Μοναχός Αρτέμιος Γρηγοριάτης: Γεννήθηκε στο Γεωργίτσι Λακωνίας το 1848. Προσήλθε στη μονή Γρηγορίου το 1878 κι εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός μετά διετία.
Διήλθε από πολλά διακονήματα της μονής με εργατικότητα, αυταπάρνηση και φιλοτιμία.
Δεν λησμονούσε καθημερινά το «δι’ ο εξήλθεν του κόσμου». Ποτέ του δεν κατέκρινε κανέναν. Αρκείτο στα ευτελέστερα των ενδυμάτων. Η κλίνη του τον φιλοξενούσε για ελάχιστες ώρες του ημερονυκτίου. Από ώρες πριν, καθήμενος στο σκαμνί του, φορώντας το ράσο και το κουκούλι του ανέμενε το πρώτο τάλαντο. Άλλοτε πάλι έμενε ώρες γονατιστός στο παρεκκλήσι της Αγίας Αναστασίας. Στο στασίδι του πάντα, όρθιος, ακόμη και στη γεροντική ηλικία. Θεωρούσε δικαιολογημένα την κάθε δοκιμασία θεϊκή ευλογία. Τα θαύματα δεν τον παραξένευαν και δεν τον εξέπλησσαν. Τα θεωρούσε φυσικά. Η θεοφιλία και θεοτοκοφιλία του κρυβόταν στα βάθη της καρδιάς του. Αγγελοφάνειες τον ενδυνάμωναν στον αγώνα του.
Απλός, απροσποίητος, ανυπόκριτος, ντόμπρος, θαρραλέος, λεβέντης. «Ο Θεός αποκαλύπτεται στους λεβέντες»! έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης. Νέος είχε πάει στη Θράκη με άλλους συμπατριώτες του για ν’ αγωνισθεί κατά των Τούρκων. Μετά από προδοσία κατέφυγαν στο Άγιον Όρος, για να κρυφτούν, και φιλοξενήθηκαν για λίγο στη μονή Ιβήρων. Ο π. Αρτέμιος, τότε Αθανάσιος Φασουλόπουλος, εξομολογήθηκε στον περίφημο Πνευματικό παπα-Σάββα Μικραγιαννανίτη († 1908), ο οποίος προείπε τη μοναχική του αφιέρωση.
Όταν κάποτε ήταν σ’ ένα μετόχι της μονής και πήγαινε στην αγορά να ψωνίσει, επέστρεφε με άδεια χέρια, γιατί ό,τι είχε τα μοίραζε στους φτωχούς και τα γεροντάκια. Υπόμενε πάντοτε τα πάντα για τον Χριστό. Όταν κάποτε παραπονέθηκε στην αρρώστια του: «Κύριέ μου, γιατί να υποφέρω τόσο πολύ;», είδε τον Χριστό να του δείχνει τα χέρια και την πλευρά του: «Κοίταξε πόση υπομονή έκανα. Συ για την αγάπη μου δεν υπομένεις;».
Τα τέλη της ζωής του ήταν χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Προέβλεψε τον θάνατό του και βάδισε προς αυτόν με αγαθές ελπίδες για τη σωτηρία του. Στην κοίμησή του συνέπεσε να είναι εκεί ο μητροπολίτης Μιλητουπόλεως Ιερόθεος. Με γαλήνη και με το κομποσχοίνι στο χέρι του λέει ο π. Αρτέμιος: «Φεύγω, δεσπότη μου, φεύγω. Θέλω να ευχηθείς να ευρώ έλεος παρά Κυρίου». Του λέει: «Θα γίνεις καλά. Θα ξανασυναντηθούμε». Του ανταπαντά: «Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε εκεί, όπου ορίσει το θείο Του θέλημα, αλλά σήμερον κάμετε αγάπη και μείνετε. Και αύριο φεύγετε, θέλω ακόμη την τελευταία ευχή σου». Μετά δίωρο, αφού μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων, παρέδωσε το πνεύμα του λέγοντας: «Δόξα σοι, Κύριέ μου, δόξα σοι». Το, όπως πάντοτε, φειδωλό μοναχολόγιο της μονής του καταλήγει: «Απεβίωσεν εν τω γηροκομείω της Μονής τη 8η Αυγούστου 1941, εις ηλικίαν 93 ετών».
Έγραφε ο ίδιος στον εαυτό του: «Να γένης καλόγερος. Μοναχός πτωχός, παρθένος, αγνός. Νηστεία και αγρυπνία και προσευχή. Ανάγνωσιν εις τας θείας Γραφάς με προσοχήν, με σύνεσιν, με οικονομίαν, με υπακοήν, με πίστιν, με ελπίδα μεγάλην, με φρόνησιν και με σωφροσύνην». Έτσι έγραφε κι έτσι έπραττε σε όλη τη μοναχική του ζωή.
Πηγές-Βιβλιογραφία:
Ανωνύμου Γρηγοριάτου μοναχού, Ο Γέρων Αρτέμιος, Ο Όσιος Γρηγόριος, 7/1982, σσ. 63-71. Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1999, σσ. 46, 75-76, 153-154, 283-284, 325, 412, 416.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄ – 1900-1955, σελ. 354-356, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.