Στην ακριτική πόλη της επαρχίας Παιονίας εορτάστηκε η καθιερωμένη από το 1975 πανηγυρική επανενθρόνιση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, της επονομαζόμενης Γουμένισσας, μετά τη βέβηλη κλοπή της και την θαυμαστή ανεύρεσή της, ως ιερού συμβόλου της ευλαβείας μας και πολύτιμου κειμηλίου της εκκλησιαστικής και εθνικής μας ιστορίας.
Η πάνδημη εορτή με την σύναξη των πιστών και την κατανυκτική λιτανεία της ιεράς Θεομητορικής εικόνος προσέδωσε μία ιδιάζουσα προσευχητική διάσταση με την παντευλόγητη χάρη της.
Στις λατρευτικές εκδηλώσεις προεξήρχε ο οικείος ιεράρχης και συμμετείχαν ο καθηγούμενος της ιεράς μονής π. Αγαθάγγελος, το τίμιο πρεσβυτέριο της Γουμένισσας, και κατά τη λιτανεία οι πλησίστιοι εφημέριοι, ο Δήμαρχος Παιονίας κ. Αθανάσιος Λαπόρδας, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Χρήστος Τσιμερίκας, φέρελπις εκπρόσωπος της τοπικής μας κοινωνίας, η Αντιδήμαρχος κ. Μαρία Μπαλάνη, ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητος κ. Ιωάννης Αλίρης, ο Ταξίαρχος Πολυκάστρου κ. Γεώργιος Δάλας, ο Αστυνομικός Διευθυντής Κιλκίς κ. Αριστοτέλης Μανωλάς, ο Αναπληρωτής Διοικητής του Νοσοκομείου Γουμένισσας κ. Στυλιανός Βαμβίνης και εκ του ευσεβούς πληρώματος της Εκκλησίας πλήθος πιστών.
Αντιπροσωπεία αξιωματικών και ανδρών της χωροφυλακής, όπως τότε στίς 9 Μαρτίου 1975 που παρέδωσαν στην είσοδο της πόλεως ανθοστολισμένη την θαυματουργή εικόνα στό Μητροπολίτη, έτσι και τώρα τιμητικά κρατούσαν σε όλη τη λιτανευτική πομπή την εικόνα της Θεομήτορος. Στό αστυνομικό Τμήμα της Γουμένισσας αναπέμφθηκε δέηση “υπέρ αμφιλαφούς υγείας, ενισχύσεως, θείου φωτισμού και προστασίας των σωμάτων ασφαλείας της πατρίδος ημών”.
Τη λιτανεία που κατέληξε στον αύλειο χώρο της Ιεράς Μονής, όπου και έγινε η απόλυση, συνόδευσαν οι μουσικοί της ενορίας του Αγίου Γεωργίου με τα φημισμένα χάλκινα. Προσκύνησαν οι συλλιτανεύοντες πιστοί και η ιερά εικών επανενθρονίσθηκε στον τόπο της καταπαύσεώς της, για να υποδέχεται τις προσευχές, την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη του λαού του Θεού.
Πρίν την απόλυση ο Μητροπολίτης τόνισε, στη συνέχεια των όσων είπώθηκαν για την παραβολή του εύσπλαγχνου Πατέρα κατά τη θεία Λειτουργία, την ασωτία που επικυριαρχεί στην εποχή μας, απότοκος της οποίας είναι η τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκε η πατρίδα μας, “εις χώραν μακράν” του Ευαγγελίου.
«Επιποθούσαμε και τρεφόμασταν με τα ξυλοκέρατα των οθνείων ιδεολογιών που έχουν σαν μέτρο σύγκρισης τον πεπτωκότα άνθρωπο με τις επιθυμίες και την αλαζονεία του, αντί για τον θεωμένο άνθρωπο, με το πρότυπο του οποίου βίωσαν τόσους αιώνες οι πατέρες μας. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας “απελευθερωμένους” από την κηδεμονία του Θεου και την ορθόδοξη βιοτή των προγόνων μας. Και θελήσαμε νά ζήσουμε μια ασύδοτη ζωή χωρίς μέτρο και κανόνες, χωρίς προοπτική, ικανοποιώντας μόνον το διεστραμμένο “εγώ” μας.
Τα αποτελέσματα αυτής της αλλοτρίωσης, είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού σε όλους μας. Η οικονομική κρίση που διανύουμε είναι προεχόντως κοινωνική, κατ? επέκταση πολιτιστική, κυρίως δε και κατ? εξοχήν πνευματική. Απωλέσαμε την πνευματική πυξίδα του ορθού προσανατολισμού στη ζωή μας.
Καλείται καθένας από εμάς να έλθει εις εαυτόν, να αναλογισθεί την απωλεσθείσα “πατρώα δόξα”, να επανακάμψει στον οίκο του πατέρα του, που είναι η Εκκλησία μας, για να ανακαλύψει τον ανεκτίμητο θησαυρό, την βασιλεία του Θεού μέσα του και γύρω του. Ο φιλεύσπλαχνος Πατήρ απευθύνει προσκλήσεις ανεξικακίας, μακροθυμίας και αγάπης, γραμμένες με το αίμα του “εσταυρωμένου Κυρίου της Δόξης” και σφραγισμένες με τα λόγια Του: «τον ερχόμενο προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιω. 6, 37).
Δεδομένου οτι η κρίση που περνά η πατρίδα μας έχει πνευματικό υπόβαθρο, πρέπει και η θεραπεία να είναι πνευματική. Αν δεν αναζητήσουμε μέσα μας τις αιτίες της προσωπικής μας αλλοτρίωσης, και δεν προσπαθήσουμε με την μετάνοια να ελκύσουμε τη χάρη του Θεού και να τις θεραπεύσουμε, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τις συνθήκες διαβίωσης, ούτε σε προσωπικό, ούτε σε οικογενιακό, αλλά ούτε και σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο.
Όσο και αν επιχειρούμε να αλλάξουμε τον κρατικό μηχανισμό και τις δομές της οικονομίας μας, τα αποτελέσματα θα είναι πενιχρά, αν οι άνθρωποι στους οποίους στοχεύουν και αναφέρονται οι αλλαγές δεν αλλάξουν νοοτροπία, δεν αλλάξουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την ζωή και τον συνάνθρωπο. Είναι πάντοτε επίκαιρο το μήνυμα των θεωμένων Πατέρων μας “είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου”.
Αν δεν πάψουμε να βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας τον πολιτικό, κοινωνικό, ή οικονομικό “αντίπαλο”, και δεν αντικρίσουμε στο πρόσωπό του τον αδελφό μας, θα βρισκόμαστε σε μια συνεχή αντιπαλότητα και σύγκρουση, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τον αέναο διχασμό.
Η Εκκλησία μας στο πρόσωπο του Χριστού ενώνει όλους τους ανθρώπους πέρα από κοινωνικές και οικονομικές διαφορές. Είμαστε όλοι αδελφοί του Χριστού κατά χάριν, προορισμένοι να ζήσουμε αιώνια μαζί Του, ως Σώμα Χριστού. Αυτό αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να παγιωθεί η κοινωνική ειρήνη».
Δραττόμενος της ευκαιρίας, αναφέρθηκε και στην θαυμαστή εύρεση και επανενθρόνιση της σεβασμίας εικόνας της Θεομήτορος, επιλέγων τα κάτωθι: «Η ετήσια αυτή πανήγυρη την πρώτη Κυριακή του Μαρτίου προστέθηκε στις δύο άλλες μεγάλες πανηγύρεις, που πραγματοποιούνται την τρίτη μέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και την τρίτη μέρα του Πάσχα αντίστοιχα προς τιμή και μνήμη της Μητέρας του Θεου και Μητέρας των ανθρώπων. Την Κυρία Θεοτόκο προσκυνούμε χρεωστικώς και οφειλετικώς, “ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς” ιδιαίτερα στη Γουμένισσα για τις πολλαπλές ευεργεσίες Της στην επαρχία μας.
Εκείνη που τίμησε το γένος μας με την άσπορη κυοφορία του μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, που στόλισε την ανθρωπότητα με την υπέρ τους αγγέλους σωματο-ψυχική αγιωσύνη Της, που επανέθεσε “το ?πολωλός πρόβατον” σε παντοδύναμους ώμους, “επί των ώμων του Σωτήρος Χριστού”, με το δικό Της πανάρετο και θεοπόθητο αγιοπνευματικό κάλλος.
Εξυμνώντας τα μεγαλεία Της, με τον εορτασμό της επανενθρόνισης της ιεράς εικόνος, η εξεικονισμένη πάνσεπτη μορφή Της υπεκκαίει την ευχαριστία μας “ανθ? ων απηλαύσαμεν”, την αφοσίωσή μας “υπέρ ων ελπίζομεν”, την ευλάβειά μας “προς α ορθοδόξως πιστεύομεν” περί του Παναγίου και Παναχράντου προσώπου Της.
Η περιφορά της σεπτής εικόνας Της, όπως κάθε χρόνο, γίνεται για να αγιάζεται με τη δική Της θεοχώρητη παρουσία ο δικός μας χρόνος και ο τόπος της επίγειας παροικίας μας. Η μεγαλόδωρη και απροσμάχητη προστασία Της πάντοτε περισκέπει, προστατεύει και θεραπεύει τα νοσήματα ψυχών και σωμάτων σε όσους επικαλούνται την χάρη Της και υπακούουν στα προστάγματά Της, που περικλείονται στην φράση που απηύθηνε ο Κύριος στούς Αποστόλους κατά το περιστατικό του γάμου στην Κανά, “ο,τι αν λέγη υμίν (ο Κύριος), ποιήσατε” (Ιω. 2, 5).
Η εορτή της Παναγίας μας, αγκαλιάζοντας όλο μας το βίο και αιχμαλωτίζοντας όλον μας τον πόθο, μας δείχνει τον ορθόδοξο δρόμο (την Εκκλησία) και τον ορθόδοξο τρόπο (τη λεβεντιά της μετάνοιας, επιστροφής στό Χριστό) και τον ορθόδοξο στόχο (την εγχρίστωση, την ενθέωση, την εμβίωση των εσχάτων).
Μάς προσφέρει “αντίδοτον του μη αποθανείν” απέναντι στο τραγικά αντιφατικό κοσμοείδωλο του συγχρόνου ανθρώπου, πού κατά τον Αλ. Σμέμαν θεωρεί τον άνθρωπο αφενός μία αφάνταστα μειωμένη ελαχιστότητα μέσα στις τόσες χρηστικές αξιολογήσεις του (οικονομικές, βιολογικές, γενετικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές) και μία θεωρητικά μεγιστοποιημένη οντότητα μέ τόσα ατομικά δικαιώματα και τόσες ασυδοσίες που του αφαιρούν την αίσθηση της θυσίας και της αγάπης ως τρόπου προσωπικής υπάρξεως και τελειώσεως.
Η Παναγία μας υποδεικνύει την μεγαλοσύνη της ταπεινώσεως–υπακοής, της αγάπης–εκούσιας αυτοπροσφοράς, της θεοδόμητης προσωπικής μοναδικότητος και χριστιανικής ελευθερίας.
Προσπίπτουμε ευλαβικά ενώπιόν Της, αντικρίζουμε τό ιλαρόν και παναλκές βλέμμα Της και Την παρακαλούμε να ανοίξει “τό αείλαλον πρεσβευτικό Της στόμα υπέρ παντός του γένους” των ορθοδόξων και όλου του κόσμου (αγ. Θεόδ. Στουδίτης): “σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου”.