Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου: Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν παράδειγμα statesman πολιτικού. Συνδύαζε πατριωτική συνείδηση, δημοκρατικό ήθος, ψυχικές, πολιτικές και πνευματικές ικανότητες και βαθιά γνώση της Ιστορίας.
Ήταν προφανής η αγάπη και η αφοσίωσή του στην οικογένειά του, στην ιδιαίτερη Πατρίδα του, την Κρήτη και γενικότερα στον Ελληνισμό.
Οι γνώσεις του στην Ιστορία δεν του επέτρεπαν να παρασύρεται από συναισθηματισμούς, ιδεολογήματα και αληθοφανή επιχειρήματα. Παράδειγμα η ιστορική παρέμβασή του στην κρίση Φαναρίου – Αθήνας. Όταν το Φανάρι προκάλεσε την κρίση με την Εκκλησία της Ελλάδος, με σκοπό να Την ποδηγετήσει, εναντίον Της ήσαν η κυβέρνηση Σημίτη και σχεδόν όλα τα ΜΜΕ. Το ιδεολογικό μίσος προς την Εκκλησία και η επιχείρηση εξουθένωσης του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου έκαμαν την τότε κυβερνητική εξουσία να αγνοεί τους προφανείς εθνικούς κινδύνους, που εμπεριείχαν οι ενέργειες του Φαναρίου.
Τότε, τον Νοέμβριο του 2000, ο Κων. Μητσοτάκης, με βαρυσήμαντη δήλωσή του, επισήμανε αυτούς τους κινδύνους και έθεσε την κυβέρνηση Σημίτη προ των ευθυνών της: «Το πρόβλημα που έχει τεθεί είναι κατεξοχήν πολιτικό και εθνικό. Η κυβέρνηση έχει χρέος να λάβει αμέσως θέση και το ίδιο χρέος έχουν και τα πολιτικά κόμματα. Η πληγή που άνοιξε πρέπει να κλείσει αποφασιστικά και γρήγορα. Αλλιώς μας περιμένουν δεινά». Και πρόσθεσε: «Καμιά Ελληνική Βουλή δεν μπορεί να δεχθεί να γυρίσουμε πιο πίσω από εκεί που σταθήκαμε προ 70 ετών, να μοιράσουμε την Ελλάδα στα δύο, να δώσουμε διοικητικές αρμοδιότητες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και, προ παντός, δεν μπορεί να δεχθεί να αμφισβητηθεί η αρχή της πλειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων».
Το Φανάρι και η Κυβέρνηση αντέδρασαν έντονα στις δηλώσεις του. Το Φανάρι, σε ανακοίνωσή του, αρνήθηκε τις εθνικές παραμέτρους του θέματος, που είχε προκαλέσει, και διερωτήθηκε αν ο αείμνηστος Πρόεδρος είχε διαπιστώσει κάτι τέτοιο στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη, που υπάγεται σ’ Αυτό. Απάντηση δεν υπήρξε από πλευράς Κων. Μητσοτάκη. Η δήλωσή του και η απάντηση του Φαναρίου καταγράφηκαν στην Ιστορία και αυτό του άρκεσε.
Η εκ μέρους του Οικ. Πατριαρχείου κλιμάκωση και συνέχιση της κρίσης έως και σήμερα, οι συνεχείς δηλώσεις Κρητών Ιεραρχών σε βάρος της ίδιας της υπάρξεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και η εκδηλούμενη ποικιλοτρόπως αντιπαλότητα προς αυτήν, η θεωρία Κρητός Ιεράρχου περί «Ελληνοφώνων Κρητών», η αποφυγή από Κρήτες Μητροπολίτες κάθε αναφοράς στα όσα υπέστησαν οι πρόγονοί τους υπό τον Οθωμανικό ζυγό, οι αποκλειστικές αναφορές στον χαρακτήρα των Κρητών και στην ιστορία τους, ως κάτι διαφορετικού από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, και η εκ μέρους Κρητών Μητροπολιτών απόκτηση της τουρκικής υπηκοότητας δικαιώνουν τον Κων. Μητσοτάκη.
[irp posts=”351636″ name=”Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Η σχέση του με το Αγιο Ορος (ΦΩΤΟ)”]
Η στην εκκλησιαστική κρίση υπέρ της Εκκλησίας της Ελλάδος δήλωση του αείμνηστου Προέδρου ήταν υψηλού επιπέδου πολιτική ενέργεια υπεύθυνου πολιτικού ανδρός, που γνωρίζει την Ιστορία και φροντίζει τα συμφέροντα της χώρας του. Η δήλωση του Κων. Μητσοτάκη αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ιστορική σημασία, από το γεγονός ότι η τότε εκκλησιαστική αντιπολίτευση, συνέπλεε με το Φανάρι, την κυβέρνηση Σημίτη και τα ΜΜΕ κατά του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και της Εκκλησίας της Ελλάδος!
Λίγες ημέρες πριν από την ιστορική δήλωση Μητσοτάκη και συγκεκριμένα στις 24 Οκτωβρίου 2000, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος μετέβη στη Μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας, όπου ο τότε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας και σημερινός Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος του παρέθεσε δείπνο. Κατ’ αυτό και με βάση «φημολογία» ο κ. Βαρθολομαίος ανέφερε ότι «ακούγεται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θέλει να γίνει Πατριαρχείο» και φυσικά έτσι είχε την ευκαιρία να ξιφουλκήσει εναντίον Της.
Στο ίδιο δείπνο ο οικοδεσπότης Μητροπολίτης Θηβών είπε, μεταξύ των άλλων: «Η Παρουσία Σας Παναγιώτατε και η συχνότερη επικοινωνία μαζί Σας είναι αναγκαίες περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, που βλέπουμε να εδραιώνεται μια εκκοσμικευμένη αντίληψη περί Εκκλησίας, που συρρικνώνει και εγκλωβίζει το ρόλο Της σε στενά κρατικά, φυλετικά και ατομικά όρια».
Ο Μητροπολίτης Θηβών είπε ότι «η Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έλυσε προβλήματα, αλλά, αντίθετα, από το 1833 δημιουργήθηκαν πολλά ζητήματα». Χαρακτήρισε επίσης «βίαιη μεταρρύθμιση την αποκοπή της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Φανάρι», η οποία – όπως είπε – «υπήρξε ακατανόητος, άστοχος και ατυχής και προξένησε θλίψη, γιατί δεν ήταν επιθυμία του λαού, αλλά ολίγων αρχιερέων και κατασκευάστηκε έντεχνα σε υπόγεια ξένων πρεσβειών, για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς τους…». (Σημ. Υπογρ. Τα γραφόμενα είναι αντιγραφή από το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Γρ. Καλοκαιρινού, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» την Τετάρτη, 25η Οκτωβρίου 2000, στη σελίδα 3). Οι φιλικές προς το Φανάρι ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Θηβών συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια κρεσέντο, έως και την απειλή δημιουργίας σχίσματος στην Εκκλησία της Ελλάδος…
Σήμερα ο κ. Ιερώνυμος, εκ των ενεργειών του, φαίνεται ότι έχει αλλάξει. Φαίνεται ότι αποδέχεται την άποψη του αείμνηστου Κων. Μητσοτάκη και την έναντι του Φαναρίου στάση όλων των μακαριστών προκατόχων του, των Αρχιεπισκόπων Σεραφείμ και Χριστοδούλου συμπεριλαμβανομένων, και φαίνεται ότι τον τελευταίο καιρό είναι ενοχλημένος με τα όσα τεκταίνονται σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος από την Κυβέρνηση, σε συνεργασία με στελέχη του Φαναρίου.
Από την άλλη πλευρά το Φανάρι θεωρεί ότι ευλόγως είναι εξοργισμένο από την αλλαγή της στάσης του κ. Ιερωνύμου. Με τα δεδομένα αυτά ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιωτική επίσκεψη του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών και η συνάντηση του με τον Αρχιεπίσκοπο, την Τρίτη, 6η τρέχοντος μηνός Ιουνίου. Πάντως ο φάκελος για τον οποίο ο κ. Ιερώνυμος μίλησε στην Ιεραρχία, με στοιχεία σε βάρος του Φαναρίου, παραμένει κλειδωμένος στο συρτάρι με τα απόρρητα έγγραφα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος…