H Εκκλησία της Κρήτης από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της έως τις μέρες μας είχε τη δική της πορεία που δεν έχει καμία σχέση με αυτή της υπόλοιπης Ελλάδας. Άλλωστε επισήμως είναι «Ημιαυτόνομος έχουσα την κανονικήν εξάρτησιν αυτής εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Αυτή η σχέση την έχει καταστήσει σημαντική για το Φανάρι αλλά και για την Ελλάδα. Ανεξάρτητα όμως από το καθεστώς που διέπει τις σχέσεις της με το Πατριαρχείο, εντός των ορίων της Αρχιεπισκοπής Κρήτης υπάρχουν δεκάδες μοναστήρια τα οποία έχουν ταυτιστεί με την τοπική κοινωνία διατηρώντας στο έπακρο τα χαρακτηριστικά των κατοίκων του νησιού που έχουν να κάνουν με την παλικαριά, τους αγώνες του έθνους αλλά και το σύγχρονο πνεύμα συμμετοχής στην ανάπτυξη.
Από το Αρκάδι ώς τη Μονή Τοπλού τα μοναστήρια της Κρήτης παραμένουν ζωντανοί θρύλοι της Ορθοδοξίας στη Μεσόγειο. Ο πρώτος πυρήνας, σύμφωνα με τον καθηγητή Θεόδωρο Δετοράκη, δημιουργήθηκε το 64 μ.Χ. από τον Απόστολο Παύλο κατά την γ΄ περιοδεία του. Οι πρώτοι κήρυκες όμως του Χριστιανισμού στη νήσο ήταν οι Εβραιοκρήτες, που παραβρέθηκαν στο κήρυγμα του Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα.
Το έργο του Αποστόλου Παύλου για τον εκχριστιανισμό της Κρήτης ανέλαβε να συνεχίσει ο μαθητής του Τίτος, που έγινε και ο πρώτος της επίσκοπος. Οι αντιδράσεις πολλές με αποκορύφωμα «τον διωγμό του Δεκίου (249-251 μ.Χ.) η Κρήτη προσέφερε τους Δέκα Καλλίνικους μάρτυρες, που είναι εφεξής και η μεγάλη δόξα της. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς, οσάκις αναφέρονται στην Κρήτη, δεν παραλείπουν να μνημονεύσουν και τους Δέκα Καλλίνικους μάρτυρες ως ύψιστο τίτλο τιμής για τη νήσο». Σιγά – σιγά όμως η Κρητική Εκκλησία απέκτησε προκαθήμενο και επισκόπους, που αποτέλεσαν την τοπική σύνοδο. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου και η Κρήτη ήταν μία από τις δώδεκα Αρχιεπισκοπές του Ιλλυρικού (όπως ονομαζόταν τότε η Βαλκανική Χερσόνησος).
Οι πρώτοι διάδοχοι του Τίτου δεν είναι γνωστοί, όμως στη συνέχεια οι επίσκοποι Γορτύνης Φίλιππος, Κύριλλος και Ευμένιος, ανέλαβαν να προστατέψουν το έργο του και για τον λόγο αυτό τιμώνται και ως άγιοι. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης είχε έδρα τη Γόρτυνα, που ήταν και το διοικητικό κέντρο της νήσου ήδη από την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Εδώ ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, πιθανώς επί Ιουστινιανού, μεγαλοπρεπής ξυλόστεγη βασιλική προς τιμήν του πρώτου επισκόπου και πάτρωνα της κρητικής Εκκλησίας Αποστόλου Τίτου, και ο ναός αυτός εξελίχθηκε σε μέγα προσκύνημα, από τα μεγαλύτερα της χριστιανικής Ανατολής.
Στις αρχές του 8ου αιώνα οι επισκοπές ήταν δώδεκα και η Κρήτη αποκαλείται «δωδεκάθρονος». Μέχρι τότε η Αρχιεπισκοπή Κρήτης υπαγόταν διοικητικά στον θρόνο της Ρώμης. Την περίοδο της Εικονομαχίας Βυζαντινοί αυτοκράτορες την απέσπασαν και την προσάρτησαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως (περί το 754), επειδή ο πάπας είχε ταχθεί με τα μέρος των εικονόφιλων. Την περίοδο της Αραβοκρατίας (περίπου 824-961 μ.Χ.) οι Άραβες (ίδρυσαν το εμιράτο με κέντρο τον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο), στην ουσία απέκοψαν την Κρήτη για περίπου 135 χρόνια από τον κορμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Οι μητροπολίτες της δεν ζούσαν στο νησί και χειροτονούνταν από το Φανάρι ως τιτουλάριοι.
Η νέα περίοδος αρχίζει μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 και ο Χάνδακας από κέντρο του αραβικού εμιράτου μετατρέπεται σε νέο θρησκευτικό κέντρο στο οποίο μεταφέρεται και η έδρα του προκαθημένου της Εκκλησίας Κρήτης. Τότε προς τιμήν του πρώτου επισκόπου Τίτου, στον Χάνδακα ιδρύθηκε ο μητροπολιτικός ναός προς τιμή του και ανακηρύσσεται προστάτης της Κρητικής Εκκλησίας. ονόματα. Η πλέον δύσκολη περίοδος για την Κρητική Εκκλησία είναι αυτή της Βενετοκρατίας (1204 – 1669) κατά την οποία έγιναν πολλά:
– Απομακρύνθηκαν οι Ορθόδοξοι αρχιερείς.
– Η Εκκλησία Κρήτης ονομάστηκε Αρχιεπισκοπή, κατά τα λατινικά πρότυπα,
-και εγκατέστησαν λατίνο αρχιεπίσκοπο και λατίνους επισκόπους, σε μία φανερή προσπάθεια να εκλατινίσουν τον ορθόδοξο κρητικό λαό.
Εκείνη την περίοδο την «ορφανή Εκκλησία» στήριξαν τα πολυάριθμα ορθόδοξα μοναστήρια, δραστήριοι ηγούμενοι και λόγιοι μοναχοί, και ο απλός κλήρος των χωριών και των αστικών κέντρων. Όπως επισημαίνεται από τον Θεόδωρο Δετοράκη «Τα μοναστήρια ήταν οι μεγάλες και ισχυρές εστίες της βυζαντινής παράδοσης και της ορθοδοξίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Η μοναστική ορθοδοξία της Κρήτης ύψωσε αρραγές τείχος ανάμεσα στους κυρίαρχους Βενετούς και στον βασανιζόμενο λαό και διαφύλαξε έτσι όχι μόνο τη θρησκευτική, αλλά και την εθνική ενότητα της νήσου σε καιρούς εξαιρετικά σκληρούς. Οι πρωτοπαπάδες, που είχαν την έδρα τους στις πόλεις της νήσου και στα μεγάλα κέντρα της υπαίθρου, ήταν άνθρωποι του καθεστώτος, ουνίτες κατά το δόγμα, μισθοδοτούμενοι από το κράτος, με όχι πάντοτε ακμαία εθνική και θρησκευτική συνείδηση».
Το Πατριαρχείο σε μια προσπάθεια να στηρίξει την Ορθοδοξία εκείνη την περίοδο, έστειλε στην Κρήτη τον θεολόγο και κήρυκα του Ευαγγελίου, Ιωσήφ Βρυέννιο. Ο Βρυέννιος, που παρέμεινε στην Κρήτη μία περίπου εικοσαετία (1381-1401), στήριξε την Ορθοδοξία στη νήσο και αντιμετώπισε επιτυχώς τους φιλοδυτικούς θεολόγους της εποχής, όπως τον Μάξιμο Χρυσοβέργη και τον Δημήτριο Κυδώνη.
Μετά τους Ενετούς ήρθε η σειρά των Τούρκων (1645-1898) για να αλλάξει τη κατάσταση. Μία από τις πρώτες πολιτικές πράξεις της τουρκικής διοίκησης ήταν και η αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας στην κρητική Εκκλησία. Στον μητροπολίτη Κρήτης υπήγοντο τότε δώδεκα επισκοπές, που διατηρούσαν μάλιστα τα ιστορικά ονόματα: Γορτύνης, Κνωσού, Αρκαδίας, Χερρονήσου, Αυλοποτάμου, Αγρίου (=Ρεθύμνης), Λάμπης, Κυδωνίας, Ιεράς, Πέτρας, Σητείας και Κισσάμου. Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο αριθμός αυτός των επισκόπων κυμαίνεται από 10-12.
Μετά το 1700 ο μητροπολίτης Κρήτης τιτλοφορείται «Κρήτης και πάσης Ευρώπης». Εκτός από τα διοικητικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο μητροπολίτης Κρήτης κατά τους σκοτεινούς χρόνους της τουρκοκρατίας, μείζον πρόβλημα ήταν και η έλλειψη μητροπολιτικού ναού. Μετά την άλωση του Χάνδακα οι Τούρκοι αναγνώρισαν και παραχώρησαν στους Χριστιανούς του Χάνδακα μια μόνο εκκλησία, τον Άγιο Ματθαίο. Με σκληρούς αγώνες ο μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Λετίτζης πέτυχε να αποσπάσει την άδεια και να ανεγείρει το μικρό ναό του Αγίου Μηνά ο οποίος συνδέθηκε με την ιστορία και τη ζωή του τουρκοκρατούμενου Χάνδακα. Τότε ήταν που το Φανάρι έσπευσε να θέσει υπό την προστασία του τα μεγάλα μοναστήρια της Κρήτης, ανακηρύσσοντάς τα σταυροπηγιακά. Για λόγο αυτό, ο πρώτος μητροπολίτης της περιόδου της τουρκοκρατίας, ο Νεόφυτος Πατελλάρος, παραχώρησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από το 1654 μερικά πλούσια και μεγάλα κρητικά μοναστήρια, όπως του Αρκαδίου, του Αρσανίου, της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, της Θεοτόκου του Γδερνέττου, της Χρυσοπηγής των Χανίων, της Ιερουσαλήμ Μαλεβιζίου κλπ.
Η κατάσταση έγινε δραματική κατά τη μεγάλη επανάσταση του 1821. Στη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου της 24 Ιουνίου 1821, οι εξαγριωμένοι Τούρκοι κατέσφαξαν τον μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη και πέντε επισκόπους: τον Κνωσού Νεόφυτο, τον Χερρονήσου Ιωακείμ, τον Λάμπης Ιερόθεο, τον Σητείας Ζαχαρία και τον τιτουλάριο επίσκοπο Διοπόλεως Καλλίνικο. Αφήνοντας για περίπου τρία χρόνια την Εκκλησία ακέφαλη. Κατά το 1823 με άδεια του σουλτάνου Μαχμούτ Δ΄, το Πατριαρχείο χειροτόνησε μητροπολίτη Κρήτης τον Καλλίνικο.
Η κατάσταση της Εκκλησίας Κρήτης ρυθμίστηκε με τον καταστατικό Νόμο 276 / 1900 της Κρητικής Πολιτείας. Με τον νόμο αυτόν καταργήθηκε οριστικά και η επισκοπή Χερρονήσου, η οποία επίσης προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Κρήτης. Παγιώθηκε έτσι μία κατάσταση, που ισχύει με ελάχιστες τροποποιήσεις ως σήμερα, σύμφωνα με τον καταστατικό νόμο 4149 / 1961 . Ο προκαθήμενος της Κρητικής Εκκλησίας εκλέγεται από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η ενθρόνισή του γίνεται με διάταγμα της Ελληνικής Πολιτείας.
Το 1962, με την πράξη 812 του Οικουμενικού Πατριαρχείου όλοι οι επίσκοποι Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του μητροπολίτη, ενώ αργότερα, με την πράξη 283 της 28 Φεβρουαρίου 1967, η Μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο.
Moνή Αρκαδίου
Mε κατεύθυνση από το Ρέθυμνο προς το Ηράκλειο, και αφού ο προσκυνητής επισκέπτης διανύσει 16 χιλιόμετρα και διασχίσει τα χωριά Αδελε, Πηγή, Λούτρα, Κυριάνα και Αμνάτος θα βρεθεί μπροστά στη Μονή Αρκαδίου. Μια από τις ιστορικότερες μονές όχι μόνο της Κρήτης αλλά όλης της Ελλάδος. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Μιχάλη Ανδριανάκη η Μονή του Αρκαδίου, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, «έχει ιδιαίτερη σημασία ως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά και λόγω της έντονης συμμετοχής της στους απελευθερωτικούς αγώνες των Κρητικών, με αποκορύφωμα την πολιορκία και την αυτοθυσία των κλεισμένων σε αυτή υπερασπιστών το 1866. Τα πρώτα βεβαιωμένα στοιχεία για τη Μονή ανάγονται στις αρχές του 16ου αιώνα, εποχή κατά την οποία κτίστηκε και το αρχικό μονόχωρο καθολικό. Το 1572 κάτω από την καθοδήγηση του ιδιοκτήτη της Μονής Ματθαίου Καλλέργη και του ηγουμένου Κλήμη Χορτάτζη, η Μονή μετατρέπεται σε κοινόβιο και αρχίζει η οικοδόμηση του νέου δίκλιτου καθολικού με την περίλαμπρη πρόσοψη από λαξευτό πωρόλιθο, στη σύνθεση της οποίας έχουν αναγνωριστεί άμεσες επιδράσεις από τα έργα των μεγάλων αρχιτεκτόνων Sebastiano Serlio και Andrea Palladio».
Στη βόρεια πτέρυγα υπάρχει το σύγχρονο ηγουμενείο, που αντικατέστησε το κατεστραμμένο αρχικό. Ανατολικά της τράπεζας είναι διατεταγμένα τα μαγειρεία, ο φούρνος, το ζυμωτήριο, αποθήκες τροφίμων και διώροφα κελιά μοναχών. Στη συνέχεια η πτέρυγα κλείνει με την κρασαποθήκη, που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη το 1866 και ανατινάχθηκε, στέλνοντας στον θάνατο εχθρούς και φίλους από τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη. Ακολουθεί η ανατολική πύλη και στη συνέχεια τα, ως επί το πλείστον, διώροφα κελιά της ανατολικής πτέρυγας. Το ανατολικό τμήμα της νότιας πτέρυγας στο ισόγειο με την κλειστή, θολωτή στοά, ονομάζεται Μεσοκούμια και φιλοξενούσε τους γέροντες και ασθενείς μοναχούς, ενώ στον όροφο υπάρχουν κελιά με πλατύ διάδρομο μπροστά τους. Ακολουθούν προς τα δυτικά συνεχόμενοι, θολοσκέπαστοι χώροι, που χρησίμευαν ως αποθήκες για το λάδι και το κρασί, προϊόντα για τα οποία η Μονή φημιζόταν πάντα.
