«Ζήτησα αυτή τη χάρη από τον Θεό: όποιος κάνει το μνημόσυνο μου και με γιορτάσει ή γράψει ή διηγηθεί την ζωή μου, να μην του έλθει πειρασμός από τον διάβολο»
«Ζήτησα αυτή τη χάρη από τον Θεό: όποιος κάνει το μνημόσυνο μου και με γιορτάσει ή γράψει ή διηγηθεί την ζωή μου, να μην του έλθει πειρασμός από τον διάβολο»
«Και όστις ευρεθεί εις κίνδυνον θαλάσσης ή θυμόν δικαστού ή εις άλλην τινα στενοχωρίαν και σε επικαλεσθή λέγων: «Παντοδύναμε Κύριε δια πρεσβειών του δούλου σου Ονουφρίου ελέησόν με, παρακαλώ την βασιλείαν σου», καθώς μου έταξες, επάκουσον της δεήσεως αυτού».
«Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος, πριν το τέλος του διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Παφνούτιο τὴν ζωή του καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνές του. Σὲ κάποια στιγμή, σταμάτησε νὰ μιλάει καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τοῦ λέει:
-Ἄς σταματήσουμε τὰ λόγια παιδί μου, καὶ ἂς πάμε στὴν κατοικία μου.
Προετοιμάζεται γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.
Μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση περπάτησαν τρία μίλια μέχρις ὅπου ἔφθασαν στὴν καλύβα τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου. Μπῆκαν μέσα καὶ ἀμέσως προσευχήθηκαν στὸν Κύριο τὸν ὁποῖο εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ συναντηθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν γιὰ τὸν Θεό. Τὸ ὅτι ἡ ὥρα πέρασε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν φαινόταν ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα. Ξαφνικὰ στὴ μέση τοῦ κελλιοῦ βλέπουν ἕνα ψωμὶ μεγάλο καὶ ὡραιότατο. Τότε ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος λέει:
-Σήκω παιδί μου, φάε καὶ πιὲς ὅ,τι μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος γιατὶ εἶσαι πολὺ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν πεζοπορία καὶ ἂν δὲν φᾶς κινδυνεύεις νὰ ἀῤῥωστήσεις.
Ὁ φιλοξενούμενος ἀπάντησε:
-Ζεῖ Κύριος ὁ Σωτήρας μας μπροστὰ στὸν Ὁποῖο βρισκόμαστε. Δὲν θὰ φάω ὅμως, ἂν δὲν φᾶμε μαζὶ μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη.
Τελικά, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος πείσθηκε νὰ φάει καὶ αὐτός. Ἀφοῦ σηκώθηκαν καὶ ἔκαναν τὴν προσευχή τους ξανακάθησαν νὰ φᾶνε μὲ ὅ,τι τοὺς ἔστειλε ὁ Θεός. Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔκοψε μὲ τὰ χέρια του τὸ ψωμὶ σὲ κομμάτια καὶ ἀφοῦ ἔφαγαν δόξασαν τὸν Θεό. Στὴν συνέχεια ὁ καθένας ἀσχολήθηκε μὲ ἀτομικὴ προσευχή.
Ὅταν τὸ φῶς τῆς μέρας ἐπέτρεπε νὰ δεῖς καλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὁ Ὅσιος Παφνούτιος βλέπει ὅτι ἡ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου ἦταν χλωμή, καὶ ἀλλοιωμένη. Φοβισμένος τὸν ρώτησε γιατὶ συμβαίνει αὐτό. Αὐτὸς ἀπάντησε:
-Μὴ φοβηθεῖς ἀδελφέ, γιατὶ ὁ ἀγαθότατος καὶ σπλαγχνικὸς Κύριος σὲ ἔστειλε γιὰ νὰ θάψεις τὸ σῶμά μου. Νὰ ποὺ σήμερα τελειώνει ἡ παροικία μου καὶ φεύγει ἡ ψυχή μου γιὰ τὴν ἀνείπωτη εὐφροσύνη τῆς οὐρανίου μακαριότητος καὶ νὰ θυμᾶσαι ὅταν πᾶς στὴν Αἴγυπτο νὰ κηρύξεις στοὺς μοναχοὺς καὶ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ὅτι ζήτησα αὐτὴ τὴν χάρη ἀπὸ τὸν Θεό: ὅποιος κάνει τὸ μνημόσυνό μου, καὶ μὲ γιορτάσει ἢ γράψει ἢ διηγηθεῖ τὴν ζωή μου, νὰ μὴν τοῦ ἔλθει πειρασμὸς ἀπὸ τὸν διάβολο.
