“Εάν είχαµε εξισλαµιστεί ποιος θα πολεµούσε για την ελευθερία;” ανέφερε μεταξύ άλλων στην εισήγησή του ο Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας κατά την τελετή έναρξης του 2ου Πανελληνίου Συμποσίου της Εταιρίας Μελέτης Παθήσεων Διαβητικού Ποδιού με θέμα: “Εκατό Χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ενενήντα Χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κοινά παράλληλα των δύο επετείων”.
Ακολουθεί ολόκληρη η πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία:
Σε µια εποχή έντονων αµφισβητήσεων, παραχάραξης ιστορικών γεγονότων, στρέβλωσης αξιών και µιας γενικότερης χαλάρωσης µε φόντο τα έντονα κοινωνικά προβλήµατα, γιορτάσαµε τα 100 χρόνια από τηναπελευθέρωση της Μακεδονίας από τον Οθωµανικό ζυγό και τιµήσαµε τα 90 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή.Και οι δύο επέτειοι που άλλαξαν τον ανθρωπογεωγραφικό και πολιτιστικό χάρτη της νεώτερης Ελλάδας στον προηγούµενο αιώνα υπήρξαν αποφασιστικής σηµασίας για την µετέπειτα πορεία του Γένους µας, αφού σε
αµφότερα τα ιστορικά γεγονότα η ελευθερία και η διάσωση των Ελλήνων υπήρξαν το επίκεντρο της ιστορικής αναφοράς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Η απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον Οθωµανικό ζυγό έναν αιώνα µετά, µας µετέφερε µε όχηµα την ιστορία στα γεγονότα εκείνα που χάρισαν στον τόπο το πολυτιµότερο αγαθό. Την ελευθερία. Όµως η ελευθερία είχε το τίµηµά της που ήταν τα αίµατα των
µαρτύρων και των ηρώων, έννοιες που σήµερα ακούγονται απόµακρες και
ίσως για κάποιους γραφικές. Η Μακεδονία υπήρξε πάντα ο προµαχώνας όλης της Ελλάδος. Ήταν και είναι εκείνη που πρώτη γνώρισε – και πολλές φορές αντέκρουσε – τις επιδροµές των βαρβαρικών λαών που πάνω της ξεσπούσαν µε µανία και που αυτή χάρις στην γενναιότητα των παιδιών της αναχαίτιζε, αφήνοντας την Αθήνα να δηµιουργεί Παρθενώνες, καθώς και την πρώτη Δηµοκρατία που γνώρισε ο κόσµος.
Στα λαµπρότερα τέκνα της µε παγκόσµια ακτινοβολία για την προσφορά τους στον πολιτισµό και στην πίστη, δύο στρατιωτικοί, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Άγιος Δηµήτριος. Στρατιώτης του Ελληνικού Πολιτισµού ο Αλέξανδρος, Στρατιώτης του Χριστιανισµού ο Δηµήτριος. Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου έκαναν την Ελληνική γλώσσα κοινή οµιλούµενη γλώσσα όλου
του τότε γνωστού κόσµου, βάσει της οποίας έγινε γνωστός ο Χριστιανισµός και ο Δηµήτριος που µε τον µαρτυρικό του θάνατο πορφύρωσε τη γη της Θεσσαλονίκης, στερέωσε την Χριστιανική πίστη που µε την σειρά τους οι Κύριλλος και Μεθόδιος διέδωσαν σε ολόκληρο τον Σλαβικό κόσµο.
Στους πέντε αιώνες της σκλαβιάς οι Οθωµανοί προσπάθησαν να ξεριζώσουν την πίστη και να κάνουν τους Μακεδόνες να ξεχάσουν τη γλώσσα και την καταγωγή τους. Μετήλθαν όλα τα µέσα και τους τρόπους, τους πλέον σκληρούς και απάνθρωπους, όπως τους βίαιους εξισλαµισµούς και το παιδοµάζωµα, το κάψιµο Ναών, Μοναστηριών και Σχολείων, τις βαριές και δυσβάσταχτες φορολογίες για να κάµψουν το φρόνηµα των Ελλήνων.
Σαν να µην έφταναν οι Οθωµανοί, στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα προστέθηκαν και οι Βούλγαροι κοµιτατζήδες και οι Ρουµάνοι προπαγανδιστές. µε στόχο οι µεν πρώτοι να υπαγάγουν εκκλησιαστικά τους Έλληνες (πατριαρχικούς) στο σχισµατικό Βουλγαρικό Πατριαρχείο, οι δε Ρουµάνοι να καταστρέψουν τα ελληνικά σχολεία που άνθιζαν µέσα στη διπλή σκλαβιά. Τα εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης, του Αγίου Όρους και των
µεγάλων πόλεων της Μακεδονίας που είχαν µεταξύ τους µια ευγενή άµιλλα
για την ποιότητα της µάθησης και για την απόκτηση των λογιοτέρων διδασκάλων ήταν µαζί µε την Εκκλησία οι δύο πυλώνες της πνευµατικής αντίστασης του Γένους µας. Χαρακτηριστικό το παράδειγµα αυτής της άρρηκτα δεµένης σχέσης Παιδείας και Εκκλησίας η Ιερά Μονή Παναγίας Καλλίπετρας, που µε δικές της δαπάνες συντηρούσε όλα τα εκπαιδευτήρια της Βέροιας και που γι’ αυτή της τη δραστηριότητα κατεσφάγησαν όλοι οι Πατέρες της Μονής από Ρουµάνους.
Σε κάθε επαναστατική κίνηση ή και σε υποψία µόνο µιας επανάστασης, το βαρύτερο τίµηµα το πλήρωνε πρώτη η Εκκλησία, γιατί τα µοναστήρια, οι εκκλησίες και τα επισκοπεία γίνονταν ο τόπος καταφυγής για τους αγωνιστές,τα νοσοκοµεία για τους λαβωµένους, τα σχολειά για τα παιδιά της Μακεδονίας και φυσικά ο στόχος της εκδικητικής µανίας των κατακτητών. Η εθνική αντίσταση στον αφανισµό είχε δύο σκέλη. Αυτό του ένοπλου αγώνα που ανέλαβαν οι καπεταναίοι στα βουνά και στα έλη των Γιαννιτσών και αυτό της πνευµατικής αντίστασης, το οποίο ανέλαβε η Εκκλησία. Χωρίς καµία προσωπική αµφιβολία ή ενδοιασµό καταθέτω την άποψή µου ότι η πνευµατική αντίσταση υπήρξε η προϋπόθεση της ένοπλης, αφού αυτή
διέσωσε Χριστιανικό και Ελληνικό το έµψυχο δυναµικό του αγώνα, τον οποίο
πολυποίκιλα στήριξε.
Έχετε φανταστεί το τραγικό εκείνο ιστορικό σενάριο της υποταγής στους βίαιους εξισλαµισµούς; ή της µη διατήρησης της γλώσσας και των εθίµων µας; την απουσία της Εκκλησίας στην προεπαναστατική περίοδο; Εάν είχαµε εξισλαµιστεί ποιος θα πολεµούσε για την ελευθερία; Προηγήθηκαν, εποµένως, του ένοπλου αγώνα µορφές ηρωικές επώνυµων και ανώνυµων που όµως όλοι είχαν κοινό όραµα, κοινή πίστη και κοινή ελπίδα. Ήταν ο Καστορίας Γερµανός, ο Κορυτσάς Φώτιος, ο Γρεβενών Αιµιλιανός, καθώς και πλειάδα αρχιερέων, αλλά και εκατοντάδων ιερέων και µοναχών που πιστοί στον όρκο τους έγιναν θυσία, προασπιζόµενοι τους Χριστιανικούς πληθυσµούς της Μακεδονίας. Ήταν ακόµη και γυναίκες πραγµατικά µεγάλες και σπουδαίες. Οι δασκάλες που αψήφησαν τους κινδύνους της ζωής τους για να µάθουν γράµµατα στα Ελληνόπουλα της Μακεδονίας, οι γυναίκες της Αράπιτσας που προτίµησαν τον θάνατο από την ατίµωση και δίδαξαν κι αυτές µε τον πιο
τραγικό τρόπο τι σηµαίνει να ζεις περήφανα και ανυπότακτα απέναντι σ’ έναν
βάρβαρο κατακτητή.
Και καθώς ο αέρας της λευτεριάς κοντοζύγωνε στη Θεσσαλονίκη, τα χωριά του Καµπανικού κάµπου σε µια ηρωική συµπαράσταση στον Ελληνικό Στρατό, έβγαζαν τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους για να γεφυρώσουν τον Αξιό και να περάσει ο Στρατός προς τη Σίνδο, τη Μαγνησία και τα Διαβατά που µε δάκρυα χαράς προϋπάντησαν την ελευθερία της πόλης του Αγίου Δηµητρίου.
Καθώς δειγµατοληπτικά µέσα από τους τόµους της ιστορίας αναφέραµε στοιχεία αντιπροσωπευτικά για την παρούσα εισήγηση, έχω την βεβαιότητα ότι αβίαστα διαφαίνεται η πεισµατική εµµονή του Γένους µας στα στοιχεία της δίσηµης ταυτότητάς του – την πίστη και την ελληνικότητά του -στοιχεία που τελικά στην διάρκεια πέντε περίπου αιώνων φάνηκαν τόσο ανθεκτικά ώστε να µην επιτρέψουν τον αφανισµό ή την ενσωµάτωση του λαού µας στους κατακτητές του. Μια εµµονή που δεν λύγισε και έµεινε στην ιστορία για να θυµίζει το ακατάβλητο φρόνηµα αυτού του λαού που σταθερά και αµετάβλητα, θυσιαστικά και ηρωικά, µε αξιοπρέπεια και γενναιότητα αξιώθηκε της εθνικής του ανεξαρτησίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Η χαρµολύπη είναι αίσθηµα που βίωνε και βιώνει διαρκώς η Εκκλησία γιατί πηγάζει από τον Σταυρό και την Ανάσταση. Αυτή την αίσθηση έχουµε και στην παρούσα διπλή επέτειο, καθώς η απελευθέρωση της Μακεδονίας, µας έδωσε τη χαρά του ελεύθερου βίου, η δε µικρασιατική καταστροφή τη λύπη, τη θλίψη και την πικρή ανάµνηση της ζωής, της ιστορίας και του πολιτισµού που έµειναν πίσω.
Καταγράφηκε στα σχολικά µας εγχειρίδια και καταχωρήθηκε ιστορικά ως µικρασιατική καταστροφή η βίαιη και ακούσια αποµάκρυνση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τις πατρογονικές τους εστίες, από την διαχρονική παρουσία τους στον συγκεκριµένο γεωγραφικό χώρο 23 και πλέον αιώνες.
Όµως η προσεκτικά διατυπωµένη έκφραση «καταστροφή» υπολείπεται της ιστορικής πραγµατικότητας που ακούει στο όνοµα «γενοκτονία», καθώς η τελευταία χαρακτηρίζεται χωρίς αµφιβολία από την µεθοδευµένη εξόντωση των Χριστιανών της Ανατολής. Μιας εξόντωσης που σχεδιάστηκε προσεκτικά, οργανώθηκε και εκτελέστηκε µε επιτυχία εις βάρος
των Ελλήνων, που ατυχώς διηρηµένοι δεν µπόρεσαν να διατηρήσουν τα κεκτηµένα, αδυνατώντας να συµµερισθούν το όραµα του Ελευθερίου
Βενιζέλου.
Όµως καθώς χανότανε και η Θράκη µε τη συνθήκη των Μουδανίων ένα τηλεγράφηµα του Βενιζέλου από το Παρίσι, λιτό και αφοπλιστικό, περιέγραφε µια τραγικότητα. «Απωλέσαντες Θράκην, αγωνιζόµεθα διά την σωτηρίαν των Θρακών». Και η Θράκη ήταν το κοµµάτι της πιο ανώδυνης πλευράς της µικρασιατικής καταστροφής. Γιατί ο Βενιζέλος δεν µπόρεσε να πει το ίδιο για τους Έλληνες του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Ιωνίας, της Αιολίας και των λοιπών περιοχών της Μικράς Ασίας. Ο ειδωλολατρικός Ελληνισµός των πέντε περίπου αιώνων προ Χριστού που εγκαταστάθηκε κατ’ αρχήν στα παράλια του Αιγαίου και στη
συνέχεια στην παρευξείνια περιοχή µέχρι τον 3ο µ. Χ. αιώνα είχε πλέον την ταυτότητα του Ελληνοχριστιανικού πληθυσµού. Τα λαµπρά υπολείµµατα των Ναών, των θεάτρων, των κτισµάτων, αποτελούσαν την πνευµατική παρακαταθήκη ενός πολιτισµού που απλά συνεχιζόταν, κάτω από το φως της Ευαγγελικής αλήθειας.
