1. Στο προηγούμενο κήρυγμά μας, αγαπητοί χριστιανοί, μιλούσαμε για την αμαρτία των πρωτοπλάστων, που την λέμε «πτώση». Γιατί την λέμε έτσι; Γιατί αυτό έγινε. Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο σαν ένα ωραίο άγαλμα και η αμαρτία το γκρέμισε!…Όλα τα κακά στην γη προέρχονται από αυτήν την πτώση του Αδάμ και της Εύας.
Ο όφις που δελέασε την Εύα είναι ο διάβολος (βλ. Β´ Κορ. 11,3. Αποκ. 12,9). Αυτός αρνήθηκε στην Εύα αυτό που τους είπε ο Θεός ότι, αν φάγουν από το δένδρο, που τους είπε να μη φάγουν, θα έχουν ως κατάληξη την φθορά και τον θάνατο (2,16.17). Ακόμη ο διάβολος είπαμε ότι επείρασε την Εύα με την υπόσχεση «έσεσθε ως θεοί» (3,5), ότι δηλαδή θα γίνουν σαν τον Θεό αν φάνε από το απηγορευμένο δένδρο.
Και πραγματικά ο άνθρωπος ήταν πλασμένος για την θέωση, αλλά με την υπακοή του στο θέλημα του Θεού και όχι με την ανυπακοή του. Απατήθηκε, λοιπόν, η Εύα και έπειτα αυτή με την σειρά της παρέσυρε τον Αδάμ και έφαγε και αυτός από τον απηγορευμένο καρπό. Η αμαρτία αυτή των πρωτοπλάστων, η «πτώση» όπως την είπαμε, έγινε για το ότι ο άνθρωπος έκανε κακή χρήση της ελευθερίας του. Και επειδή η ελευθερία, το μεγάλο αυτό χάρισμα που λάβαμε από τον Θεό, έγινε αιτία της πτώσης του ανθρώπου, αυτή είναι που πρέπει τώρα να προσέξει ο άνθρωπος για να αρέσει στον Θεό. Γι᾽ αυτό και πρέπει να εκλέγει ένα φωτισμένο πνευματικό πατέρα και να κάνει υπακοή σ᾽ αυτόν, για να θεραπεύσει στον εαυτό του το κακό της πτώσης, την κακή, δηλαδή, χρήση της ελευθερίας που έκανε.
2. Εδώ στο βιβλίο της Γένεσης που διαβάζουμε για την πτώση του ανθρώπου γίνεται λόγος για δύο «σπέρματα». Για το «σπέρμα της γυναίκας» και για το «σπέρμα του όφεως» (3,15). «Σπέρμα της γυναίκας» είναι κατά πρώτον ο Χριστός και, δεύτερον, η Εκκλησία του (Γαλ. 3,16.26). Ας παρατηρήσουμε την έκφραση «σπέρμα γυναικός». Εδώ η Αγία Γραφή πρωτοτυπεί, γιατί ο άνθρωπος είναι «σπέρμα» του άνδρα. Αλλά εδώ πρόκειται για τον Ιησού Χριστό, ο οποίος γεννήθηκε παρθενικά από την Παναγία. Γι᾽ αυτό ο προφητευόμενος Χριστός λέγεται μόνο «σπέρμα γυναίκας». «Σπέρμα του όφεως» είναι εκείνοι που απέρριψαν τον Χριστό και ακολουθούν τον διάβολο (Α´ Ιωάν. 3,8-10). Ο Ιησούς Χριστός κατέστρεψε τον διάβολο με τον σταυρικό Του θάνατο. Και εκπληρώθηκε, λοιπόν, αυτό που λέγεται εδώ στην προφητεία, σαν «πρωτο-ευαγγέλιο», όπως την είπαμε, ότι το «σπέρμα Γυναικός» θα συντρίψει την κεφαλή του όφεως (3,15).
3. Με την αμαρτία του Αδάμ ήλθε κατάρα στην γη («επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου», 3,17) και ο άνθρωπος τώρα θα εργάζεται με κόπο και με μόχθο, μέχρις ότου να τον δεχθεί ο τάφος του («έως του αποστρέψαι σε εις την γην, εξ ης ελήφθης», 3,19). Γιατί ο θάνατος και η φθορά στο μνήμα ήλθαν στον κόσμο από την αμαρτία του Αδάμ (βλ. Ρωμ. 5,12). Στον παράδεισο, είπαμε, υπήρχε και άλλο δένδρο, το «δένδρο της ζωής». Στην κατάσταση όμως που είναι τώρα ο άνθρωπος, στην πεπτωκυία του κατάσταση, δεν μπορεί να έχει την στενή σχέση με τον Θεό, γιατί ο Θεός δεν δύναται να ενωθεί με ακάθαρτο. Έτσι δεν μπορεί ο άνθρωπος να φάει από το δένδρο της ζωής και γι᾽ αυτό εκδιώκεται από τον παράδεισο (3,23-24). Το «δένδρον της ζωής» προεικόνιζε τον Χριστό, διά του Οποίου ο άνθρωπος ξαναποκτά τον παράδεισο.
[irp posts=”410547″ name=”Ομιλία για τον Αγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο από τον Γόρτυνος Ιερεμία στην Χίο (ΦΩΤΟ)”]
4. Και τώρα, αδελφοί, δημιουργείται η οικογένεια του Αδάμ έξω από τον παράδεισο. Η οικογένεια βέβαια δημιουργείται με τον γάμο. Ο γάμος θεσπίστηκε από τον Θεό μέσα στον παράδεισο (βλ. 2,24). Άρα είναι θείος θεσμός, όπως ήδη είπαμε. Διδάσκει όμως η θεολογία μας ότι διαφορετικά θα ήταν ο γάμος του ανθρώπου στον παράδεισο αν δεν αμάρτανε, και διαφορετικός είναι τώρα, έξω από τον παράδεισο. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς το πως θα ήταν ο παραδείσιος γάμος, πάντως θα ήταν έτσι, ώστε οι πρωτόπλαστοι δεν θα έχαναν την παρθενία τους. Η σοφία του Θεού θα εύρισκε τον τρόπο πως να πολλαπλασιάζονται παρθενικά στον παράδεισο οι άνθρωποι. Αλλά και τώρα, μετά την πτώση, μιλώντας η Γένεση εδώ για τον γάμο τον παρουσιάζει με το ρήμα «γνωρίζω». Ο γάμος, λοιπόν, δεν είναι ένωση σωμάτων μόνο, αλλά είναι μια βαθειά γνώση των δύο προσώπων, είναι ένωση καρδιών, γι᾽ αυτό διαβάζουμε εδώ την φράση «Αδάμ έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού» (4,1). Από τον γάμο του Αδάμ και της Εύας εγεννήθησαν στην αρχή δύο παιδιά, ο Κάιν και ο Άβελ (4,1). Εγεννήθησαν βέβαια τα παιδιά από τους γονείς τους, αλλά εδώ η Εύα, όταν εγέννησε το πρώτο της παιδί είπε με χαρά «εκτησάμην άνθρωπον διά του Θεού» (4,2). Βεβαίως! Ο Θεός δίδει κύησιν (Α´ Βασ. κεφ. 1). Ο καθένας έρχεται σε ύπαρξη την στιγμή της συλλήψεώς του («συλλαβούσα», 4,1) και εννέα μήνες αργότερα γεννάται! Αν κανείς σκεφθεί την όλη διαδικασία της κύησης και της γέννας του ανθρώπου, θα το παραδεχθεί απόλυτα ότι ο Θεός ενεργεί στην δημιουργία αυτή. ῾Ο Θεός φέρει κάθε άνθρωπο σε ύπαρξη στην κοιλία της μάνας του κατά την στιγμή της συλλήψεώς του. Η ύπαρξή του ταυτίζεται με την σύλληψή του.
5. Και τα δυό παιδιά του Αδάμ, και ο Κάιν και ο Άβελ, λάτρευαν τον Κύριο και πρόσφεραν θυσίες σ᾽ Αυτόν. Αλλά ο Θεός επέβλεπε ευμενώς και εδέχετο την θυσία του Άβελ, γιατί ο Άβελ είχε μια καλή καρδιά, ήταν «δίκαιος», όπως τον είπε ο Κύριος (Ματθ. 23,35). Και επειδή, λοιπόν, ήταν δίκαιος, δηλαδή, καθαρός στην ψυχή, είδε με την πίστη του (βλ. Εβρ. 11,6) ότι θα σαρκωθεί ο Υιός του Θεού και η θυσία Του θα είναι σαν ένα αρνί για την σωτηρία του κόσμου (βλ. Ματθ. 23,35. Λουκ. 11,51. Εβρ. 11,4. 12,24). Και η θυσία του Άβελ στον Θεό ήταν «από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού» (4,4), ενώ η θυσία του Κάιν ήταν «από των καρπών της γης» (4,3), ως γεωργός που ήταν αυτός. Την θυσία του Κάιν την απέρριψε ο Θεός (4,4-5). Την απέρριψε γιατί η καρδιά του δεν ήταν ευθεία με τον Θεό. Όπως λέγει ο θεολόγος Ιωάννης, ο Κάιν «εκ του πονηρού ην… και τα έργα αυτού πονηρά ην» (Α´ Ιωάν. 3,12). Τα πάθη του Κάιν στην επιστολή του Ιούδα (στιχ. 11) περιγράφονται ως «οδός του Κάιν». Η «οδός» αυτή του Κάιν χαρακτηρίζεται από τα αμαρτωλά πάθη του, τα οποία τον είχαν κυριαρχήσει. Ένα από αυτά τα πάθη ήταν μια υπερβολική λύπη του, που γινόταν φανερή στην καταπεσμένη μελαγχολική όψη του. Επειδή, δηλαδή, απορρίφθηκε από τον Θεό η αλαζονική του