Τὸν θεῖον Εὐδόκιμον, ᾧ βίος γέλως,Τὸ θεῖον εὐδόκησεν ἐκστῆναι βίου.Δέχνυται Εὐδόκιμον πρώτῃ τάφος ἐν τριακοστῇ.
Ο Όσιος Ευδόκιμος γεννήθηκε στη Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 – 842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Η ορθόδοξη οικογένειά του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του.
Ο ηθικός βίος του και η φιλάνθρωπη δράση του εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την τέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δεν σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του.
Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στο Κύριο, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε σε θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.
Κατά την Ανακομιδή το Ιερό Λείψανο του Οσίου Ευδοκίμου βρέθηκε «φαιδρόν καί ἀνθηρόν, χαριέστατον μέ ὅλους τούς χαρακτῆρας, μέ τά ἐνδύματα ἀνέπαφα» και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την 6η Ιουλίου 831 μ.Χ. Δεν είναι γνωστό πότε και κάτω από ποιες συνθήκες το Λείψανο διαλύθηκε.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς αἰωνίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου, Ἅγιε, σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα· διὸ ἐν παῤῥησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Εὐδοκιμήσας ἀγαθαῖς ἐργασίαις, ἐδοκιμάσθης ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, τοῖς πειρασμοῖς Εὐδόκιμε ἀοίδιμε· ὅθεν μετὰ θάνατον, ἀναβλύζεις πλουσίως, θαύματα ὡς νάματα, καὶ νοσήματα παύεις, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ ἐκδυσωπῶν, ὅπως πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.
Μεγαλυνάριον
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.