π. Δημητρίου Μπόκου
Ο λαός του Θεού είναι έτοιμος να εισέλθει στη γη της Επαγγελίας. Αργηγός του τώρα, μετά τον πρόσφατο θάνατο του Μωυσή, είναι ο Ιησούς του Ναυή. Μπροστά τους κυλάει ο Ιορδάνης ποταμός. Την εποχή εκείνη ήταν αδιάβατος. «Επληρούτο καθ’ όλην την κρηπίδα αυτού». Η κοίτη του ήταν πλημμυρισμένη από άκρη σε άκρη.
Με εντολή του Θεού ο Ιησούς του Ναυή έδωσε οδηγίες στον λαό για τη διάβαση. Μπροστά βάδισαν οι ιερείς σηκώνοντας στους ώμους τους την Κιβωτό της Διαθήκης, τη δόξα του Ισραήλ, όπου φυλάσσονταν οι πλάκες του Νόμου και άλλα ιερά αφιερώματα.
Όταν οι ιερείς μπήκαν στον Ιορδάνη και βράχηκαν λίγο τα πόδια τους στο νερό, στάθηκαν, κρατώντας πάντα υψωμένη την Κιβωτό. Επαναλήφθηκε τότε το θαύμα της θαυμαστής διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη κόπηκαν απότομα στη μέση. Αυτά που κατέβαιναν από το πάνω μέρος του ποταμού, σταμάτησαν. Ένα υδάτινο τείχος σαν ένας μακρύς εκτεταμένος πάγος απλώθηκε σε τεράστια απόσταση, όσο έβλεπε το μάτι. Έφτανε ως την πόλη Καριαθιαρίμ. Αντιθέτως, στο κάτω μέρος του ποταμού, τα κατερχόμενα νερά συνέχισαν να τρέχουν ορμητικά, ώσπου άδειασαν όλα στην αλμυρή Νεκρά θάλασσα. Ο Ιορδάνης έγινε στεριά. Ο λαός γεμάτος δέος και κατάπληξη παρακολουθούσε απέναντι ακριβώς από την Ιεριχώ.
Αφού στέγνωσε ο Ιορδάνης, οι ιερείς με την Κιβωτό προχώρησαν και στάθηκαν στο μέσον. Ο λαός πήρε τότε εντολή να διαβεί τον ποταμό. Κανένας δεν έπρεπε να πλησιάσει την Κιβωτό. Την έβλεπαν μόνο ευλαβικά από απόσταση δύο χιλιάδων πήχεων (χιλίων περίπου μέτρων). Μαζί τους έλαβαν δώδεκα μεγάλους λίθους από την κοίτη του Ιορδάνη, ένα για κάθε φυλή του Ισραήλ, και τους έστησαν στον τόπο όπου στρατοπέδευσαν, σε ανάμνηση του μεγάλου θαύματος. Αφού πέρασε όλος ο λαός, προχώρησαν τελευταίοι και οι ιερείς, εισάγοντας την Κιβωτό στη γη της Επαγγελίας. Με την έξοδό τους από τον Ιορδάνη, τα σταματημένα νερά του άρχισαν και πάλι να κυλούν κανονικά (Ιησ. Ν., κεφ. 3-4).
Την εικόνα αυτή αντιστοιχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι Απόστολοι τότε συνάχθηκαν με θεία δύναμη, «θεαρχίω νεύματι», από τα πέρατα της οικουμένης, για να προπέμψουν στον τάφο το «πανάχραντον και ζωαρχικόν σκήνος» της, δηλαδή «το ζωοδόχον σώμα» της.
Με πρώτο τον Απόστολο Πέτρο σήκωσαν όλοι στους ώμους τους την αληθινή Κιβωτό του Θεού, όπως τότε οι ιερείς στον Ιορδάνη ύψωσαν την Κιβωτό της Διαθήκης, τον τύπο της έμψυχης Κιβωτού του Θεού (της Παναγίας). Και όπως δια μέσου του Ιορδάνη οι ιερείς εισήγαγαν την Κιβωτό στη γη της Επαγγελίας, έτσι και τώρα οι Απόστολοι, χρησιμοποιώντας τον τάφο σαν άλλον Ιορδάνη, παραπέμπουν στην αληθινή γη της Επαγγελίας, δηλαδή στην Άνω Ιερουσαλήμ, «την πάντων των πιστών Μητέρα». Και Άνω Ιερουσαλήμ βέβαια λέγεται η πόλη με τα ασάλευτα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Η Βασιλεία των Ουρανών (Εβρ. 11, 10).
Ο Θεός μάς τίμησε ιδιαιτέρως κάνοντας και δική μας μητέρα την έμψυχη Κιβωτό του, τη μητέρα του. Ας ατενίζουμε ευλαβικά και εμείς την πανάχραντη μορφή της, για να διαπεράσουμε υπό τη μητρική της προστασία τον πολυκύμαντο Ιορδάνη της ζωής μας και να φτάσουμε όλοι ασφαλείς στην ακύμαντη γαλήνη της Βασιλείας του Θεού.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 421, Αύγ. 2018)