Toυ Βασίλειου Ευσταθίου Δρ. Φυσικού, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
Τον έκτο αιώνα προ Χριστού οι Ιουδαίοι βρέθηκαν αιχμάλωτοι για τις αμαρτίες τους στην Βαβυλώνα επί εβδομήντα έτη. Όμως ο Θεός δεν τους είχε εγκαταλείψει, αλλά απλά μέσα από αυτή την δοκιμασία τους διαπαιδαγωγούσε.
Μάλιστα στην διάρκεια των εβδομήκοντα ετών πολλοί από τους Ιουδαίους βρέθηκαν σε ιδιαίτερα ευμενείς θέσεις και υπηρετούσαν στην αυλή του Βασιλέως. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο Μαρδοχαίος: «Μαρδοχαίος ο του Ιαίρου, του Σεμείου, του Κισσαίου, εκ φυλής Βενιαμίν, άνθρωπος Ιουδαίος οικών εν Σούσοις τη πόλει, άνθρωπος μέγας, θεραπεύων εν τη αυλή του βασιλέως. ην δε εκ της αιχμαλωσίας, ης ηχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εξ Ιερουσαλήμ», Εσθ. Α,1-3.
Ο Μαρδοχαίος υπηρετούσε μεν στην αυλή του Βασιλέως, αλλά όμως ένα συγκεκριμένο γεγονός τον έκανε να αποκτήσει ιδιαίτερη εύνοια από τον Βασιλέα: η ανακάλυψη και καταγγελία της συνωμοσίας δύο ευνούχων αυλικών του Βασιλέα εις βάρος του για την δολοφονία του, που είχε ως αποτέλεσμα την παραδειγματική καταδίκη αυτών και την σωτηρία του Βασιλέα από την απειλή αυτή : «προσέταξεν ο βασιλεύς καταχωρίσαι εις μνημόσυνον εν τη βασιλική βιβλιοθήκη υπέρ της ευνοίας Μαρδοχαίου εν εγκωμίω.», Εσθ. 2,23. Από το γεγονός αυτό ωφελήθηκε ένας αυλικός, ο Αμάν: «Μετά δε ταύτα εδόξασεν ο βασιλεύς Αρταξέρξης Αμάν Αμαδάθου Βουγαίον και ύψωσεν αυτόν, και επρωτοβάθρει πάντων των φίλων αυτού.», Εσθ. 3,1. Και εδώ είναι το φοβερό. Ο Αμάν απαιτούσε μετά από όλα αυτά από τον Μαρδοχαίο και να τον προσκυνεί όπως όλοι οι άλλοι μετά από σχετικό πρόσταγμα του Βασιλέως, και επειδή ο Μαρδοχαίος δεν το έκανε αυτό, αφού δεν του το επέτρεπε η πίστη του στον αληθινό Θεό ως πιστός Ιουδαίος που ήταν, ο Αμάν θέλησε να εξολοθρεύσει αυτόν και μαζί και όλον τον λαό του, τον ιουδαικό λαό («και επιγνούς Αμάν ότι ου προσκυνεί αυτώ Μαρδοχαίος, εθυμώθη σφόδρα και εβουλεύσατο αφανίσαι πάντας τους υπό την Αρταξέρξου βασιλείαν Ιουδαίους. » Εσθ. 3,5-6). Και για να το πετύχει αυτό είπε στο Βασιλιά: «οι νόμοι αυτών είναι διαφορετικοί από τους νόμους όλων των άλλων εθνών. Αυτοί, λοιπόν, δεν υπακούουν στους νόμους του βασιλέως και είναι προφανές ότι δεν είναι συμφέρον στον βασιλέα να αφήσει αυτούς να ζούν. Εάν λοιπόν φαίνεται καλόν στον βασιλέα, ας εκδώσει ένα διάταγμα καταστροφής τους, εγώ δε εγγράφως θα αναλάβω την υποχρέωση να καταθέσω στο θησαυροφυλάκιο του βασιλέως δέκα χιλιάδες τάλαντα αργυρίου”. («οι δε νόμοι αυτών έξαλλοι παρά πάντα τα έθνη, των δε νόμων του βασιλέως παρακούουσι, και ου συμφέρει τω βασιλεί εάσαι αυτούς· ει δοκεί τω βασιλεί, δογματισάτω απολέσαι αυτούς, καγώ διαγράψω εις το γαζοφυλάκιον του βασιλέως αργυρίου τάλαντα μύρια.», Εσθ. 3,8-9). Και βλέπουμε στα λόγια του αυτά, ότι επειδή ο Βασιλιάς θα ζημιωνόταν οικονομικά από την απώλεια τόσων ανθρώπων, αφού δεν θα του πληρώναν πλέον τους φόρους τους, αναλάμβανε ο Αμάν ακόμα και να αποζημειώσει ο ίδιος τους φόρους τους. Αρκεί να εξαφανίσει τον Μαρδοχαίο που προσκυνεί τον Θεό αντί γι’ αυτόν, μαζί με όλον τον λαό του, που πιστεύουν στον ίδιο Θεό!
Έτσι ο Βασιλιάς πείστηκε, εξέδωσε το σχετικό βασιλικό διάταγμα και το απέστειλε σε όλες τις χώρες της Βασιλείας του. Τότε ο λαός του Θεού εισήλθε στη μεγαλύτερη δοκιμασία όλων των ετών της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας του και σε μια τρομερή ανησυχία περιμένοντας την ορισμένη ημέρα της εξολόθρευσής του από όσους την επιθυμούν, χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να τους υπερασπισθεί: «αι εν πάση χώρα, ου εξετίθετο τα γράμματα, κραυγή και κοπετός και πένθος μέγα τοις Ιουδαίοις, σάκκον και σποδόν έστρωσαν εαυτοίς.», Εσθ. 4,3. Όμως ο Θεός ήταν μαζί με το λαό του όσο και αν επέτρεπε να δοκιμάζεται έτσι, και ο Αμάν είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος: τυφλωμένος από την μεγάλη του υπερηφάνεια και φιλοδοξία που γέμιζαν αυτόν μίσος για όποιον του στεκόταν εμπόδιο, δεν είχε ελέγξει καλά με ποιους πάει να τα βάλει. Εκτός του ότι ο Μαρδοχαίος είχε κερδίσει την εύνοια του Βασιλιά και το ξεσκέπασμα των συνωμοτών από αυτόν είχε καταχωρηθεί στο Βιβλίο των Χρονικών του Βασιλείου ως μέγα γεγονός, το πιο σημαντικό είναι ότι η νέα βασίλισσα που κατ’ οικονομία Θεού αντικατέστησε την προηγούμενη, επειδή εκείνη έδειξε ανυπακοή («…Αστίν τη βασιλίσση, ότι ουκ εποίησε τα υπό του βασιλέως προσταχθέντα διά των ευνούχων.», Εσθ. 1,15), και ήταν η Εσθήρ, ήταν ξάδελφή του και αυτός την είχε αναθρέψει όταν έμεινε ορφανή, καταφέρνοντας χωρίς ο Βασιλιάς να γνωρίζει την καταγωγή της, με τη βοήθεια του Μαρδοχαίου, να είναι αυτή που επέλεξε ο Βασιλιάς για νέα σύζυγό του. Και η Εσθήρ όταν στην δύσκολη ώρα της ζήτησε ο ξάδελφός της να επέμβει για να σώσει το λαό, τον άκουσε. Έτσι παρουσιάστηκε στο Βασιλιά απρόσκλητη, παρόλο που αυτό σύμφωνα με το νόμο σήμαινε καταδίκη σε θάνατο («εισελεύσομαι προς τον βασιλέα παρά τον νόμον, εάν και απολέσθαι με δέη.», Εσθ. 4,16). Το έκανε όμως, αφού πρώτα προετοιμάστηκε νηστεύοντας και αυτή και όλος ο λαός στην πόλη για τρία ημερόνυχτα: « βαδίσας εκκλησίασον τους Ιουδαίους τους εν Σούσοις και νηστεύσατε επ᾿ εμοί και μη φάγητε μηδέ πίητε επί ημέρας τρεις νύκτα και ημέραν, , καγώ δε και αι άβραι μου ασιτήσομεν», Εσθ. 4,16.
