Τι αποκαλύπτει αμερικανική αντικαρκινική εταιρία. Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα των επιστημόνων, οι γυναίκες που αποκτούν βάρος μετά την εμμηνόπαυση αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού.
Η υπόθεση εργασίας για τη καρκινογένεση στηρίζεται στην αύξηση της έκκρισης οιστρογόνων από τα λιπώδη κύτταρα που ενεργοποιούν τους μηχανισμούς καρκινογένεσης του ορμονευαίσθητου αυτού καρκίνου.
Η ανάλυση αυτή έγινε σε μεγάλο αριθμό γυναικών και επιλέχθηκαν γυναίκες που δεν έκαναν χρήση ορμονικής υποκατάστασης.
Η σύγκριση έγινε ανάμεσα σε γυναίκες που διατήρησαν σταθερό το βάρος τους και σε αυτές που πήραν 5 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο σώματος από την ηλικία των 20 μέχρι την ημέρα της εισόδου τους στη μελέτη.
Η δεύτερη κατηγόρια έδειξε διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε σχέση με την ομάδα που είχε σταθερό βάρος.
Αντίστοιχη ενοχοποίηση του σωματικού βάρους υπάρχει και το καρκίνο του προστάτη, γι’ αυτό και το μήνυμα είναι να διατηρούμε όσο γίνεται το νεανικό βάρος.
Όσες γυναίκες δουλεύουν τη νύχτα περισσότερες από 2 φορές την εβδομάδα, έχουν μέχρι και 40% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού. Ο κίνδυνος αυτός μάλιστα, εμφανίζεται να αυξάνεται σωρευτικά.
Η μελέτη έδειξε λοιπόν, ότι όσες εργάζονταν συχνά σε νυχτερινές βάρδιες, είχαν αυξημένη πιθανότητα κατά 40% να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού.
Για όσες γυναίκες δούλευαν βράδυ πάνω από τρεις φορές την εβδομάδα επί τουλάχιστον έξι χρόνια, ο κίνδυνος ήταν διπλάσιος.
Οι γυναίκες που δούλευαν συχνά τη νύχτα και παράλληλα περιέγραψαν τον εαυτό τους ως “πρωινό τύπο” (δηλαδή την επομένη ξυπνούσαν νωρίς το πρωί), είχαν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο, σχεδόν τετραπλάσιο σε σχέση με όσες δεν δούλευαν το βράδυ.
Περίπου το 10% έως 20% των γυναικών στις σύγχρονες κοινωνίες (ανάλογα με τη χώρα) δουλεύουν περιστασιακά ή μόνιμα το βράδυ.
Όπως είπε ο επικεφαλής της έρευνας δρ.Χάνσεν, η γυναικεία νυχτερινή εργασία πιθανώς αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για καρκίνο του μαστού, αν και η ακριβής αιτία για αυτό είναι ακόμα άγνωστη.
Μία πιθανή αιτία είναι ότι η εργασία υπό το φως των λαμπτήρων μειώνει την παραγωγή της νυχτερινής ορμόνης μελατονίνης, η οποία φαίνεται να δρα προστατευτικά έναντι ορισμένων μορφών καρκίνου.
Επιπλέον, η νυχτερινή εργασία μπορεί να διαταράξει το βιολογικό (κιρκαδιανό) ρολόι του ανθρώπου και αυτό να επιδράσει αρνητικά στα επιμέρους κυτταρικά «ρολόγια» σε διάφορα όργανα του σώματος, όπως στο στήθος.
Ακόμα, η στέρηση του ύπνου εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα, πράγμα που μπορεί να διευκολύνει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.
Είχε προηγηθεί μελέτη της Διεθνούς Υπηρεσίας Ερευνών για τον Καρκίνο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 2007, η οποία είχε συμπεράνει ότι η εργασία σε νυχτερινές βάρδιες είναι “πιθανώς καρκινογόνος για τους ανθρώπους”.
Υπό το φως των ευρημάτων και της νέας έρευνας, όπως είπε ο Χάνσεν, όσο κι αν η νυχτερινή εργασία είναι αναπόφευκτη σε μία σύγχρονη κοινωνία, θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό περιορισμένη σε διάρκεια και να γίνεται λιγότερο από τρεις φορές την εβδομάδα.
Εξάλλου, τρεις άλλες μικρές επιστημονικές μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι και οι άνδρες που δουλεύουν τη νύχτα, έχουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη.