Η Εκκλησία ως «η αιώνια καλλονή»
του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πρόσφατα αισθάνθηκα μια μεγάλη έκπληξη, όταν με επισκέφθηκε στο γραφείο μου ένας Ιταλός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, ο Αντόνιο Ραντσολίν, ο οποίος με ενημέρωσε ότι μετέφρασε, χωρίς να το γνωρίζω, στην ιταλική γλώσσα το βιβλίο μου που εξεδόθη το 1990 σε πρώτη έκδοση με τίτλο «Εκκλησία και εκκλησιαστικό φρόνημα». Μου είπε ότι το διάβασε, εντυπωσιάσθηκε, το μετέφρασε και μου ζήτησε την άδεια να το εκδώση.
Το βιβλίο αυτό αποτελέσθηκε από ομιλίες που έκανα στο Σεμινάριο των Κατηχητών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, κατά το έτος 1989-1990, ως Ιεροκήρυκας και Διευθυντής Νεότητος αυτής. Φυσικά εξεδόθη πριν 27 χρόνια, πριν εκλεγώ Μητροπολίτης, και από τότε δεν έχω διαφοροποιηθή στις εκκλησιολογικές θέσεις μου.
Απλώς να αναφερθούν τα κεφάλαια του βιβλίου, για να κατανοηθή στην συνέχεια ο πρόλογος τον οποίο έγραψε ο Ιταλός μεταφραστής.
Τα κεφάλαια είναι: «Προέλευση και αποκάλυψη της Εκκλησίας», «Ορισμός και ιδιότητες της Εκκλησίας», «Η Ορθοδοξία κατά τους αγίους Πατέρας», «Η Εκκλησία και η θεία Ευχαριστία, κατά τον άγιον Μάξιμο τον Ομολογητή», «Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα», «Ο καθολικός τρόπος ζωής», «Ορθοδοξία και νομικισμός», «Η εκκοσμίκευση στην Εκκλησία, την θεολογία και την ποιμαντική», «Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας».
Ο Ρωμαιοκαθολικός αυτός θεολόγος στο περιεχόμενο του βιβλίου είδε την καλλονή της Εκκλησίας, την αιώνια δόξα της. Προφανώς είχε διάφορα προβλήματα με την σχολαστική θεολογία και την πρακτική που χαρακτηρίζει τον Ρωμαιοκαθολικισμό, γι’ αυτό αφ’ ενός μεν το μετέφρασε στην Ιταλική γλώσσα, αφ’ ετέρου δε άλλαξε τον τίτλο –για την οποία αλλαγή συμφώνησα– και το τιτλοφόρησε «Η αιώνια καλλονή», εμπνευσμένος από το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Άσμα Ασμάτων, θέττοντας ως υπότιτλο «Το μυστήριο της Εκκλησίας».
Τις εντυπώσεις του από την μελέτη του βιβλίου τις κατέ¬γραψε στον πρόλογο, που είναι πολύ σημαντικός, και δείχνει πως αισθάνθηκε την Εκκλησία μέσα από τις σελίδες του βιβλίου που μετέφρασε, σε αντιπαραβολή με το πως βιώνει την δική του Ρωμαιοκαθολική παράδοση.
Παρατίθεται ο πρόλογος:
* * *
Ο πρόλογος του Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου στην ιταλική έκδοση
«Τι μπορεί να πη σε έναν καθολικό αναγνώστη –και επομένως στην πλειοψηφία των ιταλών αναγνωστών του– ένα βιβλίο για την Εκκλησία γραμμένο από έναν Ορθόδοξο;
Θα προσπαθήσω να εκφράσω αυτό που είπε σε μένα, τον μεταφραστή του. Θα προσπαθήσω να επισημάνω μερικά σημεία αυτού του βιβλίου, που με βοήθησαν να «επανεστιάσω» –επιτρέψτε μου τον όρο– στον στόχο σε σχέση με ορισμένες ασυνέπειες από τις οποίες μου φαίνεται μερικές φορές ότι υποφέρει ο καθολικισμός μου…
Ένα πρώτο επαναβεβαιωμένο κέντρο: Να μιλάς και να ζης την Εκκλησία εκκινώντας από τον Χριστό. Όχι να ξεκινάς από έναν πάπα, από έναν πατριάρχη, από έναν επίσκοπο∙ όσο σημαντικός κι αν είναι αυτός (ο πάπας, ο πατριάρχης, ο επίσκοπος), όσο ευαγγελικός κι αν είναι. Γιατί όσο ακούγεται ο ηγέτης, τόσο γίνεται και ηθική αυθεντία. Η Εκκλησία είναι πάντα και μόνο χριστοκεντρική (όχι παποκεντρική, όχι πατριαρχοκεντρική, όχι επισκοποκεντρική). Χριστοκεντρική είναι η Εκκλησία∙ και γι’ αυτό Πνευματοκεντρική. Με τα χαρίσματα και τα υπουργήματα του Πνεύματος που θέτουν, μέσα στην ιεραρχικά καθορισμένη κιβωτό της, όλους στην υπηρεσία όλων, σε μία εκπληκτική καθολικότητα και συμφωνία των εκφράσεων. Με τα χαρίσματα και τα υπουργήματα του Πνεύματος, που αποτυπώνουν στο σώμα της την εσταυρωμένη και πασχάλια αγάπη του Χριστού, σώμα που γίνεται έτσι σώμα φωτός, παρηγοριάς και ελπίδας για ολόκληρο τον κόσμο. Σώμα άγιο, η Εκκλησία, με τον Χριστό στο κέντρο, ήτοι με το Πνεύμα.
Ένα δεύτερο επαναβεβαιωμένο κέντρο: Η Εκκλησία είναι για τον άνθρωπο, γιατί ο Χριστός είναι για τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ένας ασθενής: η νόσος του είναι τα πάθη του. Η Εκκλησία είναι επομένως ιατρείο, νοσοκομείο∙ δεν είναι δικαστήριο. Εισέρχεσαι και η Μητέρα Εκκλησία σε περιθάλπει. Με το Λόγο, του οποίου είναι φύλακας. Με τα μυστήρια της άκτιστης Χάρης. Και στηρίζοντάς σε, εφόσον θέλεις και το αναζητάς, με έναν πνευματικό πατέρα, έναν ιατρό, που συμπαραστέκεται στους αγώνες σου, που σε οδηγεί από το χέρι σε μια θεραπευτική πορεία μέσω αναβαθμών: Αρχικά η επίπονη και μακρά κάθαρση της καρδιάς, έπειτα ο φωτισμός του νού, και τέλος, εάν και όταν ο Θεός ευδοκήση, η εκστατική αρπαγή της θεώσεως. Η Εκκλησία θέλει να σε κάνη θεό! Να εκτείνη στο άπειρο τις δυνατότητές σου, τις θείες δυνατότητες της αγάπης. Η Εκκλησία θέλει να νεκρωθούν μέσα σου τα αφύσικα, θανατηφόρα πάθη σου, για να ζήση εντός σου το μοναδικό, άγιο, θείο και ζωοποιό πάθος: η αγάπη. Γιατί ο Θεός είναι αγάπη…
Ένα τρίτο επαναβεβαιωμένο κέντρο: Η αμαρτία δεν είναι τόσο η παράβαση ενός νόμου. Δεν είναι μια προσβολή στο Θεό, που απαιτεί τιμωρίες και αποζημιώσεις… Πόσες ανακρίβειες, στο θέμα αυτό, αν όχι πραγματικές βλασφημίες, σε τόσες προσευχές: «Αμάρτησα και αξίζω τις κολάσεις σου και… σε προσέβαλα… Υπόσχομαι με την βοήθειά Σου να μην σε ξαναπροσβάλω πιά». Τα αμαρτήματά μας δεν προσβάλλουν το Θεό, ο Οποίος είναι άπειρη αγάπη. Προσβάλλουν εμάς: διαστρέφουν την φύση μας, την πλασμένη κατ’ εικόνα Του… την αρρωσταίνουν, δεν αφήνουν να διαλάμψη το πρωταρχικό φως του Λόγου, που περιέχει. Εμείς όμως θεωρούμε τα πάθη «φυσικά», ενώ πρόκειται μόνον για παθολογία. Η Εκκλησία, … πάντα μας κηρύσσει και πάντα κοινωνεί σε μας την φυσιολογία. Μας βαπτίζει στην φυσιολογία, μας τρέφει με την φυσιολογία. Δηλαδή μας βαπτίζει στον Χριστό και τρέφει με τον Χριστό, πάντα.
Ένα τέταρτο επαναβεβαιωμένο κέντρο: Η Αλήθεια δεν είναι αδιάφορη. Δεν είναι το ίδιο πράγμα να πιστεύης σε έναν Θεό τρισυπόστατο η σε έναν Θεό μονοϋπόστατο, σε έναν Υιό γεννηθέντα η σε έναν Υιό ποιηθέντα, σε μια αληθή σάρκα του Λόγου, αληθώς προσληφθείσα, παθούσα, αναστάσα και αναληφθείσα, η απλώς σε μία σάρκα φαινομενική, φανταστική, κατά δόκηση, και ούτω καθ’ εξής. Και τούτο γιατί η πίστη είναι ζωή. Και από μία διαφορετική πίστη προέρχεται, κατά τρόπο φυσικό, μια διαφορετική ζωή, με διαφορετικές εκφράσεις και πραγματώσεις και διαφορετικά σημεία αναφοράς. Αυτό το βιβλίο θέτει τον αναγνώστη ενώπιον της ορθοδοξίας της πίστεως με τον αναλλοίωτο χαρακτήρα της, για την οποία έγραψαν οι άγιοι Πατέρες, για την οποία αγωνίστηκαν, για την οποία πολλοί εξ αυτών γεύτηκαν την πικρία των βασανιστηρίων, της φυλακής, της εξορίας και του θανάτου. Σε ένα γενικό κλίμα που σχετικοποιεί τα πάντα, που υποβαθμίζει τα πάντα, καθίσταται όσο ποτέ άλλοτε υγιές και επείγον να αναστοχαστούμε πάνω στο δόγμα και την ουσιώδη αξία του∙ και αυτό μπορεί να γίνη στην σχολή εκείνων που απέκτησαν εμπειρία του δόγματος, δηλ. των θεουμένων. Είναι αυτοί που «θεώρησαν» («εθεάσαντο») το δόγμα πρόσωπον προς πρόσωπο: Στο Φως που είναι το Πνεύμα, είδαν το Φως που είναι ο Υιός, και μέσω του Υιού, είδαν το Φως που είναι ο Πατήρ. Το δόγμα μας οδηγεί στην γνώση από το τριαδικό πυρ του Ηγαπημένου.
Ένα πέμπτο επαναβεβαιωμένο κέντρο: Η θεολογία της Εκκλησίας είναι, λοιπόν, μια συνάντηση. Δεν είναι ορθολογικός η «επιστημονικός» στοχασμός επί του δεδομένου της αποκαλύψεως (που ακόμα κι ένας άθεος –έτσι λέγεται σε κάποια περιβάλλοντα- θα μπορούσε να πραγματοποιήση). Θεολόγοι δεν είναι εκείνοι που «ξέρουν» θεολογία, αλλά εκείνοι που έχουν συναντηθεί με τον Αναστάντα της θεολογίας και έτσι μπορούν εκ πείρας να μιλήσουν για τον Θεό.
Η καλύτερα να ψελλίσουν κάτι για τον άρρητο Ηγαπημένο. Και εδώ να επανεστιάσω σε στρεβλώσεις… Αν συναντήσης τον Θεό, αναβλύζεις θεολογία, χωρίς να έχης μελετήσει τους διάσημους Αθηναίους σοφούς. Η Εκκλησία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να σε προετοιμάζη για την συνάντηση. Υπάρχει μόνο γι’ αυτό. Με την χάρη και την άσκηση σε οδηγεί –αν την ακολουθήσης πιστά, αν εισέλθης στους αγώνες που σου προτείνει– μέχρι την Πεντηκοστή. Φτάνοντας στο υπερώο το πυρ του Πνεύματος θα επιφοιτήση και σε σένα και τούτο το πυρ θα σε οδηγήση έσω του Μυστηρίου. Θα είσαι όπως ο Πέτρος, ο Ιωάννης και ο Παύλος: Η θεολογία «σου» θα συμπίπτη με την δική τους, επειδή η δική «σου» εμπειρία θα ομοιάζη με την δική τους. Τίποτε περισσότερα, αλλά και τίποτα λιγότερο.
Ένα έκτο επαναβεβαιωμένο κέντρο: Όταν λέμε Εκκλησία, εννοούμε μια σχέση αξεδιάλυτη με την πίστη, με την ορθή πίστη, αλλά ομοίως σχέση αξεδιάλυτη με την Ευχαριστία, η οποία είναι η κατ’ εξοχήν εκκλησιαστική πράξη. Εδώ ανακεφαλαιώνονται τα πάντα: από την δημιουργία μέχρι το τέλος του κόσμου, από την πρωτολογία στην εσχατολογία, όλα εμπεριέχονται σε τούτο το Ποτήριον και τον Άρτον. Τα πάντα: όλα τα όντα και το νόημά τους, όλη η ιστορία και το νόημά της. Γιατί ο Σαρκωμένος Λόγος, ο σταυρωθείς και αναστάς, είναι καρδιά και το νόημα κάθε όντος∙ η καρδιά και το νόημα της ιστορίας. Εκεί στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας… Εκκλησία, ορθοδοξία της πίστης, Ευχαριστία: Τρία στοιχεία σε περιχώρηση, που αγκαλιάζονται αμοιβαία, συνυπάρχουν και μαζί δίνουν αμοιβαίως μαρτυρία. Ακόμα και ο τόπος όπου η Εκκλησία τελεί την κλάση του άρτου της Ευχαριστίας γίνεται και αυτός αποκάλυψη: του Θεού, του κόσμου, του ανθρώπου. Αλλά και της ίδιας της Εκκλησίας, που είναι η ενότητα μεταξύ του Θεού, του κόσμου και του ανθρώπου. Δι’ αυτής εισέρχεσαι στο Ναό στις μύτες των ποδιών, αφαιρείς τα υποδήματα, για να συναντηθής με την βάτο την καιομένη και μη καταφλεγομένη, την βάτο που βυθίζει τις ρίζες της στην αγία γη του ιερού θυσιαστηρίου.
Αυτά είναι μόνον μερικά από τα στοιχεία που το μεταφρασμένο κείμενο άφησε στην καρδιά του μεταφραστή. Στοιχεία –πιστεύω– αποφασιστικά για να ζήσουμε –και κατά τρόπο πιο «στοχευμένο»– το μυστήριο της Εκκλησίας.
Έγινα κι εγώ μαθητής, όπως οι κατηχητές των Αθηνών των ετών 1989-90, που άκουγαν τον τότε αρχιμανδρίτη και νυν μητροπολίτη Ιερόθεο∙ άκουσα κι εγώ τους λόγους του∙ τους μετέφρασα (αναζητώντας, μεταξύ άλλων, και βρίσκοντας σχεδόν πάντα τις ακριβείς πηγές των Πατέρων που παρατίθενται και σημειώνοντάς τις στις υποσημειώσεις)∙ και τώρα τους παραδίδω στον αναγνώστη –Ρωμαιοκαθολικό, Ορθόδοξο, Προτεστάντη… Γιατί να αντιπαρατεθή με αυτούς τους λόγους, να αρχίση ο διάλογός του με αυτούς, να διασταυρωθή η ζωή του. Ένα καινούριο βιβλίο σηματοδοτεί πάντα την αρχή ενός κομματιού κοινής ιστορίας ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη.
Ο μεταφραστής
Αντόνιο Ραντσολίν»
* * *
Θα μου επιτραπή ένας ακροτελεύτιος λόγος.
Ο Ιταλός μεταφραστής του βιβλίου αυτού ήλθε στην Ναύπακτο στο διάστημα μετά την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» της Κρήτης, για να με γνωρίση και να συζητήση μαζί μου διάφορα μεταφραστικά προβλήματα και αμέσως μετά μου έστειλε τον Πρόλογό του.
Διαβάζοντας τον πρόλογο αυτό, αισθάνθηκα βαθειά έκπληξη, συγκινήθηκα πολύ και δοξολόγησα εκ καρδίας τον Θεό για το δώρο αυτό που μου χάρισε.
Σε μια εποχή που ακόμη και μεγάλοι φαινομενικά θεολόγοι αγωνίζονται να μας πείσουν ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι ξεπερασμένοι από την σχολαστική και ρωσική θεολογία –που είναι η λεγομένη μεταπατερική θεολογία και κυριαρχείται από τον σχετικισμό∙ ότι η σύγχρονη θεολογία πρέπει να είναι «συναφειακή», να βλέπη τα κοινά σημεία όλων των Χριστιανικών θεολογικών παραδόσεων∙ ότι πρέπει να συμβιβαστούμε με τον σχολαστικισμό∙ ότι πέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες∙ ότι τα όρια της Εκκλησίας δεν προσδιορίζονται από την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού (Μυστήριο θείας Ευχαριστίας), αλλά από το ύδωρ του Βαπτίσματος∙ ότι όλες οι Εκκλησίες είναι «αδελφές Εκκλησίες» και υπάρχει συναγωνισμός αναγνωρίσεως των «αδελφών Εκκλησιών», έρχεται ένας Ιταλός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος να εξυμνήση την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως εκφράζεται από τους Πατέρας της Εκκλησίας και να κρίνη με ωραίο τρόπο την χριστιανική παράδοση μέσα στην οποία μεγάλωσε και ζη.
Φαίνεται καθαρά ότι, ενώ πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι και Κληρικοί προσπαθούν να κινηθούν με μεταπατερικό, συναφειακό, σχετικιστικό και κοσμικό τρόπο, όσοι από τον λαό αναζητούν την αλήθεια και υποψιάζονται την «αιώνια καλλονή» της Εκκλησίας, την προσλαμβάνουν, την αγαπούν και την εκφράζουν. Τελικά, «μεγάλη η αλήθεια και υπερισχύει» (Έσδρας Α’, δ’, 41).
Φαίνεται ότι εκείνο που τελικά θα επικρατήση θα είναι «η δογματική συνείδηση» των θεουμένων Πατέρων και όχι οι θεσμοποιημένες αρχές, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται. Οι κατά Χάριν θεούμενοι είναι οι εγγυητές της αληθείας και σε αυτούς αναπαύεται ο Θεός. Μακάριοι όσοι ζούν στο έκπαγλο Μυστήριο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της «αιωνίας αυτής καλλονής».–