσα φράση «Άλλος Εγώ», συνιστώντας να ακολουθήσουν τις οδηγίες του και να είναι έτοιμοι, ώστε μετά την άφιξη του ίδιου (του Υψηλάντη) να αρχίσει η Επανάσταση. Ο Παπαφλέσσας πίστευε ότι με τα διαπιστευτήρια αυτά θα ήρετο κάθε καχυποψία απέναντί του και θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των Προκρίτων. Με την γνωστή ρητορεία του ο φλογερός Αρχιμανδρίτης προσπάθησε να πείσει για την ευκολία του ετοιμαζομένου εγχειρήματος, υποστηρίζοντας ότι μια Ξένη Δύναμις (υπονοώντας τη Ρωσία) θα βοηθούσε, συμπληρώνοντας ότι ο τουρκικός στόλος θα πυρπολείτο στο λιμάνι της Πόλης και θα ακολουθούσε ο εμπρησμός της και η δολοφονία του Σουλτάνου. Είναι δε γεγονός, ότι αυτό διαδιδόταν ευρύτερα. Ο Παπαφλέσσας αποκάλυπτε, έτσι, το «μεγάλο σχέδιο» (4), για την επιτάχυνση των ρυθμών και την ταχεία λήψη αποφάσεως. Στο σημείο αυτό ακριβώς αρχίζει η λειτουργία της ελληνικής διαλεκτικής.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο αγών
2. Στη Βοστίτσα διαλέχθηκαν από τη μια μεριά η σύνεση και περίσκεψη των άμεσα υπευθύνων για την τύχη του Έθνους, Κληρικών και Προκρίτων, και από την άλλη η παράφορη ορμητικότητα και αψίκορη τόλμη, που ενσάρκωνε ο Παπαφλέσσας. Η ιστορική αυτή αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στα πρόσωπα του Παλαιών Πατρών Γερμανού και του Αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Παπαφλέσσα, που εκπροσωπούσαν όλο το Έθνος την κρίσιμη αυτή στιγμή. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (1771–1826) διακρίθηκε ως ικανότατος πολιτικός κατά την διάρκεια του Αγώνα, σε σημείο που κάποιοι να θεωρούν τον ρόλο του αυτόν σημαντικότερο από εκείνον του εκκλησιαστικού. Έχοντας λάβει υψηλή παιδεία, χρησιμοποίησε τα προσόντα και τις γνώσεις του στον Αγώνα του Έθνους, στον οποίο προσέφερε όλη την ύπαρξή του. Η νηφάλια κρίση, έξω από ιδεολογικές και παραταξιακές δεσμεύσεις, επιτρέπει την αντικειμενική αποτίμηση της προσφοράς του και συγκεκριμένα της στάσης του στην Βοστίτσα.
Ο Γερμανός ήταν ήδη διακεκριμένο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας στον Μοριά, γνωρίζοντας καίσυμμεριζόμενος τους σκοπούς της. Ενσάρκωνε, άλλωστε, και αυτός την φιλελεύθερη παράδοση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Στην ορθοδοξοπατερική παράδοση οι αρχές της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης αποτελούν συστατικά της εν Χριστώ κοινωνίας. Οι φιλελεύθερες ρίζες του Ελληνισμού καθαγιάστηκαν και καταξιώθηκαν μέσα στην Ορθοδοξία ως στοιχεία της εν Χριστώ υπάρξεως. Η Ορθοδοξία στα πρόσωπα των Αγίων της, βλέπει την ελευθερία εσωτερικά μεν ως καθαρότητα της καρδίας και εξωτερικά, κοινωνικά δηλαδή και εθνικά, ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως του ανθρώπου ως προσώπου, κοινωνικού δηλαδή όντος.
Έτσι εξηγείται όχι μόνον η εκ μέρους του Κλήρου ευλογία και συμπαράσταση στους αμυντικούς και απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους μας, άλλα και η συμμετοχή του σ᾽ αυτούς. Η στάση αυτή του ορθοδόξου Κλήρου μένει αστασίαστη και αμετακίνητη στην πορεία των αιώνων, ως θυσία του ποιμένα υπέρ των προβάτων του (Ιωάν. 10,12–13). Η ελληνορθόδοξη παράδοση, ήδη μέσα στη Ρωμανία/Βυζάντιο, γνώρισε τους Κληρικούς ως πρωταγωνιστές στους αγώνες για την ελευθερία και αυτό συνεχίσθηκε και κατά την μακρόσυρτη δουλεία. Το ’21, λοιπόν, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Πρέπει μάλιστα να υπογραμμισθεί, ότι το πρόβλημα για τον ελληνορθόδοξο Κλήρο δεν είναι η συμμετοχή η μη συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες, άλλα ο υπερτονισμός –συχνά και από τους Κληρικούς– της ιστορικής διαστάσεως του Έθνους και ο κίνδυνος μεταβολής της Ορθοδοξίας σε απλό διάκονο ενδοκοσμικών στοχοθεσιών και συμβατικοτήτων (5). Σ᾽ αυτή την παράδοση θήτευαν και ο Γερμανός και ο Παπαφλέσσας, εκφράζοντάς την μέσα από τις χαρακτηριολογικές ιδιαιτερότητές τους, στο πνεύμα της προσωπικής τους ελευθερίας.
Ο Γερμανός είναι αυτός, που εμύησε στην Φιλική Εταιρεία τον Κερνίτσης Προκόπιο, τον Χαριουπόλεως Βησσαρίωνα και άλλους Κληρικούς και Προκρίτους. Με την υπόδειξή του δε η Υπέρτατη Αρχή της Εταιρείας διόρισε στον Μοριά Εφορεία για τη διατήρηση της αναγκαίας πειθαρχίας και την συστηματικότερη μεθόδευση της προσπάθειας. Με την σύνεση δε και ωριμότητά του κέρδισε γρήγορα τον σεβασμό και την εκτίμηση Λαού και Προκρίτων και όχι μόνο του Μοριά, άλλα και των Νήσων και της Στερεάς, ώστε να ασκεί μεγάλη επιρροή στα όρια, βέβαια, της συνεχώς αυξανόμενης ευθύνης του.
Μόνο φαινομενικά επικεφαλής της Εφορείας ήταν ο Πρόξενος της Ρωσίας στην Πάτρα Ιωάννης Βλασσόπουλος, γιατί ουσιαστικά Πρόεδρός της ήταν ο Γερμανός, που υπέγραφε πάντα πρώτος όχι λόγω της Αρχιεροσύνης του, αλλά και της κοινής αναγνώρισής του. Δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι ο ρόλος του Ποιμένα είναι προστατευτικός για το ποίμνιό του και δεν το εκθέτει στην σφαγή. Κάθε παράβαση της αρχής αυτής προκαλεί την συνείδηση του Λαού.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος, ο επιλεγόμενος Σκυλόσοφος (†1611). Οι αποδεδειγμένα παράτολμες ενέργειές του (εξεγέρσεις του 1601 και 1611), που οδήγησαν στον όλεθρο εκατοντάδες Έλληνες, επαινούνται μεν από μερίδα ιστορικών, ο Λαός (το ποίμνιό του) όμως αντέδρασε διαφορετικά, δηλαδή επικριτικά, όπως θυμίζει το σχετικό δημοτικό τραγούδι: «Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι, και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τα σπίτια αδειανά, γέμισαν τα χαντάκια, Κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίει … Δεν έχει η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους …».(6) Στους εθνεγέρτες, άλλα και συνετούς ποιμένες ανήκε και ο Γερμανός. Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων τον ονομάζει «βαρύτητος και νοημοσύνης πρόσωπον». Τόσο δε ο Γερμανός, όσο και οι Πρόκριτοι, μυημένοι ήδη στα σχέδια της Φιλικής, κρατούσαν στα χέρια τους τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, που θα έθετε στον έσχατο κίνδυνο κάθε παράτολμη απόφασή τους.
Ανυπότακτος φύσις ο Παπαφλέσσας
3. Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος–Παπαφλέσσας (1786– 1825)αποκαλύπτεται στις Πηγές ως μία φιλελεύθερη και γι αυτό ανυπότακτη φύση, που ενσάρκωνε –στα μέτρα της ιδιαιτερότητάς της– την ελληνορθόδοξη παράδοση της ελευθερίας. Μία ενιαία κρίση γι᾽ αυτόν δυσχεραίνεται αφάνταστα από τις αντιφατικές τοποθετήσεις των συγχρόνων του, που σχεδόν καθολικά καθορίζονται από παραταξιακά η και ηθικιστικά κριτήρια, μέσα από τα οποία επιχειρείται συνήθως η προσέγγισή του. Κατά τον Αναστάσιο Γούδα (7) «έκαστος εξετίμησε (τον Παπαφλέσσα) κατά το μέτρον της εαυτού κρίσεως… Ο ανήρ ούτος δεν ήτο εκ των λεγομένων κοινών ανθρώπων». Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, εξ άλλου, παρατηρεί, ότι «ήθελε δικαίως επικληθή ο Βότσαρης και ο Διάκος της Πελοποννήσου, εάν είχεν ολίγον πλείονα χρηστότητα». Αλλά και από τους συγχρόνους μας ο επιφανής ιστορικός αείμνηστος Απόστολος Βακαλόπουλος τον χαρακτηρίζει: «ο αψίκορος, ορμητικός και φανατικός Γρηγόριος Δικαίος… με την παράφορη συμπεριφορά του, με την υπεραισιοδοξία και τις υπερβολές του» (9). Ήταν, άλλωστε, γνωστός στους πάντες ως φίλερις.
Όλοι μιλούσαν για τις παλαιότερες συγκρούσεις του με τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον Τούρκο Αγά (10). Η αγάπη όμως προς την ελευθερία τον συνέδεσε με τον Γερμανό και τους Προκρίτους, αλλά κάθε πλευρά ζούσε το δράμα αυτό με τον δικό της τρόπο. Ο Παπαφλέσσας ορθά χαρακτηρίσθηκε «μέγας απόστολος της λευτεριάς» (11). Κυριαρχόταν όμως από υπέρμετρο αυθορμητισμό. Ήταν και αυτός φιλικός και μυήθηκε στις 21 Ιουνίου 1818 από τον Αναγνωσταρά η κατ᾽ άλλους τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο (12). Μύησε δε και αυτός περίπου τριάντα άλλους. Κατά τον Φίνλεϋ ήταν «ένας πολύ λίγο ιερωμένος παπάς, αλλά άφοβος συνωμότης… Η ακολασία, η αναλήθεια και η σπατάλη του τον κάνανε ακατάλληλο για οποιαδήποτε μυστική δουλειά, που απαιτούσε σύνεση» (13). Κατά τον Μελετόπουλο, τέλος, και αυτός ο Παναγιώτης Σέκερης (1785–1846) έγραψε στις 18.1.1821,λίγο πριν δηλαδή από την Βοστίτσα, στον Παπαφλέσσα: «Γενού μετριώτερον ορμητικός και μη αποφασίσης ποτέ απροστοχάστως, δια να μη λάβης να μετανοιώσης» (14). Κατά τη δική μας εκτίμηση οΠαπαφλέσσας ήταν τόσο γνωστός για τα αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, ώστε να είναι το πιόακατάλληλο πρόσωπο, για να πείσει τους συγκεντρωμένους στην Βοστίτσα Προεστούς και Ιεράρχες!
Είναι εύκολο, λοιπόν, κάποιος να τους κατηγορήσει για πρόταξη των συμφερόντων τους, αλλ᾽ αυτό θα ίσχυε, αν δεν είχαν απέναντί τους τον Παπαφλέσσα. Απλούστατα, η εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη διστακτικότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με την ηφαιστιακή
ορμητικότητα (15).
Ο έντονος διάλογος Παπαφλέσσα – Γερμανού
4. Η σύνεση του Γερμανού φάνηκε σ᾽ όλο της το μεγαλείο στην Βοστίτσα. Με την εμφάνιση του Παπαφλέσσα «όλοι κατεταράχθησαν• εγνώριζαν με ποίον είχαν να κάμουν», γράφει ο Διον. Κόκκινος (16). Οι δισταγμοί των Προυχόντων δεν ήσαν αστήρικτοι. Η Πελοπόννησος ήταν ανέτοιμη για μια εξέγερση. Η τραγική εμπειρία του παρελθόντος επίεζε αδυσώπητα. Και πριν από πενήντα χρόνια είχαν πιστέψει στη ρωσική βοήθεια, κατά τα Ορλωφικά (1769/70) και έζησαν αληθινή πανωλεθρία. Ο Μητροπολίτης Γερμανός, έχοντας —όπως είπαμε— ηγετικό ρόλο, έθεσε στον Παπαφλέσσα καίρια ερωτήματα, προκαλώντας έναν έντονο διάλογο μαζί του. Τον ρώτησε λ.χ. αν όλο το Έθνος συμφωνούσε με την προετοιμαζόμενη επανάσταση, αν υπήρχαν τα αναγκαία μέσα για την επιτυχία της• ποιές ήταν οι πολεμικές δυνάμεις του έθνους, πότε και που θα γινόταν η έναρξη, ποιές ξένες δυνάμεις είχαν την διάθεση να βοηθήσουν και με ποιό τρόπο, ποιά θα ήταν η στάση της Ρωσίας, ποιοί θα είχαν την αρχηγία στον αγώνα και πως θα αντιμετωπιζόταν η περίπτωση αποκαλύψεως της προετοιμασίας (17). Ερωτήματα καίρια, σαφή και δίκαια,που εξέφραζαν όλους τους Προκρίτους και που απαιτούσαν αυτοσυγκράτηση και νηφαλιότητα, για να απαντηθούν, και αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία.
Οι απαντήσεις όμως του Παπαφλέσσα, που διέθετε μόνο την πυριταποθήκη της καρδιάς του, ήταν φυσικό να είναι αόριστες. Υποστήριξε ωστόσο την αναμενόμενη ρωσική βοήθεια και την πίστη του στην επιτυχία της εξέγερσης. Οι πηγές αναφέρουν και κάτι σπουδαίο σ᾽ αυτή την συνάφεια, την επιλογή δηλαδή από την Φιλική Εταιρεία της 25ης Μαρτίου, εορτής του Ευαγγελισμού, ως ημέρας έναρξης του Αγώνα. Και αυτό έχει τεράστια σημασία, διότι συνδέεται άμεσα με την ιδεολογική θεμελίωσή του. Άλλωστε και η Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη (24.2.1821) άρχισε με τη φράση «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», που από μία παράδοση αποδίδεται στον αυτοκράτορα της άλωσης Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (18).
Στην αμφισβήτηση των λόγων του Παπαφλέσσα προχώρησαν και άλλοι Προύχοντες, όπως ο Ασημάκης Ζαΐμης, που θεώρησε τις διαβεβαιώσεις του Αρχιμανδρίτη αβάσιμες. Όλοι, άλλωστε, τον υποψιάζονταν λόγω του άστατου χαρακτήρα του. Μια ερώτηση του Σωτήρη Χαραλαμπάκη προσφέρεται για την ενοχοποίηση των Προκρίτων. Και η ερώτηση αυτή ήταν: Ποιός θα διοικούσε μετά την εκδίωξη των Τούρκων; Ο Παπαφλέσσας όμως απάντησε διπλωματικά, αποκαλύπτοντας συνάμα το δημοκρατικό φρόνημά του: «Το έθνος —είπε— θα αποφασίσει να δοθεί η εξουσία σ᾽ αυτούς τους ίδιους, που διέθεταν την αναγκαία πείρα»! Η απάντησή του ικανοποίησε όλους.Έτσι, οι Πρόκριτοι του Αιγίου (Ανδρέας Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος και Λέων Μεσηνέζης) συντάχθηκαν ανοικτά μαζί του. Όταν δε ο Γερμανός, απαντώντας στον ασυγκράτητο ενθουσιασμό του Παπαφλέσσα, του είπε «είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος» (19), μίλησε σαν Δεσπότης και όχι ως Επίσκοπος. Όλα αυτά δείχνουν το κλίμα, που επικρατούσε στην σύσκεψη, κάτι που μαρτυρείται από όλες τις Πηγές.
Εξέγερσις ολοκλήρου της Ρωμιοσύνης
5. Ο Παπαφλέσσας παρά την αμφισβήτηση των θέσεών του άναψε φωτιά, που δεν μπορούσε να σβήσει, διότι στο βάθος της συνειδήσεως όλων των παρόντων λειτουργούσε ο πόθος της ελευθερίας. Γι᾽ αυτό όχι μόνο δεν κατέληξαν οι συζητήσεις σε αποτυχία, αλλ᾽αντίθετα οι ληφθείσες αποφάσεις υπήρξαν σημαντικές. Η πλειοψηφία αποφάσισε να αναβληθεί η επανάσταση. Ο Φίνλεϋ βρίσκει την αφορμή να επικρίνει: «Η αναβλητικότητα, γράφει, είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων Επισκόπων και Προεστών, όπως και των Τούρκων πασάδων και αγάδων» (20). Βέβαια, την ίδια διστακτικότητα και αναβλητικότητα έδειξαν και ο Κοραής και ο Καποδίστριας, σκεπτόμενοι με τους κανόνες της λογικής. Αλλ᾽ όπως ευφυώς σχολιάζει ο Γιάννης Σκαρίμπας, «άλλα ήταν τα μαθηματικά εκείνων και άλλα του Παπαφλέσσα». Ορθά επισημαίνει ο Τάσος Γριτσόπουλος: «Με μονίμως κρατούσαν την αντίληψιν των συντηρητικών επανάστασις δεν θα εγίνετο ποτέ! Αλλά και με εξάλλους ενθουσιασμούς μόνον και με εμπρηστικά κηρύγματα και απατηλάς υποσχέσεις του Παπαφλέσσα το κίνημα θα ήτο καταδικασμένον» (21).
Μια άλλη σημαντική απόφαση ήταν να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα, διότι υπήρχε ο δικαιολογημένος φόβος αποκάλυψης του μυστικού. Θετικά βήματα ήταν όμως η έναρξη προετοιμασίας στις επαρχίες και η αποστολή αντιπροσώπων στον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο στην Πίζα και στον Καποδίστρια, για να εξιχνιαστούν οι αληθινές προθέσεις των Ρώσων. Η σκέψη όλων ήταν για μια γενική εξέγερση και όχι μόνο της Πελοποννήσου. Κατά την δική μου εκτίμηση, ίσως υποκρυπτόταν έδω ο οικουμενικός μεγαλοϊδεατισμός, τουλάχιστον των Κληρικών, που εκινούντο στο πνεύμα της Εθναρχίας, άλλα και του Ρήγα και του Πατροκοσμά, που μιλούσε καθαρά για «ρωμαίϊκο». Η έναρξη, άλλωστε, της επανάστασης στον Προύθο και την Μολδαυία, μαρτυρεί την εξέγερση όλης της Ρωμηοσύνης, με όλες τις λαότητές της, και όχι μόνο μιας εθνότητας, όπως θα εκτραπεί το σχέδιο της Φιλικής με την αποτυχία του Υψηλάντη. Και αυτό έχει υποστηριχθεί από έγκριτους ιστορικούς (22). Μετά τον Υψηλάντη ο οικουμενικός μεγαλοϊδεατισμός, (ανάσταση δηλαδή όλης της αυτοκρατορίας) θα γίνει αλυτρωτικός, αποκατάσταση δηλαδή μόνον «της ελληνικής φυλής» κατά τον κεφαλλήνα Ριζοσπάστη Ηλία Ζερβό–Ιακωβάτο.
Στις θετικές αποφάσεις της Σύσκεψης, που φανερώνουν και τις προθέσεις των Προκρίτων, ήταν και ο μεταξύ τους έρανος (συγκέντρωσαν περίπου 10.000 γρόσια, με τα οποία ο ταμίας Ι. Παπαδιαμαντόπουλος αγόρασε αμέσως πολεμοφόδια και όπλα, αποθηκεύοντάς τα στην Πάτρα (23). Η σύσκεψη δέχθηκε εξ άλλου ως ημέρα έναρξης την 25η Μαρτίου, με εναλλακτικές λύσεις την 23η Απριλίου (του Αγ. Γεωργίου) η την 21η Μαΐου (των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, των αυτοκρατόρων μας). Η πίστη παρέμενε, συνεπώς, παρά τις ολίγες διαφοροποιήσεις των ιδεολογικά σκεπτόμενων, στο κέντρο της πορείας των πραγμάτων.
Όσο για τον «μπουρλοτιέρη των ψυχών» Παπαφλέσσα ο φόβος των άλλων παρέμενε αισθητός. Κοινή ήταν η απόφαση να αποσυρθεί σε μοναστήρι και να ησυχάσει, διότι η ελεύθερη κίνησή του εθεωρείτο επικίνδυνη για τον Αγώνα. Όλοι επέμειναν να αναμείνουν τον «Προσδοκώμενον», δηλαδή τον Αλέξ. Υψηλάντη. Η μυστική σύσκεψις της Βοστίτσης 6. Όχι άδικα, λοιπόν, για την αξιολόγηση της «Μυστικής Σύσκεψης» της Βοστίτσας έγινε αναφορά στη λειτουργία της ελληνικής διαλεκτικής, με βασικούς πόλους τον Π. Π. Γερμανό και τον Γρηγόριο Παπαφλέσσα.
Έχουμε δε αλλού επισημάνει, ότι σ᾽ όλους τους εθνικούς διχασμούς μας, που έχουν κεντρικό άξονα την φιλοπατρία ως πατριωτισμό, η ελληνική διαλεκτική φθάνει στην σύνθεση. Αρκεί να αναφέρουμε τον Γοργοπόταμο ως κορυφαία στιγμή της αντίστασής μας. Αντίθετα, όταν κυριαρχεί η εξάρτηση από ξένες δυνάμεις, τότε η διαλεκτική μας μένει ανολοκλήρωτη και το χάσμα αγεφύρωτο (24). Είναι η κατάσταση της Ελλάδας μετά το 1944 και τον παρατεινόμενο ως σήμερα κομματικό εμφύλιο, που από τα βουνά μεταφέρθηκε στις πόλεις και τα χωριά μας. Γερμανός και Παπαφλέσας, και οι δύο κληρικοί, πρωταγωνιστούν στην σύσκεψη της Βοστίτσας. Θεωρώντας τα πράγματα μέσα από την οπτική των Ιεραρχών και Προκρίτων, που είχαν άμεση γνώση των τραγικών εμπειριών του Μοριά στα προηγούμενα χρόνια, δικαιώνουμε την σύνεσή τους.
Η συζήτησή τους απέδειξε ότι «η υλική οργάνωση του κινήματος, παρά τις κατά τόπους προσπάθειες, βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα» (25). Από τη δική του όμως σκοπιά δικαιώνεται και ο Παπαφλέσσας. Ο ενθουσιασμός είναι αναγκαίος σε τέτοια διαβήματα. Είναι όμως αρκετός; Εκ των υστέρων ο Παπαφλέσσας δικαιώνεται. Αν όμως αποτύγχανε η Επανάσταση —και έφθασε στα όρια της αποτυχίας με τον εμφύλιο— θα ήταν μία ακόμη αποτυχημένη εξέγερση, όπως οι δεκάδες εξεγέρσεις στην περίοδο της δουλείας. Την δικαιολογημένη σύνεση των Προκρίτων, άλλωστε, δείχνει και μία αποστροφή των Δεληγιανναίων προς τον Παπαφλέσσα στα Λαγκάδια, πατρίδα των Δεληγιανναίων, στις 2/14 Φεβρουαρίου 1821, άρα μετά και την Βοστίτσα και τον Γερμανό: «Ημείς δε με τους ιδικούς σου λόγους και με του Υψηλάντη τα ονειροπολήματα, και με τας ξηράς και ανυπάρκτους υποσχέσεις, δεν είμεθα ανόητοι, μήτε απελπισμένοι να καταστρέψωμεν την Πατρίδα μας, μήτε πλανήται ωσάν εσάς, και αν αποφασίσωμεν να κάμωμεν την επανάστασιν, θα σκεφθώμεν σοβαρώς και θα την κάμωμεν ημείς χωρίς τας εδικάς σας ανυπάρκτους υποσχέσεις…» (26).
Είναι όμως γεγονός, ότι η επιμονή του Παπαφλέσσα —καρπός μιας «παράλογης» ηρωϊκότητας, που κατευθυνόταν από την καρδιά και όχι από τη λογική— έκαμε ως ένα σημείο και τους Προκρίτους να κινητοποιηθούν. Ορθά παρατηρεί ο αείμνηστος Τάσος Γριτσόπουλος: «Αναμφιβόλως, αν δεν ενεφανίζετο ο Παπαφλέσσας τας παραμονάς της ενάρξεως της επαναστάσεως και αν δεν μετεχειρίζετο παν μέσον, δια να εκραγή η θρυαλλίς, ην έφερε κάτω από τα ηρωικά του ράσα, επανάστασις δεν θα εγίνετο και η ελευθερία δεν θα επανήρχετο εις την Χώραν» (27). Δικαιολογείται όμως η στάση του Γερμανού, που συμπεριεφέρθη ως γνήσιος Ποιμένας και ηγέτης, που έχει συνείδηση της ευθύνης του για την ασφάλεια του Ποιμνίου του, που απηλείτο από κάθε αλόγιστη και εσπευσμένη ενέργεια. Όσοι κρίνουν, λοιπόν, εκ των υστέρων τα πράγματα, είναι εύκολο να βρίσκουν οποιεσδήποτε αφορμές για κριτική των προσώπων, όταν μάλιστα κρίνουν με βάση την ιδεολογία και την παράταξή τους, και όχι αντικειμενικά.
Η μετάθεση όμως στη θέση των προσώπων εκείνων βοηθεί σε μια αντικειμενικότερη εκτίμηση και στην αποφυγή της «χρήσης» της ιστορίας. Είναι γνωστή, άλλωστε, η απάντηση του Γερμανού στον Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, όταν εκείνος του εχλεύαζε τα γράμματα σαν αμαθή και παράλογα, συνιστώντας του ανάπαυση, διότι δεν θα προέκυπτε αποτέλεσμα: «Και εγώ, αδελφέ, είχον ανάπαυσιν και δόξαν και πλούτον, αρχιερατεύων εις τας λαμπράς Πάτρας εν καιρώ της εξουσίας των Τούρκων, αλλά κατεφρόνησα πάντων τούτων και προέκρινα μετά των λοιπών ομογενών κακουχίαν επ᾽ ελπίδι κοινής ωφελείας της πατρίδος, χωρίς να έχω ποτέ ιδιαιτέρως σκοπούς ιδιοτελείας» (28).
Να μη λησμονείται, εξ άλλου, ότι οι Πρόκριτοι και Αρχιερείς «έπαιξαν με το κεφάλι τους» (29), διότι η τακτική των Τούρκων δεν ήταν τα αντίποινα του ναζιστικού τύπου, αλλά η τιμωρία των κεφαλών του Γένους. Χαρακτηριστική περίπτωση η εκτέλεση του Οικουμενικού Πατριάρχου, Αγίου Γρηγορίου Ε´ και των λοιπών Ιεραρχών και Προκρίτων (10.4. 1821). Γι᾽ αυτό προέτρεπε ο Πατροκοσμάς τον Λαό να προσεύχεται για τους Προεστούς προσθέτοντας: «Ο,τι χρεία τύχη της Χώρας, τους Προεστούς γυρεύουν και σεις κοιμάσθε ξέγνοιαστοι» (30)! Ο Παπαφλέσσας, αντίθετα, «είχε συνηθίσει να λέγη καταπληκτικάς υπερβολάς» (31), χωρίς να κρύβει και το ψυχολογικό κίνητρό του, το άσβεστο μίσος του κατά των Τούρκων. Στο πλαίσιο αυτό κατανοείται και ο λόγος του Γερμανού γι᾽ αυτόν: «απατεών και εξωλέστατος καλόγηρος». Οι εκπρόσωποι και των δύο πλευρών, λοιπόν, επετέλεσαν το χρέος τους, αναδειχθέντες άξιοι της Πατρίδας.
Ο Παπαφλέσσας, αντιδρώντας στους ενδοιασμούς και την αναβλητικότητα των Προκρίτων «τους έσπρωχνε σε κάποια δραστηριότητα» (32). Ώσπου οι δισταγμοί διαλύθηκαν. Δύο μήνες αργότερα (23 Μαρτίου) ο Γερμανός πρωτοστάτησε στην ύψωση της σημαίας της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο, ευλογώντας τον αγώνα (33). Η ευρύτατα επικρατούσα βεβαιότητα για την πανηγυρική ύψωση της επαναστατικής σημαίας από τον Π. Π. Γερμανό αποτελεί λαμπρή επιβεβαίωση της θέσης του στην εθνική συνείδηση. Ο Γερμανός έγινε σύμβολο του αγώνα. Άλλα και ο Παπαφλέσσας, παρ᾽όλα τα ελαττώματά του, απέδειξε με τον ηρωικό θάνατό του, ότι είχε άδολο πατριωτισμό. «Στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας ανέστησε την Ελλάδα», κατά τον Σπύρο Μελά (34). Η αθάνατη ελληνική διαλεκτική επιβεβαιώθηκε και πάλι στα πρόσωπα των ηρωικών πρωταγωνιστών της εξέγερσης, θαυματουργώντας για μια ακόμη φορά, όπως άλλοτε στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα!