Η ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, η μετάβαση και περιήγηση του Προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησίας Κυρίλλου στην πόλη των Τιράνων και η ρωσική έκδοση του βιβλίου του «Έως εσχάτου της Γης», αποτελούν το επίκεντρο αναφοράς του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστασίου στη συνέντευξη την οποία παραχώρησε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αναλυτικότερα, ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, σε σχέση με τη συνύπαρξη ανθρώπων από διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, υπογράμμισε ότι «μπορεί γενικά να προέλθει από δύο αντίθετες αφετηρίες. Είτε από την αδιαφορία για τη θρησκευτική εμπειρία είτε από την ενσυνείδητη βίωση της βαθύτερης ουσίας της θρησκείας. Αντιστρόφως, η θρησκευτική μισαλλοδοξία και η εχθρότητα ανάμεσα σε συνυπάρχουσες θρησκευτικές κοινότητες είναι δυνατόν να αναπτυχθούν είτε από σπέρματα θρησκευτικού τύπου, έναν ακραίο φανατισμό, είτε από μη θρησκευτικούς παράγοντες, πολιτικούς, εθνικιστικούς, ψυχολογικούς, που επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τη θρησκεία για άλλες επιδιώξεις».
Σε αυτό το σημείο του λόγου του, έκανε γνωστό ότι «αυτές οι ρίζες υπήρξαν ισχυρές στο παρελθόν και δεν παύουν να διατηρούν σε όλες τις χώρες τη ζωτικότητά τους. Εμείς προσπαθούμε να αντλούμε χυμούς από τις υγιείς ρίζες του θρησκευτικού βιώματος και να βοηθούμε στην κοινωνική ανάπτυξη και την πρόοδο της Αλβανίας, τη συμφιλίωση και την ειρηνική συμπόρευση ιδιαίτερα με τους γείτονες και με όλους τους άλλους λαούς».
Σε ό,τι αφορά με τη μετάβαση και περιήγηση του Προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησίας στην πόλη των Τιράνων τόνισε: «Η ειρηνική επίσκεψη του Πατριάρχου Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ.κ. Κυρίλλου υπήρξε ιστορικό γεγονός, ευλογία, φανέρωση και διακήρυξη της ενότητας της Ορθοδοξίας».
Εξέφρασε την άποψη ότι η τριήμερη επίσκεψη «του Μακαριωτάτου Αγίου Αδελφού Πατριάρχου Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ.κ. Κυρίλλου (που έγινε από 28-30 Απριλίου ε.έ.) αποτελεί σημαντικό σταθμό στις σχέσεις δύο τοπικών Εκκλησιών, οι οποίες υπέφεραν βαριά από τον αντιθρησκευτικό διωγμό». Επ’ αυτού επισήμανε ότι «η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας, μάλιστα, είχε πλήρως διαλυθεί και επικρατούσε η άποψη ότι είχε οριστικά σβήσει από τον χάρτη. Δοξολογήσαμε τον Θεό των θαυμασίων για τις δωρεές, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μας έχει χαρίσει». Συμπληρωτικά, σημείωσε ότι «η Εκκλησία της Ρωσίας αναπτύχθηκε σε κλίμα θρησκευτικής ελευθερίας, ενώ η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας αναθεμελιώθηκε εκ βάθρων και ζει δημιουργικά μέσα στο πασχαλινό φως».
Ακολούθως, αναφέρθηκε στην αίσθηση που δημιούργησε στον Πατριάρχη Κύριλλο και τη συνοδεία του η επίσκεψη στην Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, οι οποίοι «γνώριζαν από περιγραφές την πορεία της Εκκλησίας μας, αλλά, όπως δήλωσαν, όσα είδαν και έζησαν στη σύντομη αυτή επίσκεψη ήταν μια έκπληξη» και εν συνεχεία έκανε λόγο για το Συλλείτουργο στον Καθεδρικό Ναό της Αναστάσεως του Χριστού. «Κατά το Συλλείτουργο, δόθηκε η ευκαιρία μαζί με τη δοξολογία και την ευγνωμοσύνη στον Θεό να υπογραμμιστεί ότι κατά τον 21ο αι. ζωτικά για την Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένουν τα θέματα: α) η εμβάθυνση της ενότητος των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, με τονισμό πάντοτε του μυστηριακού χαρακτήρα της και την ουσιαστική πνευματική καλλιέργεια των μελών της, β) Η δυναμική Ορθόδοξη μαρτυρία στον σύγχρονο κόσμο, με τη βεβαιότητα ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν ζει αποκλειστικά για τον εαυτό της, αλλά ό,τι είναι και ό,τι της έχει δοθεί προορίζεται για ολόκληρη την ανθρωπότητα, γ) Η συμβολή στην ειρηνική συνύπαρξη των κατά τόπους θρησκευτικών κοινοτήτων, με προσπάθεια ώστε να γεφυρώνονται οι αντιθέσεις και με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη με ανθρώπους διαφορετικών θρησκευτικών αντιλήψεων».
Αξιοσημείωτη, η παρουσίαση της ρωσικής έκδοσης του βιβλίου του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Αλβανίας «Έως εσχάτου της Γης», η οποία έλαβε χώρα στο Πολιτιστικό Κέντρο του Ιερού Καθεδρικού Ναού, για την οποία, όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, νιώθει βαθιά συγκίνηση, ενώ παράλληλα περιποιεί τιμή στο πρόσωπό του η επιλογή του Πατριάρχη Κυρίλλου να γίνει μετάφραση του βιβλίου του στη ρωσική.
Σχετικά με τη συγγραφή του βιβλίου, είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «κατά τη δεκαετία του 1960, όταν στο πλαίσιο της Διορθοδόξου Νεολαίας αρχίσαμε να αναφερόμαστε στη συχνά “λησμονημένη εντολή” του Αναστάντος Χριστού “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…”, (Ματθ. 28:19-20), πολλοί θεώρησαν ότι επρόκειτο για ανεδαφικό ενθουσιασμό. Άλλοι επιχείρησαν να μειώσουν την προσπάθειά μας, ως δήθεν επίδραση των Δυτικών Εκκλησιών. Αποφασίσαμε τότε να προχωρήσουμε σε συστηματική θεολογική και ιστορική μελέτη του ιεραποστολικού έργου της Ανατολικής Εκκλησίας. Αρχίσαμε την έρευνα των Βυζαντινών Ιεραποστολών -στην κορυφή των οποίων δεσπόζει ο Ισαπόστολος Άγιος Κύριλλος- και κατόπιν προχωρήσαμε στο έργο των Ρώσων Ιεραποστόλων, οι οποίοι συνέχισαν τη διάδοση του Ευαγγελίου σε λαούς, οι οποίοι έως τότε το αγνοούσαν».
Επιπρόσθετα, τόνισε ότι τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο σε ενιαία επεξεργασία προέκυψαν ύστερα από έρευνα και δημοσίευση, για πρώτη φορά, στα ελληνικά και στα αγγλικά μελετών για το έργο των μεγάλων ιεραποστόλων, όπως του Αγίου Ιννοκεντίου Βενιαμίνωφ, στην Αλάσκα (ο οποίος τελικά εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας), του Αγίου Νικολάου Κασάτκιν στην Ιαπωνία και πολλών άλλων και καταθέτει πως όλο αυτό το «ταξίδι» το βίωσε «με βαθιά συγκίνηση».
Επιπλέον, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι υπάρχει και κάτι ιδιαίτερο που συνδέει το βιβλίο αυτό με τη διακονία του στην Αλβανία. «Το πνεύμα που διέπει τα κείμενα αυτά αποκαλύπτει το “ιδιαίτερο” μυστικό που με οδήγησε να αποδεχθώ την κρίσιμη πρωτοεμφανιζόμενη αποστολή, την αναθεμελίωση, δηλαδή, και ανάπτυξη μιας Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας σε έδαφος ολισθηρό. Επίσης, εξηγεί, έμμεσα, την επιμονή μου να επισημαίνεται το χρέος της Ορθοδόξου Μαρτυρίας σε νέα σύνορα και να καταχωρείται στα πανορθόδοξα κείμενα (αρχίζοντας από τα ανακοινωθέντα των Συνάξεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών έως το Μήνυμα και τα άλλα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κρήτη)».
Καταληκτικά, αποκάλυψε ότι «ως επίμετρο του βιβλίου δημοσιεύεται ένα αρχικό “μανιφέστο”, που καθόρισε τον ρυθμό της πορείας μας τις τελευταίες δεκαετίες. “Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας”. Αντλώντας από τις αέναες πηγές της Ορθοδόξου παραδόσεως, έχουμε τη δυνατότητα να ανανεώνουμε τα οράματά μας και τη δράση μας. Ιδιαίτερα στον 21ο αι., κατά τον οποίον ο τεχνολογικός πολιτισμός ενώνει ολόκληρη την ανθρωπότητα με εκπληκτική ταχύτητα. Η θεμελιώδης, πάντως, τελευταία εντολή του Αναστάντος Χριστού, -όπως τονίζεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου και στις Πράξεις των Αποστόλων- διατηρεί όλη την έντασή της: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…», ( Ματθ. 28: 19-20), «”και έσεσθέ μοι μάρτυρες… έως εσχάτου της γης.” (Πραξ. 1:8)».