Ως φυσική συνέπεια η εκπαίδευση συνεχίστηκε και έδωσε καρπούς πνευµατικούς σχεδόν αδιάκοπα, µέχρι την κατάληψη των χωρών αυτών από τους Οθωµανούς. Για δύο και πλέον αιώνες το σκοτάδι καλύπτει το φως και µόνο όταν το Γένος αρχίζει να ορθοποδεί, η Εκκλησία είναι αυτή που θέτει ως πρωταρχικό µέληµά της την δηµιουργία σχολείων κατ’ αρχήν δηµοτικής εκπαίδευσης και στη συνέχεια – στις πιο µεγάλες πόλεις – και ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων. Οι Έλληνες κάτω από τη δυσβάσταχτη δουλεία τους θεωρούσαν ότι πυλώνας δεύτερος της εθνικής τους υποστάσεως ήταν η Ελληνική παιδεία.
Έτσι βλέπουµε σταδιακά µέσα από ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, Μητροπόλεις και Επισκοπές να ζητούν δια του Πατριαρχείου άδειες ανεγέρσεως εκπαιδευτηρίων διαφόρων βαθµίδων, καθώς και την αγωνιώδη αναζήτηση των µεγάλων και διακεκριµένων διδασκάλων του Γένους για την
στελέχωσή τους. Ενδεικτικά θα σας αναφέρω α) την Μεγάλη του Γένους Σχολή, τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και την Εµπορική Σχολή β) στην Τραπεζούντα το Φροντιστήριο γ)στην Σµύρνη την Ευαγγελική Σχολή, στο Άγιον Όρος την Αθωνιάδα, στην Πάτµο την Πατµιάδα και άλλα που δεν επιτρέπει ο χρόνος.
Το έργο της Εκκλησίας στήριξαν οικονοµικά και οι µεγάλοι Ευεργέτες του Γένους µας που αντιλαµβανόταν την συµµετοχή τους ως ευθύνη και τιµή. Γι’ αυτό και πλείστα όσα των ιδρυµάτων έφεραν τα ονόµατά τους. Το αυτό έπραξαν προθύµως και πολλοί των αρχιερέων.
Η πορεία των σχολείων δεν ήταν πάντα απρόσκοπτη αλλά ακολουθούσε τις εντάσεις των καιρών και βρισκόταν ανά πάσα στιγµή κάτω από την διάθεση των κατακτητών.
Όµως στις αρχές του 18ου αιώνος η εκπαίδευση είχε φτάσει στο αποκορύφωµά της καθώς η Σµύρνη κατόρθωσε να ιδρύσει το πρώτο Πανεπιστήµιο της Ανατολής, να κτίσει και να ολοκληρώσει τις εγκαταστάσεις του που ατυχώς όµως δεν λειτούργησαν λόγω της καταστροφής.
Ήταν µάλιστα τόση η αίσθηση της ελληνικότητας της περιοχής και της πατρογονικής κληρονοµιάς ώστε οι Ελληνικές Χριστιανικές κοινότητες και οι κατά τόπους Μητροπόλεις να προτρέπουν τους Χριστιανούς στην παράδοση όλων των αρχαίων ευρηµάτων για τη δηµιουργία αρχαιολογικών µουσείων.
Όµως ήρθαν οι δίσεκτες ηµέρες και αποφάσεις για εθνική εκκαθάριση, αποφάσεις που πρώτοι τις δοκίµασαν οι Αρµένιοι µε ένα εκατοµµύριο αθώα θύµατα και µετά η δική µας σειρά. Ένας Ελληνισµός που ήκµαζε στην Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και την Μικρασία, έµελλε να αφανιστεί. Οι άλλοτε ακµάζουσες θρησκευτικές και εκπαιδευτικές κοινότητες µε το δυνατό εµπόριο και την ζωντανή παρουσία κάτω από την σκέπη της Εκκλησίας, που διατηρώντας τα εκχωρηθέντα προνόµια από Μωάµεθ του Πορθητού, έδινε τη δυνατότητα να ζήσει ο Ελληνισµός, τώρα πια βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού.