Εκτός από το καθολικό, που κτίστηκε μεταξύ 1572 και 1587, το υπόλοιπο συγκρότημα της Μονής Αρκαδίου κτίστηκε μεταξύ 1670 και 1714, όπως διαπιστώνουμε από τις σωζόμενες επιγραφές, αλλά και από τις πληροφορίες των ιστορικών πηγών. Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα μανιεριστικής αρχιτεκτονικής, που είχε επικρατήσει στη βενετοκρατούμενη Κρήτη από τα μέσα του 16ου αιώνα και απετέλεσε της τοπικής λαϊκής παράδοσης. Η Μονή έχει πολλές οικοδομικές φάσεις, που χρονολογούνται κυρίως μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1866.
Η Μονή Αρκαδίου στα χρόνια της λειτουργίας της υπήρξε κέντρο Παιδείας, αντιγραφής χειρογράφων και άσκησης της χρυσοκεντητικής. Πολλά χειρόγραφα σώζονται σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού, ενώ ένας σημαντικός αριθμός από χρυσοκέντητα άμφια, έργα των καλλιτεχνών-μοναχών, εκτίθενται στο Μουσείο, ή σώζονται στα διάφορα, μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας.
Μονή Σαββαθιανών
Η Μονή Σαββατιανών ή Σαββαθιανών βρίσκεται κοντά στη Ρογδιά Ηρακλείου, σε απόσταση 20 χλμ. δυτικά της πόλης. Η πρόσβαση γίνεται μέσω της Ροδιάς. Θεωρείται ένα από τα λίγα εναπομείναντα μοναστήρια που λειτούργησαν στην περιοχή κατά την Ενετοκρατία και το οποίο δέχτηκε πολλές φορές την «οργή των Τούρκων». Είναι κτισμένη σε μια φυσικά οχυρή θέση, και για το λόγο αυτό εξελίχτηκε μία από τις ισχυρότερες της περιοχής. Σε απόσταση περίπου 200 μέτρων βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Αντωνίου, που πιθανόν λειτουργούσε ως ξεχωριστό μοναστήρι. Ο ναός έχει κι ένα δεύτερο νεώτερο κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο Σάββα.
Ο κεντρικός ναός των Σαββατιανών είναι σχετικά νέος και είναι αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου και στους Σαράντα Μάρτυρες. Το μοναστήρι έχει ανακαινιστεί τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για γυναικείο μοναστήρι και σε αυτό φυλάσσεται η πολύ παλιά εικόνα «Μέγας ει Κύριε» του Ιωάννη Κορνάρου, αντίγραφο της οποίας υπάρχει και στη Μονή Τοπλού. Η εικόνα θεωρούνταν χαμένη ώς το 1991, όταν η αρχαιολογική υπηρεσία καθάρισε μια κατάμαυρη εικόνα και αποκαλύφτηκε η παλιά αγιογραφία.
Η Μονή ιδρύθηκε την περίοδο 961-1204 από τον Σαββάτιο και ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Αντώνιο. Κατά την περίοδο της πολιορκίας του Χάνδακα (Ηρακλείου) από τους Τούρκους (1647-1669) καταστρέφεται όπως και πολλά άλλα μοναστήρια με τους μοναχούς να πολεμούν με κάθε μέσο. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή όσοι δεν σκοτώθηκαν στάλθηκαν αιχμάλωτοι στην Αμερική. Ο μόνος που επέζησε ήταν ο Ναθαναήλ, που κατάφερε να ανασυγκροτήσει το μοναστήρι το οποίο «ξαναζεί» το 1745 αφού οι Τούρκοι δίνουν άδεια για την επισκευή του ναού.
Το 1970 ο Ιωάννης Κορνάρος εικονογραφεί την εικόνα «Μέγας ει Κύριε».
Το 1935 η Μονή χαρακτηρίζεται διατηρητέα, ενώ την περίοδο της γερμανικής κατοχής γίνεται καταφύγιο για τους κατοίκους της περιοχής. Μετά το τέλος του πολέμου μοναχές από την Πελοπόννησο εγκαθίστανται εδώ.
Μονή Αγκαράθου
Η Μονή Αγκαράθου βρίσκεται 23 χιλιόμετρα ανατολικά του Ηρακλείου κοντά στην Επισκοπή Πεδιάδος. Το μοναστήρι, κατά την Ενετοκρατία, θεωρούνταν από τα πλουσιότερα στην Κρήτη με αποτέλεσμα να αποκτήσει ως μετόχια πολλές μικρές και μεγάλες μονές. Ακόμη θεωρείται πρώτη στη ιεραρχία των μοναστηριών του νησιού.
Το όνομά της οφείλεται στο φυτό αγκαραθιά κάτω από το οποίο λέγεται ότι βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, στο σημείο όπου κτίστηκε αργότερα η Εκκλησία. Μάλιστα σήμερα μπροστά από το ιερό του ναού υπάρχει μια ροδιά, στον κορμό της οποίας μοναχοί κρατούν αναμμένο ένα καντήλι. Η παράδοση θέλει τη ροδιά να είναι η αρχική αγκαραθιά την οποία μπόλιασαν οι μοναχοί και έγινε δέντρο! Οι περισσότεροι μοναχοί της ήταν από τα Κύθηρα, ενώ το όνομά του συνδέθηκε με σημαντικές προσωπικότητες της ορθοδοξίας όπως ο Μελέτιος Πηγάς (Πατριάρχης Αλεξανδρείας), ο Κύριλλος Λούκαρης (Οικουμενικός Πατριάρχης), ο Γεράσιμος Παλαιοκάπας (Επίσκοπος Κρήτης) και ο λόγιος Ιωσήφ Βρυέννιος.
Ο ναός της μονής είναι δίκλιτος, με το ένα κλίτος αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εορτάζει στις 15 Αυγούστου και το άλλο στον Άγιο Μηνά που εορτάζει στις 11 Νοεμβρίου. Οι επισκέπτες -προφανώς ύστερα από συνεννόηση- της Μονής μπορούν να φιλοξενηθούν στον ξενώνα και στην τράπεζα, αλλά και να δουν τη βιβλιοθήκη με τα χειρόγραφα βιβλία. Έξω από τη Μονή υπάρχει ο παλιός ναός του Αγίου Ραφαήλ.
Η Μονή ανήκε στους απόγονους του Ματθαίου Καλλέργη, οι οποίοι το 1504 την παραχώρησαν στον μοναχό Νήφωνα Νοταρά. Η Μονή αναδιοργανώνεται, αλλά το 1821 οι Τούρκοι την πυρπολούν και σφάζουν όλους τους μοναχούς.
Μονή Παζινού
Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο Χανίων στα νότια του οικισμού Παζινός.
Το μοναστήρι αποτελεί σπάνιο δείγμα στον ελλαδικό χώρο δυτικής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής, με την εκκλησία εκτός της κεντρικής αυλής, όπου υπάρχουν τα κελιά, και με χωριστή είσοδο. Πρόκειται για μοναστηριακό συγκρότημα χτισμένο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (16ος αιώνας)
Μονή Παναγίας Παλιανής
Η γυναικεία Μονή Παλιανής βρίσκεται κοντά στο χωριό Βενεράτο, 20 χιλιόμετρα βόρεια του Ηρακλείου, κοντά στο φαράγγι του Βενεράτου. Πρόκειται για γυναικείο μοναστήρι που είναι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου.
Θεωρείται μια από τις αρχαιότερες μονές της Κρήτης, χωρίς να έχει γίνει γνωστή η χρονολογία ίδρυσης.
