Ήρθαν δύο-τρεις φοιτήτριες σήμερα και μου είπαν: «Γέροντα, κάντε προσευχή να περάσουμε στις εξετάσεις» και εγώ τις είπα: «Θα προσευχηθώ να περάσετε τις εξετάσεις της αγνότητας.
Αυτό είναι το πιο βασικό. Όλα τα άλλα βολεύονται μετά». Καλά δεν τις είπα; Ναι, είναι μεγάλο πράγμα να βλέπεις στα πρόσωπα των νέων σήμερα τη σεμνότητα, την αγνότητα! Πολύ μεγάλο πράγμα!
Έρχονται μερικές κοπέλες οι καημένες τραυματισμένες. Ζουν άτακτα με νέους, δεν καταλαβαίνουν πως ο σκοπός τους δεν είναι καθαρός και σακατεύονται. «Τι να κάνω, πάτερ;» με ρωτούν. «Ο ταβερνιάρης, τις λέω, έχει φίλο τον μπεκρή, αλλά γαμπρό δεν τον κάνει στην κόρη του». Να σταματήσετε τις σχέσεις. Αν σας αγαπούν πραγματικά, θα το εκτιμήσουν. Αν σας αφήσουν, σημαίνει ότι δεν σας αγαπούν και θα κερδίσετε χρόνο».
Ο πονηρός εκμεταλλεύεται τη νεανική ηλικία, που έχει επιπλέον και τη σαρκική επανάσταση και προσπαθεί να καταστρέψει τα παιδιά στη δύσκολη αυτή περίοδο που περνούν. Το μυαλό είναι ανώριμο ακόμα, υπάρχει απειρία μεγάλη και απόθεμα πνευματικό καθόλου. Γι’ αυτό ο νέος πρέπει πάντα να αισθάνεται ως ανάγκη τις συμβουλές των μεγαλυτέρων σ’ αυτή την κρίσιμη ηλικία, για να μη γλιστρήσει στο γλυκό κατήφορο της κοσμικής λεωφόρου, που στη συνέχεια γεμίζει την ψυχή από άγχος και την απομακρύνει αιώνια από τον Θεό.
Καταλαβαίνω ότι ένα φυσιολογικό παιδί, στη νεανική ηλικία, δεν είναι εύκολο να βρίσκεται σε τέτοια πνευματική κατάσταση, ώστε να κάνει διάκριση· «ουκ ένι άρσεν και θήλυ». Γι’ αυτό και οι πνευματικοί πατέρες συνιστούν να μην κάνουν συντροφιά τα αγόρια με τα κορίτσια, όσο και πνευματικά κι αν είναι, γιατί η ηλικία είναι τέτοια που δε βοηθάει και ο πειρασμός εκμεταλλεύεται τη νεότητα. Γι’ αυτό συμφερότερο είναι ο νέος θα θεωρηθεί ακόμα και κουτός από τα κορίτσια (ή η νέα από τα αγόρια) για την πνευματική του φρονιμάδα και αγνότητα και να σηκώνει και αυτόν το βαρύ σταυρό. Γιατί αυτός ο βαρύς σταυρός κρύβει όλη τη δύναμη και τη σοφία του Θεού και τότε ο νέος θα είναι πιο δυνατός από τον Σαμψών και πιο σοφός από το σοφό Σολομώντα.
Καλύτερα είναι, όταν βαδίζει, να προσεύχεται και να μην κοιτά δεξιά και αριστερά, ακόμα και αν πρόκειται να παρεξηγηθεί από συγγενικά πρόσωπα, γιατί δήθεν τους περιφρόνησε και δεν τους μίλησε, παρά να περιεργάζεται και να βλάπτεται και να παρεξηγηθεί ακόμα από τους κοσμικούς ανθρώπους που σκέφτονται πονηρά. Χίλιες φορές καλύτερα να φεύγει σαν το αγρίμι από τους ανθρώπους μετά τον εκκλησιασμό για να διατηρήσει την πνευματική του φροντίδα και ό,τι απεκόμισε από τον εκκλησιασμό, παρά να κάθεται και να χαζεύει στις γούνες (ή στις γραβάτες η νέα) και να αγριέψει πνευματικά από το γρατσούνισμα που θα του κάνει ο εχθρός στην καρδιά.
Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος δυστυχώς έχει σαπίσει και, απ’ όπου κι αν περάσει μια ψυχή που θέλει να διατηρηθεί αγνή, θα λερωθεί. Με τη διαφορά όμως ότι ο Θεός δεν θα ζητήσει τα ίδια με αυτά που θα ζητούσε την παλιά εποχή από ένα Χριστιανό που ήθελε να διατηρηθεί αγνός. Χρειάζεται ψυχραιμία, και ο νέος να κάνει ό,τι μπορεί. Να αγωνισθεί, για να αποφεύγει τα αίτια, και ο Χριστός μας θα βοηθήσει από εκεί και πέρα. Ο θείος έρωτας, αν φουντώσει στην ψυχή του, είναι τόσο πολύ θερμός που έχει τη δύναμη να καίει κάθε άλλη επιθυμία και κάθε άσχημη εικόνα. Όταν ανάψει αυτή η φωτιά, τότε αισθάνεται και τις θείες εκείνες ηδονές, που δεν μπορεί κανείς να τις συγκρίνει με καμιά άλλη ηδονή.
Όταν γευτεί το ουράνιο εκείνο μάννα, δεν θα του κάνουν καμιά εντύπωση πλέον τα άγρια ξυλοκέρατα. Γι’ αυτό πρέπει να πιάσει γερά το τιμόνι και να κάνει το σταυρό του και να μη φοβάται. Μετά από τον μικρό του αγώνα θα λάβει και την ουράνια τροφή. Την ώρα του πειρασμού θέλει παλληκαριά, και ο Θεός θαυματουργικά θα βοηθήσει.
Μου είχε διηγηθεί ο Γέρο-Αυγουστίνος: Είχε πάει σαν αρχάριος σε ένα Μοναστήρι στην Ρωσία, στην πατρίδα του. Εκεί ήταν όλοι σχεδόν γεροντάκια και έστειλαν αυτόν ως διακονητή, για να βοηθάει έναν υπάλληλο της Μονής στο ψάρεμα, γιατί η Μονή συντηρείτο από την αλιεία. Μια μέρα λοιπόν ήρθε η κόρη του υπαλλήλου και είπε στον πατέρα της να πάει γρήγορα στο σπίτι για μια επείγουσα δουλειά και κάθησε εκείνη να βοηθήσει. Ο πειρασμός όμως την είχε κυριεύσει την ταλαίπωρη και, χωρίς να σκεφθεί, όρμισε επάνω στον δόκιμο με αμαρτωλές διαθέσεις. Εκείνη την στιγμή τα έχασε ο Αντώνιος –αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά του-, γιατί ήταν ξαφνικό.
[irp posts=”368951″ name=”Αγιος Γέροντας Παΐσιος: «Με τις δοκιμασίες ανεβαίνουμε στον ουρανό»”]
Έκανε τον σταυρό του και είπε: «Χριστέ μου, καλύτερα να πνιγώ παρά να αμαρτήσω» και πετάχτηκε από την όχθη μέσα στο βαθύ ποτάμι! Αλλά ο Καλός Θεός βλέποντας τον μεγάλο ηρωισμό του αγνού νέου, που ενήργησε σαν νέος Άγιος Μαρτινιανός, για να διατηρηθεί αγνός, τον κράτησε επάνω στο νερό, χωρίς καν να βραχεί! «Ενώ πετάχθηκα, μου έλεγε, με το κεφάλι κάτω, δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα όρθιος επάνω στο νερό, χωρίς να βραχούν ούτε τα ρούχα μου!» Εκείνη την στιγμή ένιωσε και μια εσωτερική γαλήνη με μια ανέκφραστη γλυκύτητα, που εξαφάνισε τελείως κάθε λογισμό αμαρτωλό και κάθε ερεθισμό σαρκικό, που του είχε δημιουργήσει προηγουμένως με τις άσεμνες χειρονομίες της η κοπέλα. Όταν είδε μετά η κοπέλα επάνω στο νερό όρθιο τον Αντώνιο, άρχισε να κλαίει μετανοιωμένη για το σφάλμα της και συγκινημένη για το μεγάλο αυτό θαύμα.
Παλιά με τι θυσίες κρατούσαν την αγνότητά τους οι κοπέλες! Θυμάμαι, στον πόλεμο είχαν αγγαρέψει μερικούς χωρικούς με τα ζώα τους και είχαν αποκλεισθεί σε ένα ύψωμα από τα χιόνια. Οι κάτω από τα χιονισμένα έλατα έκαναν κάτι υπόστεγα με κλωνάρια από έλατα, για να προφυλαχθούν από το κρύο. Οι γυναίκες πάλι αναγκάσθηκαν να προστατευθούν από συγχωριανούς, γνωστούς ανθρώπους. Μια κοπέλα και μια γριά ήταν από κάποιο μακρινό χωριό και αναγκάσθηκαν και αυτές να μπουν σε ένα από αυτά τα ελάτινα υπόστεγα. Αλλά δυστυχώς υπάρχουν μερικοί άπιστοι και δειλοί. Οι οποίοι δεν συγκλονίζονται ακόμη και εν καιρώ πολέμου. Δεν πονάνε για τους διπλανούς τους που τραυματίζονται ή σκοτώνονται, αλλά, εάν βρουν ευκαιρία, επιδιώκουν ακόμη και να αμαρτήσουν, γιατί φοβούνται μήπως σκοτωθούν και δεν προλάβουν να γλεντήσουν, ενώ έπρεπε, τουλάχιστον εν ώρα κινδύνου, να μετανοήσουν.
Ένας σαν και αυτούς που εν καιρώ πολέμου, όπως ανέφερα, δεν σκέφτονται να μετανοήσουν, αλλά να αμαρτήσουν, ενοχλούσε την κοπέλα τόσο άσχημα που αναγκάσθηκε να φύγει. Προτίμησε να ξυλιάσει, ακόμη και να πεθάνει έξω στα χιόνια, παρά να χάση την τιμή της. Βλέποντας η καημένη η γριά ότι έφυγε η κοπέλα, ακολούθησε και αυτή τα ίχνη της και την βρήκε τριάντα λεπτά μακριά, κάτω από ένα μικρό υπόστεγο ενός εξωκκλησιού του Τιμίου Προδρόμου. Ο Τίμιος Πρόδρομος ενδιαφέρθηκε για την τίμια κοπέλα και την οδήγησε στο εξωκκλησάκι του που η κοπέλα ούτε καν το ήξερε. Και στην συνέχεια τι έκανε ο Τίμιος Πρόδρομος!
Παρουσιάσθηκε σ΄ έναν στρατιώτη (9), στον ύπνο του, και του είπε να πάει στο εξωκκλήσι του το συντομώτερο. Σηκώνεται λοιπόν ο στρατιώτης και ξεκινάει μέσα στην φωτισμένη νύχτα από τα χιόνια και πάει στο εξωκκλήσι, ήξερε περίπου που είναι. Τι να δη όμως! Μια γριά και μια κοπέλα καρφωμένες μέσα στο χιόνι μέχρι τα γόνατα, μελανιασμένες και ξυλιασμένες από το κρύο. Άνοιξε αμέσως το εκκλησάκι, μπήκαν μέσα και συνήλθαν κάπως. Δεν είχε τίποτε άλλο να τους προσφέρει ο στρατιώτης παρά το κασκόλ του στην γριά και από ένα γάντι στην καθεμία και τις είπε να το αλλάζουν τα χέρια. Του διηγήθηκαν μετά τον πειρασμό που συνάντησαν. «Καλά, λέει στην κοπέλα ο στρατιώτης, πώς αποφάσισες να φύγεις νύχτα, μέσα στα χιόνια και σε άγνωστο μέρος;»
Και εκείνη απάντησε: «Εγώ μόνον αυτό μπορούσα να κάνω και πίστευα ότι ο Χριστός θα με βοηθούσε από εκεί και πέρα». Τότε ο στρατιώτης τελείως αυθόρμητα, από πόνο και όχι απλώς για να τις παρηγορήσει, λέει: «Τελείωσαν πια τα βάσανά σας. Αύριο θα είσθε στα σπίτια σας». Με τα λόγια αυτά χάρηκαν πολύ και ζεστάθηκαν περισσότερο. Και πράγματι, ξεκίνησαν τα Λ.Ο.Μ., άνοιξαν τον δρόμο και την άλλη μέρα το πρωί τα στρατιωτικά μεταγωγικά ήταν εκεί, και οι καημένες πήγαν στα σπίτια τους. Τέτοιες Ελληνοπούλες που είναι ντυμένες και με θεία Χάρη –και όχι οι απογυμνωμένες και από θεία Χάρη- πρέπει να θαυμάζονται και να επαινούνται.
Τα καημένα τα παιδιά τα καταστρέφουν σήμερα με θεωρίες διάφορες.
Γι’ αυτό είναι αναστατωμένα, ζαλισμένα. Άλλο θέλει να κάνη το παιδί, άλλο κάνει. Αλλού θέλει να πάει, αλλού το πάει το ρεύμα της εποχής. Μεγάλη προπαγάνδα γίνεται από σκοτεινές δυνάμεις που κατευθύνουν όσα παιδιά δεν τους κόβει πολύ το μυαλό.
Στα σχολεία μερικοί δάσκαλοι λένε: «Για να έχετε πρωτοβουλία, να μη σέβεστε, να μην υποτάσσεστε στους γονείς», και τα αχρηστεύουν.
Μετά τα παιδιά δεν ακούνε ούτε γονείς ούτε δασκάλους. Και είναι δικαιολογημένα, γιατί νομίζουν πως έτσι πρέπει να κάνουν. Τα υποστηρίζει και το κράτος, τα κανοναρχούν, τα εκμεταλλεύονται και οι άλλοι που δεν νοιάζονται ούτε για Πατρίδα ούτε για οικογένεια ούτε για τίποτε, για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους.
Ε, αυτό λίγο-πολύ έχει κάνει πολύ κακό στην νεολαία σήμερα, πάρα πολύ κακό, μέχρι που καταλήγουν τα παιδιά να έχουν αρχηγό τον διάβολο. Φοβερό! Τι σας δίνει και τι σας παίρνει, κακόμοιρα παιδιά!
Μικρά παιδιά αγριεμένα, με τους καφέδες, με τα τσιγάρα… Πού να δεις βλέμμα λαμπερό, Χάρη Θεού στο πρόσωπό τους!
Δεν είναι ελευθερία όταν πούμε στους νέους ότι όλα επιτρέπονται έλεγε ο π. Παίσιος. Για να προκόψει κανείς πρέπει να δυσκολευθεί. Έχουμε ένα δενδράκι. Το περιποιούμαστε, του βάζουμε πάσσαλο και το δένουμε με σχοινί. Δεν το δένουμε όμως με σύρμα, γιατί θα του κάνουμε κακό. Με τους τρόπους αυτούς δεν περιορίζουμε το δενδράκι; Και όμως δεν γίνεται αλλιώς. Για κοιτάξτε και το παιδάκι. Του περιορίζουμε την ελευθερία από την αρχή. Μόλις συλλαμβάνεται είναι περιορισμένο το κακόμοιρο στην κοιλιά της μητέρας· μένει εκεί εννιά μήνες. Μόλις αρχίζει να μεγαλώνει του βάζουν κάγκελα. Όλα αυτά φαίνονται ότι του στερούν την ελευθερία, αλλά δίχως αυτά τα προστατευτικά μέτρα το παιδί θα πέθαινε από την πρώτη στιγμή.
Μια φορά είχε έρθει στο καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγεί από αυτό το πάθος. Είχε πάει σε δύο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβει ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει. Το παιδί απελπίστηκε. «Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό». Όταν άκουσα το πρόβλημά του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: «Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου απ’ αυτά που δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνεις. Για να δούμε τι μπορείς να κάνεις και να αρχίσεις από αυτά.
Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορώ», μου λέει. «Μπορείς να νηστεύεις κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς να δίνεις ελεημοσύνη το ένα δέκατο απ’ το μισθό σου ή να επισκέπτεσαι αρρώστους και να τους βοηθάς;». «Μπορώ». «Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω και αν αμάρτησες και να λες: «Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου;». «Θα το κάνω γέροντα» μου λέει. «Άρχισε, λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνεις όλα αυτά που μπορείς και ο Παντοδύναμος Θεός θα κάνει το ένα που δεν μπορείς». Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, πάτερ». Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Γεωργίου Καλπούζου «Έφηβοι και προγαμιαίες σχέσεις», σελ. 60-67).