Άγιον Όρος -Φαίδων Χαντζηαντωνίου, Αρχιτέκτων, Αναστηλωτής:Καθώς μέσα από την αχλύ του πρώιμου ερημιτικού αναχωρητισμού στην χερσόνησο του Άθω αναδύεται, στα μέσα του 10ου αιώνα, ο οργανωμένος κοινοβιατισμός με πρότυπο την Μεγίστη Λαύρα, ταυτοχρόνως εγκαθίσταται στο αγιώνυμον Όρος και το πνεύμα της λογιοσύνης ως θεμελιώδους στοιχείου της αθωνικής μοναστικής ζωής.
Καταλυτικός παράγοντας για την εδραίωση του φαινομένου στάθηκε το παράδειγμα του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ιδρυτή της Λαύρας και της κοινοβιακής αθωνικής ζωής, ο οποίος ήταν φορέας του λογίου πνεύματος, με λαμπρές σπουδές (στην Κωνσταντινούπολη ή / και στην Τραπεζούντα), καλλιγράφος ο ίδιος και συλλέκτης βιβλίων, που η προσωπική του βιβλιοθήκη, εγκατεστημένη εξαρχής σε χωρική συνάφεια με το κελλί του, στον όροφο του καθολικού, παραπλεύρως των κατηχουμένων, αποτέλεσε και τον πυρήνα της πλουσιότατης βιβλιοθήκης της Μονής.
Βυζαντινοί Αθωνίτες λόγιοι
Κατά το παράδειγμα του αγίου Αθανασίου, και ο άγιος Ιωάννης ο Ίβηρ (ο πρώην βυζαντινός στρατηγός Ιωάννης Τορνίκιος), σύντροφος και συναθλητής στα πνευματικά του ιδρυτή της Λαύρας, φρόντισε να προικοδοτήσει τη δική του Λαύρα με μία σημαντική συλλογή γεωργιανικών χειρογράφων που κατόπιν παραγγελίας παρήχθησαν επί τούτου στην πατρίδα του τη Γεωργία (αρχαία Ιβηρία), βιβλία τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της Βιβλιοθήκης της Μονής. Η Βιβλιοθήκη των Ιβήρων στη συνέχεια εμπλουτίστηκε με τα προϊόντα του μεταφραστικού και αντιγραφικού μόχθου του κατά σάρκαν υιού του κτίτορος Ιωάννη, αγίου Ευθυμίου του Ίβηρος, στον όποιο αποδίδονται τουλάχιστον τριάντα τίτλοι χειρογράφων.
Αλλά και η συλλογή λατινικών χειρογράφων της Λαύρας, που στα μέσα του 18ου αι. είχε ήδη πάρει το δρόμο για τις Βιβλιοθήκες της Δύσης, φαίνεται πως προερχόταν από τη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Αμαλφηνού, ιδρυμένη και εκείνη στο 10ο αί. από έναν Λογγοβάρδο πρίγκηπα της νότιας Ιταλίας, ακόλουθο πνευματικό του αγίου Αθανασίου, που κάπου τρεις αιώνες αργότερα την καταπίνει ο ρους της ιστορίας.
Ως τα τέλη του 15ου αι. έχουν ιδρυθεί όλα τα αγιορείτικα Μοναστήρια που ζουν ως τις μέρες μας (με εξαίρεση τη Μονή Σταυρονικήτα, που ιδρύεται στα μέσα του 16ου αι.), καθώς και άλλα που ερήμωσαν ή αφομοιώθηκαν στα υπάρχοντα. Στους πρώτους αυτούς αιώνες της κοινοβιακής του ζωής, το Άγιον Όρος έχει να επιδείξει μεγάλες μορφές λογίων, που διαπιστωμένα δρουν σε πολλά Μοναστήρια, συνθέτοντας πρωτότυπα συγγραφικά έργα ή παράγοντας αντίγραφα έργων της εκκλησιαστικής και της θύραθεν γραμματείας.
Πέρα από τον ιδρυτή της Λαύρας και τους Ίβηρες αγίους Ιωάννη και Ευθύμιο, κατά τη βυζαντινή σε περίοδο ξεχωρίζουν τρεις μεγάλες μορφές Αθωνιτών μοναχών που συνδέονται με το κίνημα του Ησυχασμού, σε μία εποχή που ασκεί μεγάλη επίδραση ο σχολαστικισμός της Δύσης: ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης), ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (μετέπειτα δις πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως) και ο άγιος Μακάριος ο Μακρής.
Λόγιοι της μεταβυζαντινής περιόδου
Στα χρόνια μετά την Άλωση πολλοί Βυζαντινοί λόγιοι καταφεύγουν σε Μοναστήρια. Το Άγιον Όρος με τα Μοναστήρια του αναδεικνύεται κατά τον 15ο και Ι6ο αι. σε έναν από τους σημαντικότερούς πόλους έλξης λογίων, όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολή, αλλά και από τους κύκλους των ουμανιστών της Δύσης. Εμβληματική η μορφή του Βατοπαιδινού μοναχού Μάξιμου Τριβόλη, του «φωτιστή των Ρώσων» αγίου Μαξίμου του Γραικού, ξεχωριστές οι μορφές των Ιβηριτών μοναχών Παχώμιου Ρουσάνου και Θεοφάνη Ελεαβούλκου, καθώς και του οσίου Διονυσίου του Ρήτορος, του αυστηρού λόγιου ασκητή από τη Μικρά Αγία Άννα.
Στους επόμενους δύο αιώνες, το 17ο και το 18ο, άλλοι σημαντικότεροι Αθωνίτες παίρνουν τη σκυτάλη της παιδείας του υπόδουλου Γένους, συγγράφοντας και μεταφράζοντας έργα που γίνονται εξαιρετικά δημοφιλή, κυκλοφορώντας σε χειρόγραφα αντίτυπα από χέρι σε χέρι, προτού φτάσουν σε κάθε γωνιά της ορθόδοξης χριστιανοσύνης σε έντυπη μορφή: ο Αγάπιος Λάνδος ο Κρής, ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά, οι Νεόφυτοι Μαυρομμάτης και Χριστόπουλος, ο Καισάριος Δαπόντες, οι Κολλυβάδες άγιοι Μακάριος ο Νοταράς και Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο παπα-Ιωνάς από τα Καυσοκαλύβια.
Την ίδια περίοδο ξεχωρίζει η μεγάλη μορφή της σλαβικής Ορθοδοξίας, ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ο οποίος ασκήτευσε το 18ο αι. στην Παντοκρατορινή Σκήτη του Προφήτη Ηλία, ενώ η Σλαβοβουλγαρική Ιστορία του βουλγαρικής καταγωγής Ζωγραφίτη μοναχού Παϊσίου Χιλανδαρινού (γεν. περί το 1722) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Βουλγάρων.
Η σημασία που εξαρχής είχε η παιδεία για τους Αγιορείτες φανερώνεται και από πληροφορίες διαφόρων πηγών που αναφέρονται στην ύπαρξη διδασκάλων στο Άγιον Όρος ήδη από τη βυζαντινή εποχή. Ακόμη, η ιδέα της δημιουργίας Σχολής εδώ φαίνεται πως είναι αρκετά παλαιότερη από τα μέσα του 18ου αι., οπότε ιδρύεται η περίφημη Αθωνιάδα, η οποία υπό τη διεύθυνση του σπουδαίου λογίου Ευγενίου Βούλγαρη απέκτησε μεγάλη φήμη και, με μερικές παύσεις στη λειτουργία της, εξακολουθεί και σήμερα να λειτουργεί σε μία πτέρυγα της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, στις παρυφές των Καρυών, ακολουθώντας πλέον το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας, αλλά με έμφαση στη βυζαντινή παράδοση και με επιπλέον μαθήματα την Ψαλτική και την Αγιογραφία. Οπωσδήποτε, η ίδρυση της Αθωνιάδας αποτελεί τομή στην Ιστορία του ελληνισμού, καθώς ο ευρωπαϊκής εμβέλειας λόγιος Ευγένιος Βούλγαρης, κατά την εξαετή σχολαρχία του, στα μέσα του 18ου αι., καθιστά την Εκκλησιαστική Ακαδημία του Άθω το σημαντικότερο παιδευτικό κέντρο της εποχής του, εισάγοντας το Διαφωτισμό στον ελληνόφωνο βαλκανικό χώρο. Εξάλλου, πολλοί από τους 600 περίπου μαθητές που σπούδασαν μέσα σ’ αυτή την εξαετία στην Αθωνιάδα, διασκορπίστηκαν στη συνέχεια σε όλη την Ελλάδα επιτελώντας σπουδαίο παιδευτικό έργο. Ανάμεσά τους ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, σχολάρχης στο Ιάσιο, ο Χριστόδουλος ο Ακαρνάν, δάσκαλος στη Βιέννη και τη Λειψία, ο Αθανάσιος ο Πάριος κ.ά.
Το κείμενο προέρχεται από τον κατάλογο της έκθεσης «Λόγιοι και Λογιοσύνη στο Άγιον Όρος», που διοργάνωσε η «Αγιορειτική Εστία» του δήμου Θεσσαλονίκης, από τις 15 Νοεμβρίου 2013 έως τις 15 Ιανουαρίου 2014.