Η Μονή υπήρξε πατριαρχική και σε περιόδους ανάπτυξης είχε τεράστια περιουσία και πολλά μετόχια. Κατά την Τουρκοκρατία, καταστράφηκε και οι μοναχές σφαγιάστηκαν για να ανασυγκροτηθεί αργότερα και να αναδειχτεί ως ένα από τα πλουσιότερα μοναστήρια της Κρήτης.
Ο κεντρικός ναός έχει τρία κλίτη αφιερωμένα:
– στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εορτάζει στις 15 Αυγούστου
– στους Τρεις Ιεράρχες, 30 Ιανουαρίου,
– και στον Άγιο Παντελεήμονα,27 Ιουλίου.
Ενώ υπάρχει και το παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων που εορτάζει στις 30 Ιουνίου.
Στο μοναστήρι λειτουργεί και μουσείο με εικόνες, ιερά κειμήλια και διάφορα βιβλία μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της Μονής είναι η ιερή Μυρτιά, ένα αιωνόβιο δέντρο το οποίο εορτάζει 24 Σεπτεμβρίου. Μέσα στον περιπεπλεγμένο κορμό της Αγίας Μυρτιάς, όπως λέγεται, πιστεύεται ότι είναι κρυμμένη η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, στην οποία καίει πάντα ένα καντήλι. Η μυρτιά θεωρείται θαυματουργή και γι’ αυτό στα κλαδιά υπάρχουν πολλά τάματα.
Η μονή ίσως κτίστηκε τον 4ο αιώνα κοντά στην αρχαία Απολλωνία. Από την ίδρυσή της έως και τις 24 Ιουνίου του 1821 η συμβολή της είναι σημαντική. Το 1821 οι Τούρκοι καταστρέφουν το μοναστήρι άλλες μοναχές σκοτώνουν και άλλες τις στέλνουν στα χαρέμια. Σώθηκαν μόνο τρεις μοναχές οι οποίες καταφέρνουν να το ανασυγκροτήσουν για να καταστραφεί λίγα χρόνια αργότερα από σεισμό.
Άγιος Γεώργιος Καρυδίου
Καθώς πλησιάζουμε το χωριό Βρύσες στον Αποκόρωνα συναντάμε τη Μονή του Αγίου Γεωργίου Καρυδίου. Η παράδοση θέλει στην περιοχή να ήταν αναπτυγμένος ένας μικρός οικισμός που ονομαζόταν καρύδι , λόγω των πολλών καρυδιών .
Σύμφωνα με την τοπική ιστορία ο οικισμός διαλύθηκε την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο ιερέας του οικισμού άγνωστο πώς κατάφερε να κρατήσει τον ναό του Αγίου Γεωργίου αλώβητο με τον όρο να καταβάλλει φόρο .Στη συνέχεια έγινε μετόχι της Μονής Αγίας Τριάδος Ακρωτηρίου Χανίων .
Το 1829 ο διοικητής Κρήτης Μουσταφά Νατλή Πασάς παραχώρησε ελευθερίες στους Χριστιανούς. Το Μοναστήρι την περίοδο εκείνη αναπτύσσεται και αποκτά μεγάλη περιουσία.
Το 1996 η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Καρυδίου χαρακτηρίστηκε Μνημείο από την Ιερά Σύνοδο.
Μονή Οδηγήτριας
Η μονή Οδηγήτριας είναι κτισμένη στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων Ορέων (ονομάζονται και Αγιον Ορος της Κρήτης ) στα νότια του νομού Ηρακλείου. Τα Αστερούσια θεωρούνταν από τα πλέον σημαντικά κέντρα του Χριστιανισμού στα οποία έζησαν μοναχοί αλλά και ασκητές μοναστική γύρω από το Αγιοφάραγγο και το Μάρτσαλο.
Η ιστορία θέλει να ιδρύεται τον 14ο αι. και φαίνεται πως ανήκε στην οικογένεια των Καλλέργηδων. Είναι από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Κρήτης αφού αναφέρεται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα το 1393. Εδώ υπάγεται και το μοναστικό κέντρο των Αγίων Ευτυχιανών, όπου κατά την παράδοση ετάφησαν οι Άγιοι Ευτύχιος, Ευτυχιανός και Κασσιανή οι αυτάδελφοι. Αδελφοί της Μονής υπήρξαν και οι Άγιοι αυτάδελφοι Παρθένιος και Ευμένιος, οι κτήτορες της Ιεράς Μονής Κουδουμά.
Το καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. H Μονή κατά την τουρκοκρατία γίνεται καταφύγιο για τους «χαϊνηδες» (τους αντάρτες)
Κατά την επανάσταση του 1866 η Mονή ανέπτυξε σημαντική δράση για να δεχτεί την επίθεση των Τούρκων οι οποίοι προχώρησαν σε εκτεταμένες καταστροφές.
Μονή Απεζανών
Στα Αστερούσια Ορη, μία ακόμη Μονή αυτή του Αγίου Αντωνίου Απεζανών, 63 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου κυριαρχεί, στο σημείο από το οποίο αρχίζει η κοιλάδα του Αντισκαρίου και καταλήγει στα Πλατειά Περάματα. Η πρόσβαση σε αυτή γίνεται από την Πλώρα είτε από τον δρόμο που οδηγεί στους Καλούς Λιμένες.
Είναι ανδρικό μοναστήρι από τα παλαιότερα του νησιού.
Το καθολικό της Μονής, είναι τρίκλιτο. Τα τρία κλίτη είναι αφιερωμένα στον Άγιο Αντώνιο και εορτάζει στις 17 Ιανουαρίου, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος , 6 Αυγούστου, και στους Τρείς Ιεράρχες ,30 Ιανουαρίου. Το τέμπλο είναι από τα καλύτερα και δείχνει τον πλούτο που είχε σε όλη της την πορεία η Μονή. Μάλιστα λέγεται ότι μια από τις εικόνες του ανήκει στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.
Στη Μονή σώζονται πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως παλαιά άμφια, χρυσοί και ασημένιοι σταυροί, ευαγγέλια, εικόνες, λείψανα Αγίων, κλπ.
Η Μονή χαρακτηρίστηκε από τα μεγαλύτερα ανθενωτικά-αντιπαπικά κέντρα της Κρήτης, αλλά και κέντρο γραμμάτων, όμως κατά την τουρκοκρατία πήρε αγροτικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι ιδρύθηκε από τέσσερις ασκητές του Αγίου Αντωνίου στο Αγιοφάραγγο. Εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιδρομών στις παραθαλάσσιες περιοχές της Κρήτης, οι μοναχοί το 1443 αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Αγιοφάραγγο. Έτσι, με την εικόνα του Αγίου Αντωνίου, εκτιμάται ότι είναι έργο του Μιχαήλ Δαμασκηνού στις αποσκευές τους περιπλανήθηκαν στη Μεσαριά.
Φτάνοντας στα Καπαριανά κοντά στις Μοίρες , συνάντησαν έναν πλούσιο Τούρκο που ήταν τυφλός και παράλυτος . Τους ζήτησε να μείνουν σπίτι του και αν γινόταν καλά θα τους παραχωρούσε κτήματα για να κτίσουν το μοναστήρι. Το «θαύμα» έγινε και ο Τούρκος κράτησε τον λόγο του και έδωσε τον χώρο.
Το μοναστήρι σταδιακά αποκτά μεγάλα πλούτη και κατά την Τουρκοκρατία προστατεύεται με φιρμάνι , ενώ του παραχωρούνται μετόχια και κτήματα στην Κρήτη και τη Σμύρνη.
