Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής Δογματικής, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ
Θα υπάρξει Ανάσταση των νεκρών; Υπαρξιακά ερωτήματα και η θεολογική απάντησή τους.
Ο Θεός είναι ο μόνος Κύριος της ζωής και του θανάτου. Ο Θεός, δηλαδή, παρέχει τη ζωή, αλλά και θέτει τα όριά της. Μόνος αυτός γνωρίζει όλα τα δεδομένα, αλλά και όλες τις προθέσεις των λογικών όντων, πριν καν αυτά έρθουν στην ύπαρξη.
Ταυτόχρονα, ο Θεός αγαπά σε ασύλληπτο βαθμό όλους τους ανθρώπους. Μάλιστα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί τον Χριστό ως τον μανιωδέστερο των εραστών της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά την Αγία Γραφή, άλλωστε, ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να τον γνωρίσουν ως την υποστατική Αλήθεια («πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»). Με τις παραπάνω προϋποθέσεις, κατανοείται εύκολα, ότι ο Θεός, ως ο κατεξοχήν και κατά κυριολεξία καλός και αγαθός, δεν είναι δυνατόν να θέλει τον πρόωρο θάνατο κανενός ανθρώπου. Και τούτο, επειδή το κύριο γνώρισμα του Θεού είναι η αγάπη.
Έτσι ο Θεός αποφασίζει τον θάνατο του κάθε ανθρώπου με βάση την παγγνωσία και την αγάπη του. Τούτο, πρακτικώς, σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος πεθαίνει στην καλύτερη χρονική στιγμή γι’ αυτόν. Κατά συνέπεια, μία ενδεχόμενη παράταση της ζωής μας, πέρα από το όριο, που έθεσε η αγάπη του Θεού για τον καθένα μας, θα είχε αρνητικό αποτέλεσμα στην ποιότητα της αιωνίου ζωής μας. Γι’ αυτό, θα πρέπει να δεχόμαστε την απόφαση του Θεού, για την οριοθέτηση της ζωής όλων των ανθρώπων, με ευγνώμονα και ευχαριστιακή διάθεση.
Η ανάσταση των νεκρών αποτελεί θεμελιώδη αλήθεια της Εκκλησίας, που διατυπώθηκε δογματικά και συμπεριλήφθηκε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας, κατά την Β’ Οικουμενική Σύνοδο. Άλλωστε, η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί την ασφαλέστερη εγγύηση για την πραγματοποίηση και της δικής μας αναστάσεως. Η ανάσταση των νεκρών σωμάτων και η ένωσή τους με τις αντίστοιχες ψυχές είναι η προϋπόθεση για την μέλλουσα Κρίση, αφού ζήσαμε και πράξαμε το καλό ή το κακό, ως ψυχοσωματική ενότητα. Είναι, λοιπόν, εύλογο να έχουμε και τη μελλοντική ποιότητα της ζωής μας ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη.
Ποιος άνθρωπος είναι πραγματικά ελεύθερος και ευτυχισμένος; Τι σημαίνει πραγματική ελευθερία και πως αποκτάται;
Πραγματικά ελεύθερος είναι ο άνθρωπος, όταν απελευθερωθεί από τον φόβο του θανάτου, από την επιρροή του πονηρού και από τα πάθη του. Τότε μόνο μπορεί να ζει σύμφωνα με τις προδιαγραφές της δημιουργίας του και μόνο τότε μπορεί να πραγματοποιεί τον σκοπό, για τον οποίο τον δημιούργησε ο Θεός, επειδή μόνο τότε μπορεί να αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες, που έλαβε με τη δημιουργία του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Γι’ αυτό και μόνο τότε μπορεί να είναι πραγματικά και εξολοκλήρου ευτυχισμένος.
Η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου, όμως, παρέχεται μυστηριακά, ως δωρεά, μόνο μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας, όπου βιώνεται εμπειρικά και υπαρξιακά «εν πάση αισθήσει». Και τούτο, επειδή μόνο μέσα στην Εκκλησία υπερβαίνεται ο θάνατος, ως χωρισμός του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, τον Θεό, και καταλύεται ο φόβος του θανάτου, ο οποίος προσδιορίζει αποφασιστικά όλες τις ενέργειες του ανθρώπου, στον οποίο κυριαρχεί. Ο Χριστός, με τον σταυρικό θάνατό του, κατήργησε την κυριαρχική εξουσία του διαβόλου στον άνθρωπο, ο οποίος εντάσσεται στο μυστηριακό του σώμα, την Εκκλησία, ενώ με την ανάστασή του νίκησε τον θάνατο, παρέχοντας την αναστημένη ζωή στα μυστηριακά του μέλη, τους πιστούς, τόσο στην παρούσα όσο και στην μέλλουσα αιώνια ζωή. Όταν ο πιστός παραβιάζει τις εντολές του Θεού, περνά στην υπαρξιακή περιοχή του θανάτου και στον χώρο επιρροής του πονηρού. Τότε εμφανίζονται κάι ριζώνουν τα πάθη. Όλα αυτά, όμως, καταλύονται τελείως με την ειλικρινή μετάνοια και εξομολόγηση του πιστού, ενώ με τη Θεία Κοινωνία τρέφεται πνευματικά κάι ενώνεται χαρισματικά με τον ίδιο τον Θεό. Τότε, άλλωστε, υποτασσόμενο το θέλημά του στο θέλημα του Χριστού, αποκτά και τη χαρισματική ελευθερία του. Χαρισματική ελευθερία είναι η ίδια η ανθρώπινη ελευθερία του συγκεκριμένου πιστού, η οποία εμπλουτίζεται με την άκτιστη θεοποιό Χάρη του Χριστού, οπότε και αποκτά, χαρισματικώς, προοπτικές άκτιστης ελευθερίας.