Όλοι γνωρίζουμε τον μεγάλο πόλεμο, που κάνει ο σατανάς στον άνθρωπο. Έχει όμως δύναμη ο σατανάς; Μπορεί να κάνη κακό στον άνθρωπο; Και πότε μπορεί; Λέγει ο Απ. Παύλος: «Επί πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ω δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι» (Εφ. στ 16).
Δηλαδή, μαζί με όλα αυτά να πάρετε επάνω σας και να φορέσετε σαν άλλη μεγάλη ασπίδα, που θα σας σκεπάζη ολόκληρους, την πίστη, με την οποία θα μπορέσετε να σβήσετε όλους τους καυστικούς πειρασμούς του πονηρού, που μοιάζουν με πύρινα βέλη.
Γιατί όμως ο Θεός επιτρέπει να πειράζη ο σατανάς τον άνθρωπο;
Ο Άγιος Μάξιμος λέγει ότι για πέντε αιτίες παραχωρεί ο Θεός να πολεμούμεθα από τους δαίμονες.
Πρώτη αιτία είναι να διακρίνουμε την αρετή από την κακία πολεμούντες και αντιπολεμούμενοι.
Δεύτερη, για να αποκτήσουμε με πόλεμο και κόπο την αρετή, ώστε να έχουμε αυτή βεβαία και σταθερά.
Τρίτη, για να μη υψηλοφρονήσουμε, όταν θα προκόπτουμε στην αρετή, αλλά να είμεθα ταπεινοί.
Τέταρτη, για να μισήσουμε ολοκληρωτικά την κακία, αφού την δοκιμάσουμε.
Πέμπτη, εκτός όλων αυτών, είναι να μη λησμονήσουμε την αδυναμία μας, ούτε την δύναμη του Θεού που μας βοήθησε, για να φθάσουμε στην απάθεια.
Όμως όταν στηριζώμαστε στην δύναμη του Κυρίου ποιά είναι η δύναμη του πονηρού;
Έλεγαν για τον Αββά Ιωσήφ της Πανεφώς ότι, σαν ήταν στις τελευταίες του στιγμές και γύρω του κάθονταν γέροντες, έρριξε το βλέμμα του στη θυρίδα, είδε τον διάβολο να κάθεται εκεί κοντά και φώναξε στον μαθητή του, λέγοντας: «φέρε το ραβδί. Γιατί αυτός θαρρεί ότι γέρασα και δεν μπορώ πλέον να τον αντιμετωπίσω». Και σαν έπιασε το ραβδί, είδαν οι γέροντες τον διάβολο να πηδά από την θυρίδα έξω σαν σκυλί και να γίνεται άφαντος.
Έλεγε κάποτε ο Μέγας Αντώνιος.
Ακούστε τι μου συνέβη: Κάποτε κτύπησε κάποιος την πόρτα του κελλιού μου. Βγήκα και άνοιξα. Αμέσως τότε είδα μπροστά μου ένα υψηλό κατά το εξωτερικό φαινόμενο. Του λέγω:
– Ποιός είσαι;
και μου απαντά:
– Εγώ είμαι ο σατανάς.
– Τι ζητείς εδώ; -Τον ρωτώ.
– Γιατί -μου απαντά- με κατηγορούν άδικα οι Μοναχοί και όλοι οι άλλοι Χριστιανοί; Γιατί με καταριούνται κάθε ώρα;
Του είπα τότε εγώ:
– Γιατί και συ τους ενοχλείς;
– Δεν τους ενοχλώ εγώ -μου απαντά- μόνοι τους ταράσσονται. Εγώ πλέον τελείως εξησθένησα. Δεν διάβασαν αυτό που αναφέρει η Αγία Γραφή: «Του εχθρού ετελείωσαν πλέον τα σπαθιά και τις πόλεις κατεκρήμνισες;» (Ψαλμ. θ 7). Δεν έχω πλέον τόπο, δεν έχω βέλος, ούτε πόλη. Παντού ευρίσκονται Χριστιανοί και η έρημος ακόμη γέμισε από Μοναχούς. Λοιπόν, ας περιφρονούν τους εαυτούς τους και ας μη με καταρώνται άδικα.
Τότε εγώ, που άκουγα κατάπληκτος τα λόγια του διαβόλου, θαύμασα την Χάρη του Χριστού και του είπα πάλι:
– Πάντοτε είσαι ψεύτης. Τώρα όμως είπες την αλήθεια, χωρίς να το θέλης. Διότι ο Χριστός μετά τον θείο ερχομό Του στον κόσμο σε εξησθένησε και σε απογύμνωσε, αφού σε κατετρόπωσε.
Μόλις άκουσε ο διάβολος το όνομα του Σωτήρος Χριστού, επειδή και από αυτό μόνο κατεκαίετο, εξηφανίσθη αμέσως.
Εφ όσον λοιπόν -λέγει ο Μέγας Αντώνιος- και ο ίδιος ο διάβολος ομολογεί ότι τίποτα δεν μπορεί να κατορθώση, εμείς οφείλουμε να καταφρονήσουμε τελείως αυτόν και τους δαίμονές του.
Αυτό είναι μια απάντηση και στην σημερινή εποχή σε όποιους τρέχουν, για να λύσουν τα τυχόν προβλήματά τους στις μάγισσες, στους μάγους, στα μέντιουμ, στις οραματίστριες, στους ονειροσκόπους, στους χειρομάντεις και γενικά σε αυτούς, που παραδίδουν την ψυχή τους στον διάβολο που τους κοροϊδεύει. Μόνον όταν ο Θεός το επιτρέπη, όπως στην περίπτωση του Ιώβ, μπορεί να κάνη ο,τι του επιτρέπει ο Θεός.