[irp posts=”371542″ name=”Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος στη γυναικεία Μονή Carmelitane Scalze στη Μπολόνια (ΦΩΤΟ)”]
Μονή Οδηγήτριας Γωνιάς
Η Μονή Γωνιάς είναι κτισμένη κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα σε μικρή απόσταση βόρεια από την κωμόπολη Κολυμπάρι, στη χερσόνησο Σπάθα. Το καθολικό κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα στον αρχιτεκτονικό τύπο του μονόχωρου, καμαροσκέπαστου.
Στις αρχές του 17ου αιώνα οι μοναχοί Βλάσιος ο Κύπριος και Βενέδικτος Τζαγκαρόλος, έπειτα από θαυματουργική εύρεση εικόνας της Παναγίας, σύμφωνα με την παράδοση, έκτισαν τη νέα Μονή στη σημερινή θέση. Λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους κατασκεύασαν υπόγειους, θολωτούς χώρους και δημιούργησαν το επίπεδο πάνω στο οποίο κτίστηκε το κυρίως συγκρότημα.
Ο ναός διασώζει το αρχικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα με εικόνες του ζωγράφου Παρθενίου και άλλων, ενώ στους τοίχους και τα παρεκκλήσια υπάρχουν και άλλες εικόνες της Κρητικής Σχολής. Ιδιαίτερα φροντισμένη είναι η Τράπεζα στη ΒΑ γωνία της Μονής και το Ηγουμενείο στη ΝΑ. Στο σκευοφυλάκιο στη νότια πτέρυγα είναι εκτεθειμένη μια σημαντική συλλογή φορητών εικόνων από το 14ο αιώνα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται σημαντικά έργα του εργαστηρίου του Ανδρέα Ρίτζου και των ζωγράφων Ησαϊα, Κωνσταντίνου Παλαιοκαπά, του ιερομόναχου Νείλου, του Κωνσταντίνου Σγουρού, του Γεωργίου Στάη και άλλων. Επίσης εκτίθενται άμφια, σταυροί ευλογίας, ένα αντιμήνσιο του Κρητικού πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η βιβλιοθήκη της Μονής με ένα μεγάλο αριθμό παλαίτυπων βιβλίων και μερικά χειρόγραφα του 17ου-19ου αιώνα.
Μονή Αγίου Γεωργίου Γοργολαϊνη
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Γοργολαΐνη βρίσκεται κοντά στο χωριό Κάτω Ασίτες και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα από τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Η πρώτη αναφορά για τη μονή γίνεται κατά τον 13ο αιώνα, ενώ το καθολικό της που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο αποπερατώθηκε το 1627.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξε κέντρο επαναστατικών κινημάτων, αλλά και εξαιρετικό θέρετρο με τεράστιες βελανιδιές που καλύπτουν ένα μεγάλο τμήμα του περιβόλου (δύο από τα δέντρα αυτά, ο πλάτανος και το κυπαρίσσι, έχουν κριθεί «διατηρητέα μνημεία της φύσης»).
Άξιο αναφοράς είναι το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο λαϊκής εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής του 19ου αιώνα ενώ τα παλιά κελιά έχουν αντικατασταθεί, καθώς στη μονή λειτούργησε για χρόνια κατά τη δεκαετία του 1960 η παιδική κατασκήνωση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.
Στον περίβολο του μοναστηριού μπορεί να δει κανείς την προτομή του γενναίου οπλαρχηγού Φραγκιά Μαστραχά, ο οποίος σε ηλικία 75 ετών σκοτώθηκε το 1868 σε μάχη εναντίον των Τούρκων στις Ασίτες.
Moνή Χρυσοσκαλιτίσσης
Για τη Μονή που βρίσκεται στη Βάθη Κίσσαμου δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Η παράδοση και εδώ συνδέει τον χώρο με την εύρεση της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου σε κόγχη του βράχου. Η εικόνα αυτή κ κατά την παράδοση «κρύφτηκε» εδώ πιθανότατα την εποχή της Εικονομαχίας. Λέγεται δε ότι βρέθηκε από ένα γεωργό που έβλεπε σαν όραμα φλόγα καντηλιού τα βράδια. Πριν κτισθεί η Χρυσοσκαλίτισσα στη θέση της υπήρχε άλλος ναός αφιερωμένος στην κοίμηση της Θεοτόκου, «κολλημένος» σε βράχο.
Οι πιστοί της περιοχής αποφάσισαν να κτίσουν μεγαλύτερη την εκκλησία στους πρόποδες του βράχου. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση , η εικόνα αν και είχε μεταφερθεί αλλού, επέστρεφε στη θέση που είχε πρωτοβρεθεί με αποτέλεσμα ο ναός να κτιστεί πάνω στον βράχο. Το όνομα , πάντα κατά την παράδοση, το πήρε από το τελευταίο σκαλοπάτι που οδηγούσε στο ναό (ήταν 98) που ήταν χρυσό!
Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την τοπική παράδοση , ο Πατριάρχης πούλησε τα κτήματα της Μονής και το χρυσό σκαλοπάτι, για να πληρώσει τους φόρους στον σουλτάνο. Την ημέρα του Πάσχα το 1824 που έγινε η σφαγή στο Λαφονήσι από τους Τουρκοαιγύπτιους , καταστράφηκαν και οι εκκλησίες της περιοχής. Οι Τούρκοι αποπειράθηκαν να καταστρέψουν και τη Χρυσοσκαλίτισσα αλλά τους εμπόδισε ένα σμήνος μελισσών!
Το 1855 άρχισε η αναβίωση της Μονής με την εγκατάσταση του μοναχού Μανασσή Καραγιαννάκη. Καταγόταν από την οικογένεια των Γλυνιάδων του χωριού Ασκύφου Σφακίων. Από τότε πέρασαν πολλοί σημαντικοί κληρικοί όπως ο Γρηγόριος Πλοκαμάκης (από Πλοκαμιανά) που υπηρέτησε τη Μονή περισσότερο από μισό αιώνα. Αυτόν αναφέρει ο Καζαντζάκης στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο».
Το 1900 η Μονή διαλύθηκε και επανιδρύθηκε το 1940 ως γυναικεία.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής φιλοξενήθηκαν εδώ Ελληνες αλλά και Αγγλοι αγωνιστές. Όμως το 1943 εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί κατακτητές στη Μονή διώχνοντας τους μοναχούς. Τότε πολυβολήθηκαν από αγγλικό αεροπλάνο. Σημάδια του πολυβολισμού φαίνονται σε χαμηλή εικόνα του τέμπλου. Η ζωή ξαναγύρισε μετά την 27η Ιανουαρίου 1944, ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί.
H Αγία Αικατερίνη
Ο ναός της Σιναϊτικής Μονής της Αγίας Αικατερίνης, βορειο-ανατολικά του Αγ. Μηνά στο κέντρο του Ηρακλείου ήταν παλαιότερα μετόχι της ομώνυμης Μονής του Σινά, που το παραχώρησε στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά το 1924.
Ιδρύθηκε περί τον 10ο μ.Χ. αιώνα και είχε μεγάλα εισοδήματα με τα οποία συντηρούσε πολλούς μοναχούς ενώ συνέβαλε τα μέγιστα για την ανάπτυξη της τέχνης και της γνώσης. Εδώ την περίοδο 1550- 1640 λειτουργούσε η σχολή της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών, η οποία εξελίχτηκε σε σχολή πανεπιστημιακής μόρφωσης όπου διδάσκονταν αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, Φιλοσοφία, Θεολογία, Ρητορική και Ζωγραφική.
Το 1669 μετατράπηκε σε τζαμί γνωστό με το όνομα Ζουλφιακάρ Αλί τζαμί. Ως μουσουλμανικό τέμενος λειτούργησε μέχρι το 1922 όταν οι τελευταίοι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν το Ηράκλειο με την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.
Η Αγία Αικατερίνη από το 1967 στεγάζει έκθεση βυζαντινών εικόνων και ιερών λατρευτικών αντικειμένων (χειρογράφων, αμφίων, τοιχογραφιών κ.α.), που αντιπροσωπεύουν έξι αιώνες της ιστορίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας (14ος – 19ος αιώνας).
Μεταξύ άλλων, στον κατανυκτικό χώρο εκτίθενται έξι μοναδικά έργα του περίφημου αγιογράφου Μιχαήλ Δαμασκηνού, σπουδαίας μορφής της Κρητικής Σχολής.
Στον ναό τελείται ετησίως μία λειτουργία την ημέρα της Αγίας Αικατερίνης, στις 25 Νοεμβρίου. Αν θελήσετε να την επισκεφτείτε, η έκθεση είναι ανοιχτή καθημερινά 9.30-15.30. Υπάρχει εισιτήριο εισόδου.
Το γεγονός ότι για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Κρήτης οι εικόνες είναι σημαντικές οφείλεται στη «μετανάστευση» πολλών ζωγράφων από την τουρκοκρατούμενη Πόλη στη βενετοκρατούμενη Κρήτη φέροντας εδώ την τέχνη της αγιογραφίας.
Στα τέλη του 15ου αιώνα οι επαφές με τη Βενετία έφεραν επιρροές της Αναγεννησιακής ιταλικής ζωγραφικής στην Κρήτη, σε επίπεδο τεχνοτροπίας και θεματογραφίας, οι οποίες συναντήθηκαν με τη βυζαντινή παράδοση και διαμόρφωσαν ένα ξεχωριστό ύφος κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα, που έγινε γνωστό ως Κρητική Σχολή Αγιογραφίας.
Βασικά γνωρίσματα; Η τελειότητα των μορφών. Από αυτό το καλλιτεχνικό περιβάλλον επηρεάστηκε και ο μεγάλος Ηρακλειώτης ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, γνωστός ως El Greco.
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Κρητικής Σχολής είναι ο Μιχαήλ Δαμασκηνός. Γεννήθηκε γύρω στο 1535, μαθήτευσε στο Ηράκλειο και έζησε αρκετά χρόνια στη Βενετία. Ο Μιχαήλ Δαμασκηνός φαίνεται ότι εδραίωσε τους κανόνες της Κρητικής Σχολής. Στον ναό της Αγίας Αικατερίνης εκτίθενται 6 εικόνες του, που προέρχονται από τη Μονή Βροντισίου στον Ζαρό.
Αλλοι εκπρόσωποι της Κρητικής Σχολής είναι ο Γεώργιος Κλόντζας και ο Θεοφάνης ο Κρης.
Μονή Αγίας Ειρήνης
Η κοινοβιακή Μονή βρίσκεται στις ανατολικές παρυφές του υψώματος Γούρνος στον Κρουσώνα Ηρακλείου. Σύμφωνα με την τοπική ιστορία καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1822 οι οποίοι έσφαξαν όλους τους μοναχούς επειδή θεωρήθηκε καταφύγιο για τους επαναστάτες.
Μόλις το 1944 άρχισε η ανοικοδόμησή της και έπειτα από δεκαετίες άρχισε ξανά να λειτουργεί, με λίγες μοναχές.
Μονή Αγίου Παντελεήμονος
Η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται σε απόσταση 25 χιλιομέτρων δυτικά του Ηρακλείου και μόλις τρία χιλιόμετρα νότια του Φόδελε.
Επίσημα στοιχεία για την ακριβή χρονολογία ίδρυσης δεν υπάρχουν. Εικάζεται όμως ότι ιδρύθηκε μετά το 1539, όταν οι μοναχοί της παραθαλάσσιας Μονής του Αγίου Αντωνίου στους Πέρα Γαλήνους δέχτηκαν επίθεση από πειρατές και αποσύρθηκαν στην ενδοχώρα. Και αυτό στηρίζεται και από το γεγονός ότι η Μονή είναι αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά και στον Άγιο Αντώνιο.
Η Μονή έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αγώνα των Κρητικών κατά των Τούρκων κατακτητών με αποτέλεσμα να δεχτεί πολλές επιθέσεις και να υποστεί μεγάλες καταστροφές. Εδώ σώζονται εικόνες του 17ου αιώνα, όπως η Δευτέρα Παρουσία του Μιχαήλ Δαμασκηνού, ο Άγιος Ονούφριος και ο χορός των Αγίων Πάντων.
Σύμφωνα με την τοπική ιστορία την τριετία 1537-1539 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα επιτίθεται στα παράλια της Κρήτης. Επιθέσεις δέχεται και η Μονή του Αγίου Αντωνίου με συνέπεια οι τρεις μοναχοί που την υπηρετούσαν να την εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν στον Άγιο Παντελεήμονα. Ανεξάρτητα από τον χρόνο ίδρυσης κατά την επανάσταση του 1821 το μοναστήρι μετατρέπεται σε νοσοκομείο για τους αγωνιστές , ενώ το 1824 οι Τουρκοαιγύπτιοι προκαλούν μεγάλες καταστροφές.
Στην επανάσταση του 1866 η Μονή γίνεται καταφύγιο για τους επαναστάτες, αλλά και αποθήκη πυρομαχικών και εφοδίων.
Μονή Τοπλού
Είναι από τα μοναστήρια που έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά σε όλη την Ελλάδα , λόγω και των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που έχουν αναλάβει τα τελευταία χρόνια οι μοναχοί του. Η Μονή Τοπλού είναι το πιο γνωστό μοναστήρι στην ανατολική πλευρά της Κρήτης και βρίσκεται 10 χλμ. ανατολικά της Σητείας και 6 χλμ. βόρεια του Παλαικάστρου της επαρχίας Σητείας.
Η μονή ονομάζονταν στην αρχή «Παναγία η Ακρωτηριανή». Με την σημερινή του ονομασία «Τοπλού» το συναντάμε για πρώτη φορά σε τουρκικό έγγραφο το 1673.
Το όνομα Τοπλού μάλλον προέρχεται από την τουρκική λέξη Τοπ (κανόνι) επειδή εκεί υπήρχε ένα μικρό κανόνι την περίοδο της Ενετοκρατίας για να το προφυλάσσει από τους πειρατές, αλλά και ειδοποιούνται τα γύρω χωριά σε περίπτωση επίθεσης.
Επισήμως δεν είναι γνωστός ο χρόνος ίδρυσής του.
Το μόνο σίγουρο είναι πως ο περιηγητής Buondelmonti που το 1415 περιόδευσε την Κρήτη δεν κάνει καμία αναφορά σε αυτό, ενώ σε χάρτη της Κρήτης στην θέση της σημερινής Μονής τοποθετεί έναν μικρό ναό αφιερωμένο στον Αγιο Ισίδωρο.
Ανεξάρτητα από αυτές τις προσεγγίσεις ο πρώτος πυρήνας της Μονής θα πρέπει να θεωρείται το ναϋδριο που υπάρχει σήμερα στη Μονή και τιμάται η γέννηση της Θεοτόκου.
Αμέσως μετά την ίδρυσή της η Μονή απόκτησε μεγάλη περιουσία κυρίως με τις δωρεές πλούσιων Σητειακών. Τα κτήματά της έφθαναν από τον Κάβο Σίδερο μέχρι τα Πηλαλήματα.
Λόγω του πλούτου της πέτυχε να ιδρύσει εκκλησίες σε όλη την Κρήτη που εξαρτιόταν από αυτή όπως η Παναγία η Ταυραδιανή ή Ακρωτηριανή στην Κριτσά του Μιραμπέλου, μονύδριο στην περιοχή του Ηρακλείου με το όνομα Παναγία η Ακρωτηριανή.
Εκτός αυτών στενές σχέσεις με τη Μονή είχε το γνωστό Μοναστήρι Παπλινού στην Ιεράπετρα, ενώ και οι Μονές της Αγίας Σοφίας Αρμένων, Παναγίας Φανερωμένης στον Τράχηλα και Καψά οπωσδήποτε έπειτα από την παρακμή τους ήταν κάτω από την επίβλεψη της.
Πριν η Κρήτη περάσει στα χέρια των Τούρκων η Μονή λεηλατήθηκε το 1530 από τους περιβόητους ιππότες της Μάλτας, ενώ το 1612 υπέστη μεγάλες καταστροφές . Για την αποκατάστασή τους ένα χρόνο αργότερα η Ενετική Γερουσία έστειλε 200 δουκάτα στον ηγούμενό της Γαβριήλ Παντόγαλο.
Το 1646 ήταν μια ακόμη δύσκολη χρονιά, καθώς οι Τούρκοι λεηλάτησαν τη Μονή και ανάγκασαν με τη βία τους μοναχούς να διασκορπιστούν.
Σχεδόν 60 χρόνια αργότερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ σε σιγίλιόν του ανακήρυξε τη Μονή σταυροπηγιακή. Παρά την «υψηλή πατριαρχική προστασία» το μοναστήρι δεν αναζωογονείται και για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Πατριάρχης Παϊσιος με επιστολή του ζητά από τους πιστούς να το ενισχύσουν.
Παρά τις εκκλήσεις το μοναστήρι δεν μπορούσε να συνέλθει, αφού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δέχτηκε πολλές επιθέσεις με το αιτιολογικό ότι σ’ αυτό κατέφευγαν διωκόμενοι αλλά και επαναστάτες.
Μετά τον ξεσηκωμό του 1821, ο τοπάρχης της Σητείας Ιμπραήμ Αφαντακάκης άρχισε σφαγή στην επαρχία (Χοχλακιές, Τουρτούλλοι, Ζίρος, Αχλάδια) με αποτέλεσμα να υποστεί τις τραγικές συνέπειες και το μοναστήρι , το οποίο λεηλατήθηκε , ενώ φρικτό θάνατο βρήκαν και οι 12 μοναχοί του.
Το 1828 οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να οχυρωθούν στο μοναστήρι το πολιορκούσε τώρα επαναστατικό σώμα με αρχηγούς τους Σητειακούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Κοντό, Ιωάννη Μακρή και Ιωσήφ Δερμιτζάκη. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν, η Μονή όμως στη συνέχεια υπέστη νέα αντίποινα.
Στο διάστημα από 1828 ώς την επανάσταση του 1866, η Μονή αποκτά τεράστια περιουσία, με επιρροή και φήμη. Οταν ξέσπασε η επανάσταση οι Τούρκοι κινήθηκαν προς το Μοναστήρι για να συλλάβουν τον ηγούμενο Μελέτιο Μιχελιδάκη που ήταν μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής Σητείας. Ο Μιχελιδάκης κατόρθωσε να διαφύγει στην Κάσο και άλλοι μοναχοί στη Σύμη.
Λίγο αργότερα στον Τοπλό ιδρύθηκε και λειτούργησε αλληλοδιδακτικό Σχολείο.
Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία για τον αριθμό των μοναχών, αυτό που προκύπτει κατά την απογραφή του 1881 είναι ότι εδώ ζούσαν 26 μοναχοί. Η μεγάλη οικονομική δύναμη της Μονής φαίνεται και από το γεγονός ότι τότε υπήρχαν και 54 λαϊκοί ως υπηρετικό προσωπικό.
Στη γερμανική κατοχή, στη Μονή υπήρχε ασύρματος και οι Γερμανοί συνέλαβαν και εξετέλεσαν το 1944 τον ηγούμενο της Μονής Γεννάδιο Συλλιγνάκη, ενώ βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν και άλλοι μοναχοί.
Μετά τη γερμανική κατοχή έγιναν πολλές προσπάθειες αναστήλωσης, με αποτέλεσμα σήμερα η Μονή Τοπλού να έχει αναδειχθεί σε ένα από τα κρητικά μοναστήρια με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Έως εδώ φτάνουν χιλιάδες προσκυνητές οι οποίοι εκτός των άλλων επισκέπτονται και το γνωστό φοινικόδασος του Βάι.
Αλλά και στη Μονή να μείνει κάποιος έχει την ευκαιρία να επισκεφτεί το Μουσείο Χαλκογραφιών και Ελληνικών Λαϊκών Χαρακτικών φτιαγμένων από μοναχούς του Αγίου Όρους τον 18ο και 19ο αιώνα.
Επίσης να δουν τις εικόνες που σώζονται από τον 15ο αιώνα. Μερικές από τις εικόνες που μπορεί να δει κανείς σήμερα μέσα στη Μονή είναι έργα του Ιωάννου Κορνάρου, η εικόνα «Μέγας ει Κύριε και Θαυμαστά τα έργα Σου» του 1770, η εικόνα «Ρόδον το αμάραντο» του 1771 και η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια.
Εκτός από τις θαυμαστές εικόνες, εκτίθενται επίσης αντικείμενα Εκκλησιαστικής Τέχνης όπως Ευαγγέλια, αργυροεπίχρυσοι σταυροί, Πατριαρχικά Συγγίλια, σουλτανικά φιρμάνια, σφραγίδες, επαναστατικά λάβαρα, αρχιερατικά άμφια και άλλα.
Στην πρόσοψη του καθολικού (κύριου ναού του μοναστηριού) θα δείτε την επιγραφή της «Διαιτησίας των Μαγνήτων», που περιγράφει τις προστριβές της αρχαίας πόλης Ιτανος με την Ιεράπετρα για το νησί Λεύκη (Κουφονήσι), που ήταν ένας πολύ σημαντικός σταθμός αλιείας σπόγγων και κοχυλιών στην αρχαία Κρήτη.
Παρά την τεράστια περιουσία που καλείται να διαχειριστεί η Μονή δεν έχει παρά ελάχιστους μοναχούς οι οποίοι έχουν γίνει πρωτοπόροι στη βιολογική καλλιέργεια λαδιού, κρασιού, ρακής, τα οποία φέρουν στην ετικέτα την ονομασία «Τοπλού». Η Μονή έχει τέσσερις μοναχούς σήμερα, αλλά διαθέτει μεγάλη περιουσία και επιρροή στην περιοχή.
Η Μονή Τοπλού είναι ανοιχτή για το κοινό καθημερινά μεταξύ 9 π.μ. – 1 μ.μ. και 2 – 6 μ.μ.