-Ἅγιε Πάτερ, δῶσέ μου τὴν εὐλογία νὰ μείνω ἐδῶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου.
-Δὲν σὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ μείνεις ἐδῶ, ἀλλὰ μόνο νὰ θάψεις τὸ σῶμά μου καὶ νὰ εὐφρανθεῖς μὲ τοὺς Ὁσίους δούλους Του ποὺ μένουν σὲ αὐτὴ τὴν ἔρημο, καὶ νὰ κηρύξεις στοὺς φιλόχριστους τὸν τρόπο ζωῆς τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦν ὅσο μποροῦν.
Ἔπεσε στὰ πόδια του ὁ Παφνούτιος καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἅγιε Πάτερ, γνωρίζω ὅτι ὅσα ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ σοῦ τὰ δώσει, ἐξαιτίας τῶν ἀγώνων σου. Σὲ παρακαλὼ πολύ, νὰ μὲ εὐλογήσεις νὰ γίνω ὅμοιός σου στὴν ἀρετή, νὰ πάρω ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἴδια δόξα καὶ ὅμοιο στεφάνι στὴν αἰώνια ζωή.
-Ὁ Κύριος νὰ μὴν σὲ λυπήσει γιὰ αὐτὸ ποὺ ζήτησες, ἀλλὰ νὰ σὲ εὐλογήσει καὶ νὰ σὲ στηρίξει στὴν ἀγάπη Του, νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, πειρασμὸ τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία σου. Οἱ Ἄγγελοι Του νὰ σὲ σκεπάσουν καὶ νὰ σὲ φυλάξουν ἀπὸ τὶς ἐπιβολὲς τοῦ ἐχθροῦ, γιὰ νὰ μὴν σὲ βρεῖ ὁ ψυχοφθόρος κανένα φταίξιμο τὴν ὥρα τῆς κρίσης. Ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας Τριάδος ἄς εἶναι μαζί σου, τώρα καὶ στὴν ἀτελειώτη αἰωνιότητα.
Προσευχή του Οσίου Ονουφρίου
Στὴν συνέχεια, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος γονάτισε, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσευχήθηκε λέγοντας:
-Ὕψιστε Κύριε, ποὺ ἡ δύναμή Σου εἶναι ἀνεξιχνίαστη καὶ ἡ δόξαΣου ἀκατανόητη καὶ ἀνέκφραστη, τὸ δὲ ἔλεός Σου ἄπειρο καὶ ἀμέτρητο, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω ἐσένα ποὺ πόθησα ἀπὸ τὴν νεότητά μου καὶ Σένα ἀκολούθησα. Ἐπάκουσέ με Σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ ποὺ φρόντισες γιὰ μένα τὸν φτωχὸ καὶ ἀπομάκρυνες ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τὴν ψυχή μου καὶ δὲν μὲ ἐγκατέλειψες στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου ἀλλὰ ἔδωσες ζωὴ στὴν καρδιά μου. Σὲ ἱκετεύω Κύριε, σκέπασόν με μὲ τὴν εὐλογία Σου, γιὰ νὰ μὴ ταραχτεῖ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονες ὅταν χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ παράλαβέ την μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους σου καὶ κατάταξέ την ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, γιατὶ εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνες.
Μὴν ξεχνᾶς πολυέλεε τοὺς πιστούς. Ὅσους βρεθοῦν σὲ κίνδυνο καὶ προσευχηθοῦν λέγοντας: Παντοδύναμε Κύριε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ δούλου Σου Ὀνουφρίου ἐλέησέ με· ἄκουσέ τους Σὲ παρακαλῶ καὶ χάρισέ τους τὴν Βασιλεία Σου, ὅπως μοῦ ἔταξες».
Απὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γεωργίου Μηλίτση: «Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος», Τρίκαλα 2008.