λατρεία, αυτός «ελυπήθη λίαν και συνέπεσε τω προσώπω αυτού» (4,5). Έπρεπε να λυπηθεί βέβαια ο Κάιν, γιατί δεν του γινόταν δεκτή η θυσία από τον Θεό, αλλά να λυπηθεί με λύπη καλή, η οποία οδηγεί στην ταπείνωση και στην μετάνοια, ενώ η υπερβολική λύπη τα καταστρέφει και τα δύο, και την ταπείνωση και την μετάνοια. Παρά ταύτα όμως ο Θεός αγαπούσε τον Κάιν και γι᾽ αυτό προσπαθούσε να τον φέρει σε μετάνοια (4,6.7). Του συνιστά να κάνει και αυτός ορθά την λατρεία του («ορθώς προσενέγκης»), αλλά του υποδεικνύει και την αμαρτία του («ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες»). Του λέγει να ησυχάσει στην καρδιά του («ησύχασον») με την μετάνοιά του, γιατί η καρδιά του είναι γεμάτη από ταραχή λόγω των παθών του. Επίσης ο Θεός συνιστά στον Κάιν να είναι ο φύλακας του αδελφού του, γιατί αυτός θα είναι ο φροντιστής του («προς σε η αποστροφή αυτού και συ άρξεις αυτού», 4,7). Αυτά λέγονται, γιατί ο Κάιν ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός και αυτός έπρεπε να έχει την ευθύνη για τον νεώτερο αδελφό του. Όπως οι γονείς του Κάιν φρόντιζαν για την ευτυχία του, έτσι και αυτός επίσης έπρεπε να δείχνει αγάπη και φροντίδα για τον νεώτερο αδελφό του.
Δυστυχώς όμως ο Κάιν αρνήθηκε να ενδιαφερθεί να νικήσει τα πάθη του με την μετάνοια και άφησε την οργή του να τον οδηγήσει σε μίσος και φόνευσε τον αδελφό του τον Άβελ (4,8). Και τώρα όμως πάλι ο Θεός εκάλεσε τον φονιά Κάιν σε μετάνοια, ρωτώντας τον για τον αδελφό του τον ῎Αβελ. Αλλά αυτός αρνήθηκε αυτό που του είχε πεί ο Θεός προηγουμένως, ότι πρέπει να φροντίζει για τον μικρότερο αδελφό του (4,7)· ότι, δηλαδή, πρέπει να είναι «φύλακάς» του και με αυθάδεια απάντησε στον Θεό: «Μη φύλαξ του αδελφού μου ειμί εγώ;» (4,9). Αλλά και πάλι ο Κάιν, όταν άκουσε τον έλεγχο του Θεού για την αμαρτία του και την τιμωρία του γι᾽ αυτήν (4,10-12), λυπήθηκε μεν, αλλά όχι λύπη που φέρει μετάνοια και αυτή έπειτα φέρει την σωτηρία. Λυπήθηκε λύπη απελπιστική. Ο Κάιν χρησιμοποίησε την αμαρτία του ως αιτία για να αποφύγει την μετάνοια, γιατί δεν πίστευε στην Χάρη του Θεού. Είπε στον Θεό: «Μείζων η αιτία μου του αφεθήναί με» (4,13). Είπε, δηλαδή, ότι η αμαρτία του είναι πολύ μεγάλη και δεν μπορεί να συγχωρηθεί.
Πραγματικά, από τον λόγο του αυτόν ο Κάιν απέδειξε ότι δεν πίστευε στην Χάρη του Θεού, που συγχωρεί όλα τα αμαρτήματα.
Ως τιμωρία του αμαρτήματός του ο Κάιν λαμβάνει τώρα το να είναι πλανώδιος και εξόριστος πάνω στην γη (4,14), γι᾽ αυτό και κατοίκησε στην γη «Ναίδ», που σημαίνει «τόπος εξορίας» (4,16). Αλλά, στην απογοητευτική του κραυγή προς τον Θεό, ότι εξόριστος έτσι όπως θα ζεί, ο καθένας που θα τον βρεί θα τον σκοτώσει, ο Θεός του έβαλε «σημείον» στο πρόσωπό του για να γνωρίζεται, με την απειλή, ότι όποιος φονεύσει τον Κάιν, θα λάβει από τον Θεό επτάδιπλη τιμωρία (4,15). Ποιο είναι αυτό το «σημείο» προστασίας του Κάιν; Είναι το τελευταίο γράμμα του Εβραικού αλφαβήτου Τ (ταύ), το οποίο και κατά το σχήμα του και κατά την ονομασία του σημαίνει «Σταυρός», ο οποίος είναι η σωτηρία όλων των αμαρτωλών.
Με πολλές ευχές,
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας