Τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ Χρυσοστόμου
Η παραβολή του ασώτου υιού (Λουκ. ιε’. 11-32) είναι το συγκλονιστικότερο κείμενο όλων των εποχών, το οποίο είναι σε θέση, να αλλοιώση με την δυναμική του και τις πλέον σκληρές καρδιές.
Ο νεώτερος γυιός «επαναστατεί», θέλει να «απελευθερωθή» από τα οικογενειακά δεσμά και από την πατρική κηδεμονία. Θέλει, όπως λένε οι νέοι σήμερα, να κάνη την ζωή του. Γνωρίζει ότι είναι ελεύθερος και επιθυμεί να κάνη χρήση της ελευθερίας του, όπως αυτός αντιλαμβάνεται την έννοια του όρου. Όμως, τι κρίμα! Υπάρχει ένα εμπόδιο. Ο Πατέρας… ζεί. Δεν έχει μοιράσει ακόμη την περιουσία. Καί… αργεί. Δεν έρχεται η ώρα του να… φύγη. Έτσι λοιπόν ο γυιός «σκοτώνει» τον Πατέρα. «Πατέρα δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Δος μου το μερίδιό μου, το μερτικό μου, (όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα). Θέλω να ζήσω τη ζωή μου».
Ο Πατέρας δεν μπορεί να κάνη διαφορετικά, σφίγγει την καρδιά του και μοιράζει το βιός του. Από τώρα αρχίζει ο πόνος του Πατέρα για τον χαμό του παιδιού, όχι για την απώλεια της περιουσίας. Το παιδί…, η ψυχή του ενός, του απολωλότος προβάτου.
Όμως αρχίζει και η περιπέτεια του παιδιού. Η ελευθερία, το ωραιότερο δώρο του Πατέρα. Αλλά πρέπει να ξέρης, να σέβεσαι αυτό που έχεις, γνωρίζοντας ποιός σού το έδωσε, και τι σημασία έχει για την ζωή σου. «Καί κατέφαγε τον βίον αυτού ζων ασώτως…». Τραγική διαπίστωση και οδυνηρός ο τρόπος που παρουσιάζεται.
«Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος», θα είπη ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. στ’. 23). Ο γυιός «πεθαίνει», αφού έχασε τα προνόμια και τα αγαθά που του έδωσε ο Πατέρας.
Όμως ζεί ο Πατέρας. Δεν ζεί απλώς κάπου μακρυά, όπου οδυνώμενος για χρόνια θεωρεί το παιδί του χαμένο και πεθαμένο. Τι συγκλονιστικό! Ζεί μέσα στην καρδιά του ασώτου παιδιού. Όλα χάθηκαν. Μένει η γλυκιά παρηγοριά, η αγάπη του Πατέρα. Γυρίζει λοιπόν με την θύμησή του εκεί, στο σπίτι, στον χώρο που τον γέννησε η αγάπη και τον ανέστησε ο κόπος και το δάκρυ.
Έφτασε η μεγάλη στιγμή. Η αγάπη έκανε το θαύμα. «Ήλθε εις εαυτόν…». Λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Είδον ακαθάρτους ψυχάς περί έρωτας σωμάτων εμμανώς διακειμένας∙ και δη σκέψιν μετανοίας προσλαβούσαι, εκ πείρας έρωτος, τον αυτόν προς Κύριον μετενηνόχασιν έρωτα· και πάντα φόβον υπερπηδήσασαι, απλήστως εις αγάπην Θεού ενεγκεντρίσθησαν» (PG. 5. 777). Η αγάπη είναι δύναμη ανυπολόγιστη. Καί τα βουνά γκρεμίζει. Ο πεσμένος γυιός αποφασίζει: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου».
Υπάρχει κάποιος που του έμεινε. Δεν είναι μόνος. Χαρακτηριστικές οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Κύριος στην παραβολή. «Αναστάς». Αφού δηλαδή σηκώθηκε, ηγέρθη από το πτώμα του. Είναι οδυνηρό το να «πέφτη» κάποιος από το ύψος της χάριτος του Θεού, από την αγκαλιά της αγάπης του Πατέρα. Το οδυνηρότερο όμως και τραγικότερο είναι το να μένη πεσμένος, ενώ έχει την δυνατότητα να σηκωθή.
Η δεύτερη σκέψη είναι το, «πορεύσομαι». Σημαίνει την κίνηση η οποία γίνεται μετά την μεγάλη απόφαση για συνάντηση με το αγαπώμενο πρόσωπο. Δηλώνει την γενναιότητα της καρδιάς, η οποία ξεπερνάει όλα τα εμπόδια και ανακαλύπτει, ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα λογικό καλάμι, ριζωμένο στον βούρκο της γης, αλλά είναι το θείο δημιούργημα, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού, το οποίο σκοπό έχει την κοινωνία με τον Θεό και την αιώνια ζωή και μακαριότητα.
Η ώρα της μεγάλης συνάντησης έφτασε. Αν προσέξωμε, πως περιγράφεται η σκηνή αυτή, θα αισθανθούμε δέος και εσωτερικό σεισμικό συγκλονισμό. Δεν υπάρχει ζωηρότερη σκηνή από αυτήν της συνάντησης του Πατέρα με το παιδί. «Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν».
Εκείνος που πέφτει πρώτος στην αγκαλιά του άλλου δεν είναι ο υιός, ο οποίος δεν προφθάνει καν να αρθρώση λόγον και να πη «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου…», αλλά ο Πατέρας. Έκφραση του συγκλονιστικού μεγαλείου της άνευ όρων θυσιαστικής αγάπης, της χαράς και της ουράνιας ευφροσύνης για την επιστροφή. Την σκηνή αυτή ακολουθεί η δεύτερη έκπληξη
«Δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού».
Δώστε του δακτυλίδι. Σημάδι της εμπιστοσύνης στο παιδί. Το δακτυλίδι είναι στρογγυλό. Δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Η τελειότης της αγάπης. Δέχεται το παιδί, όπως είναι.
«Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην».
Δύο ερμηνείες δυνάμεθα να δώσωμε στο σημείο αυτό. Καί οι δύο σωστές. Η δεύτερη όμως συγκινεί περισσότερο από την πρώτη:
α) Δώστε του τα καλύτερα ενδύματα. Ντύστε τον με περίλαμπρα ρούχα. «Ότι νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
β) Δώστε του την φορεσιά την πρώτη, εκείνη που φορούσε όταν έμενε στο πατρικό σπίτι. Εκείνη που πέταξε όταν έφυγε, ως άχρηστη, για να απολαύση την ψεύτικη «ελευθερία», που του χάρισε την «γύμνια» της ψυχής και του σώματος. Αυτή την στολή που θα τον κάνη να αισθάνεται άνετα «στο σπίτι του». Κανένα παιδί δεν κάθεται στο σπίτι του φορώντας την επίσημη στολή συνεχώς. Κανείς δεν ξημεροβραδυάζεται, θα λέγαμε, «με κουστούμι και γραβάτα» στον οικείο χώρο, γιατί έτσι δεν αισθάνεται άνετα, αλλ’ αισθάνεται ως επισκέπτης, φιλοξενούμενος, ξένος.
«Καί τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε».
Ετοιμάστε το τραπέζι της χαράς. Η πνευματική ευφροσύνη, το ουράνιο αγαλλίαμα, η Βασιλική Τράπεζα της σωτηρίας, το πανηγύρι της προσωπικής συνάντησης του σεσωσμένου πλέον με τον Πατέρα, ακολουθείται από την άλλη ευωχία και χαρά, στην οποία συμμετέχει και η άλογος κτίσις του Θεού.
«Καί φαγόντες ευφρανθώμεν…».
Αδελφοί μου, όποιος πατέρας κοσμικός έχει «χάσει» το παιδί του και βρέχει με τα δάκρυά του την στρωμνή του, όποιος γονιός περιμένει να ζήση την «επιστροφή» του σπλάγχνου του από την κόλαση της αποστασίας από την πατρική εστία και την σπατάλη του «πατρικού πλούτου», εκείνος καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο δύναται να αντιληφθή το μεγαλείο αυτής της συναντήσεως.
Η Εκκλησία κάθε ημέρα βιώνει αυτές τις μεγαλειώδεις στιγμές. Ζεί την πορεία του ανθρώπου, την χαρά του, τις αστοχίες του, την απομάκρυνσή του, πολλάκις, από την πατρική εστία, την οδύνη της λύπης για την αμαρτία, την απόφαση της επιστροφής, την απερίγραπτη συγκίνηση και ουράνια ευφροσύνη της συναντήσεως με τον Θεό Πατέρα, για την οποία τα σύμπαντα χαράς πληρούνται και μυστικώς συνευφραίνονται οι ουράνιες με τις επίγειες δυνάμεις επί του φρικτού Θυσιαστηρίου, της Ευχαριστιακής δηλαδή Τραπέζης, όπου θυσιάζεται ο ουράνιος Αμνός για την χαρά της επιστροφής, για την συνέχιση της ζωής εις ατελευτήτους αιώνας.
Ρίγη συγκινήσεως κατακλύζουν την καρδιά μας, όταν ακούωμε το συγκλονιστικό τροπάριο:
«Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαί μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν, κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον, αφορών του ελέους Σου. Νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν· σοι γαρ Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω. Ήμαρτον, σώσόν με».
Καί χαράς πληρούται η καρδία μας και τα σύμπαντα με την επισφράγιση της πανηγύρεως, με το ουράνιο άσμα:
«Επιγνώμεν αδελφοί του μυστηρίου την δύναμιν· τον γαρ εκ της αμαρτίας, προς την πατρικήν εστίαν, αναδραμόντα, Άσωτον Υιόν ο πανάγαθος Πατήρ, προϋπαντήσας ασπάζεται, και πάλιν της οικείας δόξης, χαρίζεται τα γνωρίσματα, και μυστικήν τοις άνω επιτελεί ευφροσύνην, θύων τον μόσχον τον σιτευτόν, ίνα ημείς αξίως πολιτευσώμεθα, τω τε θύσαντι φιλανθρώπω Πατρί, και τω ενδόξω θύματι, τω Σωτήρι των ψυχών ημών».
Αδελφοί μου, έχει ευστόχως λεχθή, ότι «ουδείς άγιος υπάρχει χωρίς παρελθόν και ουδείς αμαρτωλός χωρίς μέλλον».
Οι αποφάσεις είναι δικές μας. Ο Πατέρας περιμένει να πέση πρώτος στην αγκαλιά μας.
Ας μην λησμονούμε, ότι τρομερό δεν είναι τόσο το να «πέσης», όσο το να μείνης «πεσμένος», ενώ έχεις την δυνατότητα να φτάσης στον ουρανό.
Καί κάτι ακόμη. Ένα μονάχα ον επί της γης έχει το θλιβερό προνόμιο να μη μπορή ποτέ να εγερθή και να πετάξη. Το σκουλήκι, γιατί πάντοτε σέρνεται.
Είμαστε δημιουργημένοι για να κληρονομήσωμε την ουράνια Βασιλεία. Ο Πατέρας μας περιμένει, αρκεί να γυρίσωμε. Εκείνος πρώτος θα μας γλυκοφιλήση, εκείνος θα κλάψη από χαρά για την επιστροφή και την σωτηρία μας.