Η Ιωνία έζησε για λίγο την Ανάσταση σ’ ένα σχήµα πρωθύστερο, καθώς ακολούθησε η Σταύρωση. Τα παιδιά της Ανατολής καθηµαγµένα άφηναν πίσω τους τις πατρογονικές εστίες, τις εκκλησίες, τα µοναστήρια, τα σχολεία, τους νεκρούς τους. Οι σελίδες της τραγωδίας είναι λίγο πολύ γνωστές τόσο από τα ακούσµατα εκείνων που πέρασαν το Αιγαίο όσο και από τις προξενικές αναφορές και τις µαρτυρίες ξένων εθελοντών ιδρυµάτων. Είναι στ’ αλήθεια
δύσκολο να περιγράψεις τον πόνο και τον θάνατο ή µάλλον είναι ευκολότερο – για την περίσταση αυτή – να περιγράψεις τον θάνατο από τον πόνο. Όχι µαύρες αλλά πορφυρές είναι αυτές οι σελίδες της ιστορίας µας.
Όπου κι αν πατήσεις στις άλλοτε ακµάζουσες πόλεις και χωριά της Μικρασίας θα είναι σαν να πατάς σε τόπο µαρτυρίου. Γιατί ολόκληρη η Μικρασία υπήρξε το θέατρο της Ελληνικής ανθρώπινης τραγωδίας σε όλη του την έκταση και στην πιο τροµερή εκφορά της. Ο Ελληνισµός και ο Χριστιανισµός που έζησαν περίπου είκοσι αιώνες στο χώρο αυτό γνώριζαν πλέον το δρόµο της προσφυγιάς. Μπροστάρηδες, ποιµένες και οδηγοί πάλι οι κληρικοί – όσοι απέµειναν από τις σφαγές και τις εξορίες – για να παρηγορήσουν τον λαό τη στιγµή του αφανισµού και να δείξουν στα µάτια του την Παναγία την Ελπίδα.
Όµως ο κατάλογος της τραγωδίας αριθµεί και πάλι τα ονόµατα των επισκόπων που έµειναν για πάντα εκεί. Ανάµεσά τους ο Κυδωνιών Γρηγόριος και ο Σµύρνης Χρυσόστοµος, οι ιερείς και οι µοναχοί που έµειναν για να συνεχίσουν την ουράνια λειτουργία. Καθώς η αυλαία της καταστροφής έπεφτε στη Σµύρνη οι λυχνίες της Αποκαλύψεως έσβηναν, η µία µετά την άλλη, όπως το προφήτευσε πριν από 19 αιώνες ο Ιωάννης ο Θεολόγος. Κατά µία περίεργη σύµπτωση ο πρώτος Επίσκοπος της Σµύρνης Άγιος Πολύκαρπος και ο τελευταίος Άγιος
Χρυσόστοµος πότισαν µε το αίµα τους την Ιωνική γη.
Και ο µαρµαρωµένος βασιλιάς που από το 1453 κοιµάται περιµένοντας την ώρα της λευτεριάς «συντροφεύει» κάπου εκεί στην προκυµαία της Σµύρνης χιλιάδες άλλους Χριστιανούς. Και η εικόνα της Σµύρνης που καίγεται, η θλιβερότερη εικόνα σε ολόκληρη την Ελληνική ιστορία, θα συνεχίζει να υγραίνει τα µάτια µας και να στοιχειώνει τις καρδιές και τα όνειρα όλων µας.
Χάθηκαν λοιπόν όλα; Μπορεί ναι, µπορεί και όχι… Ο ποιητής, πιστός στη δύναµη του Έθνους για αναγέννηση λέει: « Την Ρωµιοσύνη µην την κλαις, εκεί που πάει να σκύψει… να την πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει και καµακώνει το θεριό µε το καµάκι του ήλιου».
Αν πρέπει να κλάψουµε για τις συµφορές που πέρασαν, άλλο τόσο πρέπει και ως χρέος ιερό στις χιλιάδες των νεκρών εθνοµαρτύρων να θηρεύουµε τις προκλήσεις που ανοίγονται διάπλατα µπροστά µας. Ας µην ξεχνούµε ότι η Ρωµιοσύνη είναι κυρίως όχι ένας τόπος, αλλά
ένας τρόπος ζωής.
Σας ευχαριστώ…