του Πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννη Κατή
Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Χριστοφόρος (κατά κόσμον Σωτήριος Κίσσης) εγεννήθη εις Βεράτιον της Βορείου Ηπείρου από εκλεκτούς γονείς ήτο τέκνον πολυμελούς οικογένειας τα πρώτα γράμματα τα έμαθε εις την ιδιετέρα του πατρίδα, μετά ενεγράφη εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης απ’ όπου και έλαβεν το πτυχίον την 2α Ιουλίου του 1906 με βαθμόν 4,50 κλ (άριστα), Σχολαρχούντος του Αρχιμανδρίτου Γερμανού Γρηγορά Καθηγητού της Ιεράς Θεολογίας.
Διάκονος εχειροτονήθη την 20-8-1910 και την επόμενην Πρεσβύτερος υπό του Επισκόπου Σταυρουπόλεως Χριστοφόρου εις τον Ιερόν Ναόν των Εισοδίων του Πέραν Κωνσταντινουπόλεως όπου και υπηρέτησεν ως Ιεροκήρυξ μέχρι την 2-11-1917 όπου διά ψήφων κανονικών εξελέγη Επίσκοπος Συνάδων Βοηθός Επίσκοπος του Μητροπολίτου Δέρκων Καλλινίκου. Την 1 Δεκεμβρίου 1922 διορίζεται υπό του ως άνω Μητροπολίτου Αρχιερατικός Προϊστάμενος και συγχρόνως Επίτροπος του Μητροπολίτου δι’ όλον το τμήμα Μακροχωρίου, την 11 Αυγούστου 1923 παρά τας αντιρήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου μεταβαίνει εις Αλβανία χάριν της αγάπης του προς τον Χειμαζόμενον Λαόν της Βορείου Ηπείρου όπου παραμένει άνευ Επισκόπων επί μίαν δεκαετίαν.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον τον έκρινεν υπόδικον.
Όταν έφθασεν ο Συνάδων Χριστοφόρος εις τους Αγίους Σαράντα τον ανέμεναν οι Υποδιοικηταί Δελβίνου και Πρεμετής και άλλοι Επίσημοι ως και αυτοκίνητον έτοιμον διά να τον παραλάβη.
Ο Συνάδων Χριστοφόρος έφθασεν εις την Κορυτσάν την 16 Αυγούστου (Π.Η.) όπου του επεφυλάχθη ενθουσιώδης υποδοχή.
Αμέσως εγκαταστάθη εις την Μητρόπολιν. Μετά ταύτα συνεργάσθη μετά του Ιεροθέου Μηλιτουπόλεως τελών υπόδικος όμως από του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέχρι την 3ην Απριλίου 1937 όπου εξελέγη Μητροπολίτης Τιράνων, Δυρραχίου και Ελβασανίου δια ψήφων κανονικών, γενομένων εις τον Πατριαρχικόν Ναόν του Αγίου Γεωργίου. Ούτως είναι ο Πρώτος και κανονικώς Αρχιεπίσκοπος της Χριστιανοσύνης εις Αλβανίαν. Το 1937 κατά μήνα Μάϊον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον απέστειλεν ποσότητα Αγίου Μύρου διά τας Θρησκευτικάς ανάγκας της εν Αλβανία Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστοφόρος έμεινεν πλησίον του ποιμνίου του με κίνδυνον της ζωής του καθ’ όλον το διάστημα του πολέμου ως και της Κατοχής. Την 7 Απριλίου 1939 η Αλβανία καταλήφθη υπό της Ιταλίας και η Ορθόδοξος Εκκλησία διέτρεξεν τον κίνδυνου του εκλατινισμού και πάλιν όμως ο κουρασμένος και γέροντας Ιεράρχης έδωσεν την μάχην.
Το 1949 το Κουμουνιστικό Καθεστώς του Χόντζα τον απομάκρυνε από τον θρόνο του τον κανονικόν Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και Πάσης Αλβανίας κ.κ. Χριστοφόρον «δι επιζήμιον εις την Αλβανικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν δραστηριότητα» ετέθη εις ισόβιον αναγκαστικόν περιορισμόν και τα ξημερώματα των Χριστουγέννων του 1958 παρέδωσεν την Αγίαν του Ψυχήν στον Κύριον κατόπιν πολλών βασανισμών και μαρτύρησε μετά από δηλητηρίασεως μέσα στας φυλακάς των Τιράνων λαβών τον αμαράντινον της δόξης στέφανον του Ιερομάρτυρος προσευχόμενος πάντοτε στον Κύριον δια την Εκκλησίαν του εν Βορείων Ηπείρω.
Ούτως υπήρξεν εν ολίγοις ο Μακαριστός Χριστοφόρος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας ο από Συνάδων.
Αιωνία του η μνήμη.