Ο θάνατος χωρίς αμφιβολία έχει μια μοναδική ικανότητα να κάνει και τον πιο σκληρό άνθρωπο να λυγίζει.
Ίσως επειδή και μόνο η σκέψη πως κάποια στιγμή, αργά η γρήγορα, θα βρεθεί στην θέση αυτή, τον βάζει μπροστά σε μια πραγματικότητα που όσο δυνατός κι αν είναι, ξέρει πως δεν θα μπορέσει να την αλλάξει. Και ίσως να είναι ο πιο σοφός στίχος ελληνικού τραγουδιού που λέει πως «όλοι στο θάνατο είμαστε ίσοι» επαναλαμβάνοντας το του υμνογράφου της εξοδίου ακολουθίας: «άρα τις εστί βασιλεύς, ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός». Η μόνη πραγματική επί γης δικαιοσύνη, όπου κανένας δεν μπορεί να κάνει «παζάρια» όσο δυνατός, όσο «καταφερτζής», όσο φουσκωμένο κι αν είναι το πορτοφόλι του.
Ο θάνατος ενός επώνυμου και επιφανούς πολίτη αποτελεί σίγουρα και ένα κοινωνικό γεγονός για την κάθε κοινωνία. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και με το θάνατο ενός Επισκόπου ο οποίος δεν είναι μόνο πνευματικός πατέρας μιας ορισμένης εκκλησιαστικής επαρχίας, αλλά και ένα δημόσιο πρόσωπο το οποίο με βάση την ελληνική νομοθεσία χαίρει του σεβασμού των τοπικών αρχών. Το στρατιωτικό άγημα για την απόδοση τιμών, η μπάντα, οι τοπικοί σύλλογοι, οι μαθητές, οι τοπικοί άρχοντες, οι λόγοι, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εξόδιο ακολουθία ενός Επισκόπου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτό ακριβώς που ζήσαμε όσοι ήμασταν παρόντες στις 18 του Σεπτέμβρη στην εξόδιο ακολουθία του Επισκόπου μας, Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κυρού Νικοδήμου στην Αρναία της Χαλκιδικής. Ιερείς, λαός, επίσημοι, επικήδειοι, όλα κατά πως έπρεπε και ταίριαζε στην περίσταση.
Για εμάς τους κληρικούς όλη η παραπάνω εικόνα δεν είναι κάτι άγνωστο. Συχνά πυκνά το ζούμε και ίσως να έχουμε και λίγο συνηθίσει . Άρα το να εκφωνήσουμε έναν επικήδειο δεν μας είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Βάζουμε στη σειρά μερικά βιογραφικά στοιχεία του κεκοιμημένου, μερικά αγιογραφικά και πατερικά χωρία περί του θανάτου και κάπου εκεί τελειώνουμε. Για τους λαϊκούς χριστιανούς μας τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Και στο σημείο αυτό στην εξόδιο ακολουθία του μακαριστού μας Επισκόπου συνέβη κάτι που δεν το βρίσκεις εύκολα. Δύο πολιτικά πρόσωπα, ο Υπουργός Μακεδονίας-Θράκης, Θεόδωρος Καράογλου και ο Δήμαρχος του Δήμου Αρστοτέλους, Χρήστος Πάχτας, όση ώρα εκφωνούσαν τον λόγο τους είχαν ένα μόνιμο κόμπο και μια έκδηλη συγκίνηση που ήταν τόσο μακριά από τον άνοστο και πολλές φορές ξύλινο λόγο των πολιτικών. Μετέφεραν την προσωπική τους σχέση με τον «Δεσπότη» μας, για την αγάπη που τους πρόσφερε χωρίς ίχνος τσιγγουνιάς, στις καλές και στις κακές τους στιγμές, για την συμπαράσταση στους κοινούς αγώνες για το καλό του τόπου.
Ποιος είναι εκείνος ο κληρικός, όσο υψηλόβαθμος κι αν είναι, που δεν ζήλεψε αυτό τον λυγμό των δύο πολιτικών προσώπων, που είχαν να μοιραστούν εκείνη την ιερή στιγμή ένα κομμάτι της καρδιάς τους, απόδειξη του τι μπορεί να καταφέρει ένας «μικρός το δέμας», αλλά «μέγας» στην προσφορά αγάπης και ταπεινοφροσύνης, όπου ο επισκοπικός του θρόνος δεν έγινε τόπος υπερφίαλης εξουσιαστικής διάθεσης, αλλά τόπος θυσιαστικής προσφοράς προς όλους, ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς, άρχοντες, αρχόμενους, πλούσιους, φτωχούς, πατέρας μιας μεγάλης οικογένειας που έκλαψε με ειλικρίνεια και όχι με διάθεση «δήθεν» πένθους, γιατί αυτός ο Νικόδημος κατάφερε να γίνει πατέρας και όχι άρχοντας ή αφέντης, ώστε μικροί και μεγάλοι να του δώσουν την καρδιά τους, όπως τους το είχε ζητήσει τότε πριν τριάντα δύο χρόνια, όταν για πρώτη φορά η πρόνοια του Θεού τον έφερνε εκεί, στην Χαλκιδική των αγίων και των ηρώων.
π. Ιουστίνος Κεφαλούρος
18 Σεπτεμβρίου 2012