Μονή Φανερωμένης
Η Μονή Φανερωμένης ή άλλως Παναγία Γουρνιών είναι κτισμένη στην περιοχή Γουρνιά, βορειοδυτικά της Παχειάς Αμμου, 24 χιλιόμετρα νότια του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για ανδρική μονή, της οποίας το καθολικό είναι ναι κτισμένο μέσα σε μια σπηλιά. Η εκκλησία είναι δίκλιτη και είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στη Ζωοδόχο Πηγή.
Το Μοναστήρι αποτελεί έναν ξεχωριστό τόπο λατρείας στην Ανατολική Κρήτη. Η αρχιτεκτονική της διάταξη θυμίζει τα μοναστήρια που ανοικοδομήθηκαν στα τέλη του 16ου και 17ου αιώνα.
Η παράδοση θέλει ένα βοσκό να βρίσκει την εικόνα της Παναγίας στη σπηλιά όταν ακολούθησε τα ζώα του και είδε έναν τράγο να πίνει νερό. Όταν πήρε την εικόνα στη στάνη του, αυτή εξαφανίστηκε και ο βοσκός την ξαναβρήκε στη σπηλιά, όπου και κτίστηκε η Μονή. Λένε ότι η ίδια εικόνα κατά περιόδους, ιδιαίτερα τον Δεκαπενταύγουστο και τις άλλες θεομητορικές εορτές, επανεμφανίζεται στους πιστούς και κατά μυστηριώδη τρόπο πάλι χάνεται. Ανάλογες παραδόσεις ευρέσεως εικόνων συναντάμε κυρίως στις Κυκλάδες, όπου βοσκοί αλλά και οδοιπόροι αναζητώντας λίγο νερό βρίσκονται μπροστά σε εικόνες της Παναγίας.
Μονή Χρυσοπηγής
Η Μονή Χρυσοπηγής που είναι αφιερωμένη στην Παναγία Ζωοδόχο Πηγή και εορτάζει την Παρασκευή του Πάσχα, βρίσκεται 3 χιλιόμετρα νότια της πόλης των Χανίων. Εδώ χιλιάδες πιστοί έρχονται να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Στο πέρασμα των αιώνων το μοναστήρι γνώρισε περιόδους άνθησης και παρακμής. Δέχτηκε πολλές επιδρομές και υπέστη σοβαρές καταστροφές από τους Τούρκους και Γερμανούς κατακτητές της Κρήτης. Το μοναστήρι από το 1976 λειτουργεί ως γυναικείο.
Σήμερα οι μοναχές ασχολούνται με την αγιογραφία, τη συντήρηση παλιών βιβλίων και εικόνων, τη βιβλιοδεσία και το εκκλησιαστικό κέντημα. Ωστόσο, η Μονή είναι πασίγνωστη για την οικολογική και περιβαλλοντική της δράση.
Στη Χρυσοπηγή , όπως και στη Μονή Τοπλού ,καλλιεργούνται με βιολογικό τρόπο σε έκταση 130 στρεμμάτων ελιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, αβοκάντο, συκιές, βερικοκιές και λαχανόκηποι. Επίσης, οι μοναχές πραγματοποιούν προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για μαθητές σχολείων από όλη την Ευρώπη!
Στη μονή ανήκει το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής Βαρύπετρο, στο οποίο έχει ιδρυθεί Κέντρο Ορθοδοξίας και Οικολογίας όπου πραγματοποιούνται τα εκπαιδευτικά προγράμματα.
Επίσης λειτουργούν εκκλησιαστικό και λαογραφικό μουσείο, στα οποία φυλάσσονται παλιές εικόνες, ιερά σκεύη, δείγματα εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής του 18ου- 19ου αιώνα, σταυροί ευλογίας, βιβλία, επίσημα έγγραφα και ξυλόγλυπτα λαϊκής κεντητικής, παραδοσιακές στολές, δείγματα κοσμικής και εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, φωτογραφίες, πίνακες, παραδοσιακά εργαλεία γεωργικής χρήσης κ.ά.
Στον χώρο της Μονής υπάρχουν παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και εορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου και 8 Μαΐου, στην Αγία Αικατερίνη 25 Νοεμβρίου, στον Άγιο Χαράλαμπο , 10 Φεβρουαρίου, στον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη , 15 Ιανουαρίου και στον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, 10 Νοεμβρίου. Στη Μονή της Αγίας Κυριακής που εορτάζει στις 7 Ιουλίου υπάρχει ο ναός της Μεταμορφώσεως που εορτάζει στις 6 Αυγούστου και τα σπηλαιώδη παρεκκλήσια του Αγίου Αντωνίου, των Αγίων Επτά Παίδων , του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου και των Νεομάρτυρων της Κρήτης.
Σύμφωνα με την τοπική ιστορία τον 16ο αιώνα ο γιατρός Ιωάννης Χαρτοφύλακας από τα Χανιά, ίδρυσε τη Μονή .Την επανάσταση του 1821 οι μοναχοί ξεσηκώνονται .Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το μοναστήρι και σκοτώνουν τους περισσότερους από αυτούς.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η μονή μετατράπηκε σε διοικητήριο των δυνάμεων των κατακτητών.
Αγία Τριάδα Τζαγκαρόλων
Η Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα μοναστηριακά συγκροτήματα του νησιού με προσφορά στην Ιστορία και την Παιδεία της Κρήτης . Είναι κτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς του Σταυρού, στη θέση «Τζομπόμυλος» του ακρωτηρίου Μελέχα.
Σύμφωνα με την παράδοση, κτίστηκε από τους αδελφούς Ιερεμία και Λαυρέντιο Τζαγκαρόλους που κατάγονταν από μεγάλη βενετοκρητική οικογένεια και είχαν ισχυρή επιρροή τόσο στον Ορθόδοξο πληθυσμό όσο και στους Καθολικούς Βενετούς. Ο Ιερεμίας ήταν ένας σπουδαίος λόγιος, φίλος του μεγάλου Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Μελετίου Πηγά και υποψήφιος ο ίδιος για τον θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήταν κάτοχος της Ελληνικής και Λατινικής παιδείας, όπως φαίνεται από τα γραφτά του, αλλά και τις δίγλωσσες επιγραφές που σώζονται σε μεγάλο αριθμό στα κτίσματα της Μονής.
Στη θέση της Αγίας Τριάδος υπήρχε μικρή Μονή που ανήκε στον ιερομόναχο Ιωακείμ Σοφιανό και η οποία ήταν σε παρακμή μετά το θάνατό του. Για τνο λόγο αυτό ανατέθηκε από τις βενετσιάνικες αρχές στον ιερομόναχο της Μονής της Αγίας Κυριακής Ιερεμία Τζαγκαρόλο η ανασυγκρότησή της το 1611. Ο Ιερεμίας αρχίζει την ανοικοδόμηση ενός πολύ μεγάλου συγκροτήματος που θα συνεχίσει ο αδελφός του Λαυρέντιος μετά τον θάνατό του, γύρω στα 1634. Στα 1645 τα Χανιά πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και διακόπτονται οι οικοδομικές εργασίες που είχαν φτάσει στη βάση του μεγάλου τρούλου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Μονή είναι γνωστή ως Selvili Manastir (το Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια) και βρίσκεται συχνά σε δύσκολη θέση, όπως μας πληροφορούν τα έγγραφα και οι περιηγητές. Στη μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821 οι μοναχοί φεύγουν χωρίς όμως να προλάβουν να κρύψουν τα πολύτιμα κειμήλια που καίγονται από την πυρπόλησή της, ή αρπάζονται.