[irp posts=”419460″ name=”Γαλλία: Όταν τα ονόματα δαιμονίζουν τους άθεους- Στην Αβινιόν αλλάζουν τα ονόματα των Σχολείων”]
Όμως όταν μετά τρεις ημέρες η Εσθήρ ολοκληρώνοντας την νηστεία και την προσευχή της («Και εγενήθη εν τη ημέρα τη τρίτη, ως επαύσατο προσευχομένη, εξεδύσατο τα ιμάτια της θεραπείας και περιεβάλετο την δόξαν αυτής.», Εσθ. 5,1) παρουσιάστηκε στον Βασιλέα, εκείνος την δέχθηκε ως Βασίλισσα που είναι πάνω από τους νόμους και αυτή μαζί του τους ορίζει: «τι εστιν Εσθήρ; εγώ ο αδελφός σου, θάρσει, ου μη αποθάνης ότι κοινόν το πρόσταγμα ημών εστι· πρόσελθε.», Εσθ. 5,1ζ. Τότε πέτυχε την πρόσκληση του σε γεύμα που θα παρέθετε η ίδια, ζητώντας να είναι παρόν και ο Αμάν. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους του Αμάν. Αυτή όμως οριστικοποιήθηκε με την κατ’ οικονομία Θεού ανάγνωση του Βιβλίου των Χρονικών ενώπιων του Βασιλέα την νύχτα λόγω της αϋπνίας που είχε, οπότε αναζητώντας κάτι για να του διαβάσουν, του διάβασαν για την σωτηρία του από την συνωμοσία εις βάρος του χάρη στον Μαρδοχαίο. Την επόμενη ημέρα όλα έγιναν αστραπιαία. Ο Αμάν που νόμιζε ότι νέες τιμές τον περίμεναν, βρέθηκε να τιμά κατόπιν διαταγής του Βασιλέως τον άνθρωπο που μισούσε, τον Μαρδοχαίο, για τον οποίο είχε μόλις ετοιμάσει ένα ικρίωμα πενήντα πήχεις ψηλό για να τον κρεμάσει, ενώ στο γεύμα που ακολούθησε, όπως του είπαν οι φίλοι του και η γυναίκα του λίγο πριν από αυτό ότι «οριστικώς και βεβαίως θα πέσεις και θα ταπεινωθείς ενώπιον του Μαρδοχαίου, διότι μαζί του είναι ο αληθινός, αιώνιος Θεός» («πεσών πεσή και ου μη δύνη αυτόν αμύνασθαι, ότι Θεός ζων μετ᾿ αυτού», Εσθ. 6,13), η Εσθήρ φανέρωσε σε αυτό ενώπιων του Βασιλιά την ιουδαική κατάγωγή της, που από αυτή γινόταν πλέον αναμφίβολα αντιληπτό ότι το μίσος του Αμάν στρέφεται και εναντίον της, οπότε η κατάληξη αυτού ήταν πιά εντελώς δεδομένη και αναπόφευκτη. Και η θανατική ποινή του εκτελέστηκε με την σταύρωσή του στο ικρίωμα που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για να ξεφορτωθεί τον Μαρδοχαίο. Την ίδια κατάληξη είχε και όλη οικογένειά του, γιατί ο Βασιλιάς αν και δεν μπορούσε να καταργήσει το βασιλικό διάταγμα της επίθεσης κατά των Ιουδαίων, εξέδωσε δεύτερο που επέτρεπε την υπεράσπιση των Ιουδαίων, και έτσι στην ορισμένη ημέρα, με τη βοήθεια του πανίσχυρου πλέον Μαρδοχαίου που πήρε την θέση του Αμάν ως δεύτερος μετά τον Βασιλιά («έλαβε δε ο βασιλεύς τον δακτύλιον, ον αφείλετο Αμάν, και έδωκεν αυτόν Μαρδοχαίω», Εσθ. 8,2), αντί να θανατωθούν οι Ιουδαίοι, θανατώθηκαν οι εχθροί τους, με πρώτους την οικογένεια του Αμάν.
Όλα αυτά που συνέβησαν ο Μαρδοχαίος τα είχε δεί σε όνειρο λίγο πριν συμβούν, το οποίο στην βιβλική ιστορία της Εσθήρ περιγράφεται ως εξής: «… ηγέρθηκαν, συνασπίσθηκαν και ετοιμάσθηκαν όλα τα έθνη να πολεμήσουν εναντίον ενός έθνους δικαίων ανθρώπων. Αίφνης κατά την ημέρα εκείνη έγινε γνόφος και σκότος. Θλίψις και στενοχωρία απλώθηκε στην γη. Δεινά και ταραχή μεγάλη. Όλο το έθνος των δικαίων, επειδή φοβήθηκε, μήπως οι συμφορές εκσπάσουν εναντίον αυτών και καταστραφούν, παρεκάλεσαν τον Θεόν με μεγάλη φωνή. Από την βοήν του δικαίου αυτού έθνους ερράγει και φανερώθηκε κάποια μικρά πηγή, από την οποία όμως επήγασεν ένας μεγάλος ποταμός, νερό άφθονον. Εφάνει το φως της πρωίας, ανέτειλεν ο ήλιος και οι ταπεινωμένοι δίκαιοι υψώθηκαν, ενισχύθηκαν και κατέφαγον τους ισχυρούς εχθρούς τους» («ητοιμάσθη παν έθνος εις πόλεμον, ώστε πολεμήσαι δικαίων έθνος. και ιδού ημέρα σκότος και γνόφου, θλίψις και στενοχωρία, κάκωσις και τάραχος μέγας επί της γης·και εταράχθη παν έθνος δίκαιον φοβούμενοι τα εαυτών κακά και ητοιμάσθησαν απολέσθαι και εβόησαν προς τον Θεόν. από δε της βοής αυτών εγένετο ωσανεί από μικράς πηγής ποταμός μέγας, ύδωρ πολύ· και φως και ήλιος ανέτειλε, και οι ταπεινοί υψώθησαν και κατέφαγον τους ενδόξους.», Εσθ. Α, 6- 10). Δηλαδή, επιγραμματικά, όλα τα έθνη στράφηκαν εναντίον του έθνους των δικαίων ανθρώπων, ή αλλιώς του λαού του Θεού, αλλά τελικά μετά από μεγάλη ταραχή και φόβο, αφού παρεκάλεσαν οι πιστοί το Θεό, εκπήγασε και έτρεξε το νερό, εφάνει το φως, ανέτειλε ο ήλιος, και τελικά οι δίκαιοι επέζησαν και βασίλευσαν, ενώ όσοι τους πολέμαγαν νικήθηκαν και ταπεινώθηκαν.
Και τι άλλο δεν συμβαίνει σήμερα παρά ο πόλεμος όλων κατά της ευαγγελικής αλήθειας και της Ορθόδοξης Εκκλησία και μάλιστα εδώ που δοξάστηκε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στην πατρίδα Ελλάδα, απαιτώντας από όλες της κατευθύνσεις, από εκτός και από εντός, το ξεπούλημά της, την λεηλασία των πνευματικών θησαυρών της, τον πνευματικό θάνατο των τέκνων της, να ξεχάσουν την ιστορία και την πίστη τους, την γλώσσα και την ταυτότητά τους. Την έχουν κατασυκοφαντήσει («οι δε νόμοι αυτών έξαλλοι παρά πάντα τα έθνη, των δε νόμων του βασιλέως παρακούουσι, και ου συμφέρει τω βασιλεί εάσαι αυτούς·») και ζητούν την απώλειά της («ει δοκεί τω βασιλεί, δογματισάτω απολέσαι αυτούς»). Πληρώνουν όσο και όσο γι’ αυτό, μνημόνια τρισεκατομμυρίων («διαγράψω εις το γαζοφυλάκιον του βασιλέως αργυρίου τάλαντα μύρια»), αρκεί να πετύχουν την διαφθορά των αξιών μας, την πνευματική μας αλλοτρίωση, να απεμπολήσουμε την πλούσια ανεκτίμητη κληρονομιά μας, το μοναδικό ιστορικό παρελθόν μας. Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτά που μας πληρώνουν, τα μύρια τάλαντα αργυρίου, μπροστά σε αυτά που θέλουν να μας αφαιρέσουν και να μας στερήσουν, δεν είναι παρά τα άχρηστα κύμβαλα της αδικίας. Όμως δεν υπολογίζουν κάτι: τους Μαρδοχαίους, που δεν τους προσκυνούν όσο και αν λυσσάνε, όσο ψηλά ικριώματα και αν ετοιμάζουν, των οποίων τα ονόματα είναι γραμμένα στο Βιβλίο του Βασιλιά και διαβάζονται μπροστά Του τουλάχιστον κάθε Κυριακή στη Θεία Λειτουργία, και τις Εσθήρ που έχουν παρρησία μπροστά στο Βασιλέα και Αυτός τις αγαπάει και είναι διατεθειμένος να τις χαρίσει ως και το μισό βασίλειό Του («και είπεν ο βασιλεύς· τι θέλεις, Εσθήρ; και τι σού εστι το αξίωμα; έως του ημίσους της βασιλείας μου, και έσται σοι.», Εσθ. 5,3 ). Ο Βασιλιάς επιτρέπει να βάζουν σε δοκιμασία τον λαό του αυτοί που δεν Τον γνωρίζουν, όταν όμως έρθει η ώρα Αυτός έχει την τελευταία κουβέντα. Και αποδοκιμάζει τον κάθε ασεβή και προκλητικό Αμάν, ενώ ευδοκεί στο κάθε ευσεβή πιστό του Μαρδοχαίο και στη κάθε Εσθήρ.