Κατά την διάρκεια των εργασιών του προσφάτου (22 – 23/1/2013) Συνεδρίου που διοργάνωσε το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ στο κτίριο της παλαιάς Φιλοσοφικής με θέμα “Εκκλησία και Αριστερά” και στη θεματική ενότητα με τίτλο «Ο σύγχρονος λόγος της Εκκλησίας και της Αριστεράς. Από τη συγκρουσιακή στη συνεργατική ρητορική», ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελίου και Βιάννου κ.κ. Ανδρέας (Νανάκης), Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ… παρουσίασε την ακόλουθη εισήγηση με θέμα “Σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα μεταξύ του 20ου και 21ου αιώνα”.
«Όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέφθηκε τη λίμνη Κερκίνη στις 25 Οκτωβρίου 2012 η γερόντισσα κυρά Ευανθία τον προσκύνησε με την κυριολεξία του όρου και τον παρακάλεσε εκ καρδίας να διαβάσει ο Πατριάρχης μια ευχή για το γιό της, το Γιώργο που είχαν βρει σκοτωμένο. Το βίντεο με τη σκηνή και το διάλογο που ακολουθεί είναι αποκαλυπτικότατο και παραστατικότατο. «Σε παρακαλώ ένα ευχή διάβασε εδώ όπως είσαι, Γιώργο το λένε»[1], επαναλαμβάνει πολλές φορές στον Πατριάρχη η γερόντισσα Ευανθία. Ο Πατριάρχης διάβασε την ευχή. Η κυρά Ευανθία που είχε πέσει στη γη, είχε προσκυνήσει τον Πατριάρχη και του είχε φιλήσει τα ιμάτια, σταυροκοπούμενη σήκωσε ευχαριστιακά τα χέρια της στον ουρανό λέγοντας «Με αξίωσες Θεέ μου το Γιώργο μου συγχώρεσε. Ακοινώνητος πήγε»[2].
Ό,τι και όσα η εμπειρία της Εκκλησίας φρονεί, πιστεύει, λιτανεύει και παραδίδει στους είκοσι ένα αιώνες της επουράνιας και επίγειας πορείας της, συνοψίζονται και τελετουργούνται στη βιβλική συνάντηση, παράκληση και ευχαριστία της κυρά Ευανθίας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, για το Γιώργο της που πήγε ακοινώνητος, αλλά με το μνημόσυνο του και μάλιστα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη η ψυχή του και η ψυχή της μάνας βρήκαν ανάπαυση. Η γερόντισσα Ευανθία με την απλότητα της εκφράζει τη σωτηριολογική και εσχατολογική συνείδηση του μυστηρίου της Εκκλησίας στην αυθεντικότερη, ουσιαστικότερη πηγαία και καθαρή μορφή του.
Το θέμα της ανακοίνωσης μου είναι «Σχέσεις Εκκλησίας και αριστεράς στην Ελλάδα μεταξύ του 20ου και 21ου αιώνα». Η Εκκλησία συγκροτεί το μυστήριο της διηνεκούς αποκάλυψης του Θεού στον άνθρωπο και στην ανθρωπότητα, κορυφούμενο με τη γέννηση το πάθος και την ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Η εκκλησιαστική κοινότητα συναντάται προσωπικά και συλλογικά, με το αποκαλυπτικό και βιωματικό μυστηριακό γεγονός του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ο πιστός άνθρωπος με την προσευχή δέχεται την εσωτερική μεταμόρφωση, τη θεία αλλοίωση της αγιαστικής χάρης του μυστηρίου της Εκκλησίας. Πορεύεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στην υπέρβαση και απελευθέρωση του από την εμπαθή φύση του, με τις εξουσιαστικούς και εκδικητικούς λογισμούς του, που τον οδηγούν σε ανάλογες πράξεις και έργα. Κατανοεί ότι τέτοιες πράξεις γίνονται υπό τη δοκιμασία των δαιμονικών δυνάμεων, είναι οδυνηρές, αλλά πάντοτε ψυχωφελής και προς πνευματική οικοδομή. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος ο πιστός άνθρωπος προσευχόμενος φωτίζεται να κατανοεί και να συγχωράει τα ανθρώπινα πάθη και τα από αυτά επιτελούμενα καταστροφικά έργα της τραυματισμένης, από τους εμπαθής λογισμούς των πονηρών δυνάμεως, ανθρώπινης ψυχής.
Γνωρίζει ο εν Χριστώ πορευόμενος πιστός άνθρωπος, ότι τον πρώτο αλλά και τελευταίο λόγο στα δρώμενα και στα έσχατα τον έχει η χάρις του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Του το αποκαλύπτει η εκκλησιαστική εμπειρία και το βίωμα της προσωπικής του και συλλογικής εκκλησιαστικής συνείδησης, επίγειας και ουράνιας, μέσα από την αδέκαστη λειτουργία των πνευματικών νόμων.
Τα ασκητικά κείμενα των αγίων αββά Ισαάκ του Σύρου και αββά Δωρόθεου, η Κλίμακα του αγίου Ιωάννου, οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητή, αλλά και τα κείμενα των πατέρων του 20ου αιώνα, Πορφύριου του Καυσοκαλλυβίτη και Σωφρονίου του Έσσεξ, αναζητούν και φωτίζουν τον έσω άνθρωπο, βιώνουν και αποκαλύπτουν την πνευματική εμπειρία της καθ΄ ημάς Ανατολής. Τον άλλο δρόμο σε σχέση με τις ιδεολογίες του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, μεταξύ αυτών του μαρξισμού και της αριστεράς, αλλά και των θεωριών-ιδεολογιών της εποχής μας.
Η εκκλησιαστική κοινότητα με τα βιώματά της και την εμπειρία της, επηρεάζει καθημερινά και καθοριστικά τον άνθρωπο, την κοινωνία, τον τόπο και το χώρο διαβίωσης, με τον πολιτισμό που διαμορφώνει και δημιουργεί. Η Εκκλησία είναι μήτρα πολιτισμού και παράλληλα με την αρχιτεκτονική της, την αγιογραφία, τη διατροφή, τη μουσική, με τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της, δημιουργεί σφυρηλατεί και επηρεάζει συνειδήσεις. Η συνείδηση της κυρά Ευανθίας δεν είναι μεμονωμένη ούτε συναντάται μόνο στην ελληνική επικράτεια.
Ο Ορθόδοξος χριστιανός των Βαλκανίων, του χώρου της καθ’ ημάς Ανατολής, αλλά και ο όπου γης ορθόδοξος χριστιανός, ανεξαρτήτου γλώσσας, φυλής χρώματος ή όποιας εθνικής ταυτότητας, έχει την ίδια πολιτιστική ταυτότητα και τον ίδιο αξιακό και πνευματικό κώδικα με αυτό της γερόντισσας Ευανθίας, άσχετα από το αν και τι ψηφίζει.
Βέβαια στον 20ό αιώνα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ήταν σύνηθες το φαινόμενο στους προσφυγικούς κυρίως εργατοαγροτικούς πληθυσμούς, όπου από το υστέρημα των οι πιστοί, ύψωναν περίφημους και περίτεχνους ναούς, που κατακλύζονταν σε όλη τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους από πιστούς προσευχόμενους, νηστεύοντες, εξομολογούμενους, μεταλαμβάνοντες των αχράντων μυστηρίων, ήταν σύνηθες το φαινόμενο, οι άνθρωποι αυτοί να ψήφιζαν και με τη ψήφο τους να στήριζαν την αριστερά και μάλιστα με μεγάλα ποσοστά.
Του λόγου το αληθές, για την εκλογική σχέση αυτών των πιστών ανθρώπων με την αριστερά, θα μας επιβεβαίωνε μια ανάλυση εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως για παράδειγμα των εκλογών του 1958. Όταν και τότε η αριστερά με τον Γιάννη Πασαλίδη αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24,42 και 60 βουλευτές, ενώ εξελέγη κυβέρνηση Καραμανλή με 41,16 και 171 βουλευτές, η δε παράταξη του κεντρώου χώρου εξέλεξε 36 βουλευτές.
Για την ενίσχυση της αριστεράς από χριστιανούς, πιστούς και αφοσιωμένους στην Εκκλησία και για τον προβληματισμό που δημιουργούσε το γεγονός, αναφέρθηκε το 1975 σε άρθρο του ο Χρήστος Γιανναράς: «Συνάντησα φέτος σε κάποιο νησί ένα γέρο ψαρά, που στην πρώτη κουβέντα, όπως το κάνουμε ακόμα συχνά στην Ελλάδα, μου είπε με λίγα λόγια ολόκληρη τη ζωή του. Ήταν «αριστερός» κι αυτή η απλή λέξη σήμαινε γι΄ αυτόν τον άνθρωπο, όπως και για χιλιάδες άλλους σαν κι αυτόν στον τόπο μας, μια ολόκληρη ζωή αφάνταστα ταλαιπωρημένη και βασανισμένη. Τριάντα τόσα χρόνια τώρα, με αδιάκοπες συλλήψεις….
Και δεν ήταν ποτέ «οργανωμένος», ποτέ παράνομος. Ήταν ένας απλός «ιδεολόγος» της Αριστεράς, που δεν θέλησε ποτέ να κρύψει τις πεποιθήσεις του. Και του ζήτησα να μου πει το λόγο, γιατί να είναι αριστερός, γιατί να προτιμήσει αυτή τη βασανισμένη ζωή, αυτό το τόσο σκληρό τίμημα. Η απάντηση του ήταν καθαρή και ίσια και ανεπιτήδευτα αυθόρμητη: «Για τη Δικαιοσύνη, παιδί μου. Για να μη πλουταίνει ο πλούσιος σε βάρος του φτωχού, για να χαιρόμαστε όλοι δίκαια του Θεού τα δώρα».
Επίσης ο π. Γεώργιος Καψάνης, Ηγουμένος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, με την ίδια διάθεση και αιτιολογία έγραψε για τη μικρασιάτισα γιαγιά, αριστερή ψηφοφόρο του Πειραιά.
Είναι γνωστό ότι η κοσμοθεωρία της μαρξιστικής αριστεράς εδραζομένη στις αρχές του διαλεκτικού υλισμού αρνείται ως κρατική δομή, εξουσία, πολιτική, όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού των πατέρων ημών, αλλά αρνείται και την ύπαρξη κάθε υπερβατικής δύναμης. Με κάθε τρόπο μέσο και έκφραση, η μαρξιστική αριστερή ιδεολογία προσπαθεί να αποδυναμώσει και να αποδομήσει τη μεταφυσική πίστη και αναζήτηση. Ό,τι έχει σχέση με τη θρησκεία. Ενώ η ίδια έχει ως επίγειο εσχατολογικό στόχο και θρησκεία της, τη διαμόρφωση μιας αταξικής κοινωνίας, μέσα από τις ολοκληρωτικές δομές του συστήματος που με την επιβολή της κοινοκτημοσύνης, τη βίαιη κατάργηση της ιδιοκτησίας και του κέρδους, η κοινωνία αυτή θα οδηγήσει στη διάπλαση και διαμόρφωση ενός νέου ανθρώπου. Σ’ αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο στηρίχτηκε ολόκληρος ο τότε σοσιαλιστικός κόσμος, με το κέντρο της πρακτικής του διαλεκτικού υλισμού, τη Σοβιετική ένωση. Στη φύση του ανθρώπου αυτού θα έχει, μέσα από τη διαπαιδαγώγηση της ολοκληρωτικής, σοσιαλιστικής αυτής κοινωνίας, εξαλειφθεί κάθε διάθεση και βουλιμιά για κέρδος και ιδιοκτησία.
Αυτή είναι η εσχατολογία της αριστεράς με την οποία η γενιά μου, της μεταπολίτευσης, θέλησε να συζητήσει με τις εβδομάδες του ελευθέρου διαλόγου, όπως τις είχε ονομάσει, που για σειρά ετών οργανώναμε σε κάθε περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στις εβδομάδες αυτές του ελευθέρου διαλόγου, κλήθηκαν μεταξύ άλλων και αριστεροί όπως ο Κωστής Μοσκώφ, ο Κώστας Ζουράρης, αλλά και ο Στέλιος ο Ράμφος και συνομιλούσαν με τον Παναγιώτη Νέλα, το Νίκο Ματσούκα, το Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη. Από τις συνάξεις και συναθροίσεις αυτές, με φοιτητική απήχηση δυσεύρετη, που κατέκλυζε τότε τα μεγάλα αμφιθέατρα της νομικής και του πολυτεχνείου, γιατί της Θεολογικής Σχολής ήταν μικρό, διαμορφώθηκε η κίνηση των Νεορθοδόξων, με αφετηρία τις συναντήσεις των Μοσκώφ Ζουράρι και Στέλιου Κούκου και πολλών άλλων, με τον π. Βασίλειο στη Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους.
Στο βιβλίο «Μαρξιστές και Ορθοδοξία. Διάλογος ή διαμάχη;» που εκδόθηκε το 1983 εκφράστηκε παρόμοια προβληματική. Ενθυμούμαι επίσης τον πρόεδρο της ΕΔΑ, Ηλία Ηλιού, στην πρώτη μεταπολιτευτική βουλή να επικαλείται τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο στην επίσημη αγόρευση του. Επίσης, ο Κώστας Ζουράρις με σειρά άρθρων του στο περιοδικό, αν θυμάμαι καλά, «Πολίτης» προσέγγισε και γνώρισε στην αριστερή διανόηση Πατερικά Κείμενα.
Της Ρωσικής επανάστασης του 1917 προηγήθηκε ο διαφωτισμός με τη Γαλλική επανάσταση του 1789 και την συνακόλουθη διαμόρφωση των εθνοτήτων, των εθνικών επαναστάσεων και των εθνικών κρατών. Έχομε την εφαρμογή στην Ευρώπη μιας νέας ιδεολογικής πρακτικής, αυτής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εδραζόμενος ο Διαφωτισμός στις θεωρίες περί ισονομίας, ισοπολιτείας και ισότητας όλων των ανθρώπων, δημιούργησε λαϊκό κίνημα και πέτυχε το στόχο του.
Δηλαδή, την κατάρρευση των απολυταρχικών συστημάτων της εποχής του με την απόλυτη μοναρχία, όπως τη Γαλλία, αλλά και τη διάλυση των αυτοκρατοριών, στις οποίες η θρησκεία διαδραμάτιζε μείζονα και πρωτεύοντα ρόλο. Για παράδειγμα η Οθωμανική αυτοκρατορία προσδιόριζε τους υπηκόους της από τη θρησκευτική τους ταυτότητα, η οποία και τους ενέτασσε στο αντίστοιχο θρησκευτικό μιλέτ και δι’ αυτού νομιμοποιούσαν τη θέση και σχέση τους μέσα στην αυτοκρατορία. Στην τσαρική Ρωσία επίσης η Εκκλησία θεσμικά αποτελούσε ισχυρή κοινωνική δύναμη και γι αυτό υπέστη από τη σοβιετική Ρωσία πρωτοχριστιανικές διώξεις.
Η δύναμη, η οργανωμένη πολιτική επιρροή και παρέμβαση του Βατικανού υπήρξε επίσης ισχυρή. Στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο, στην εποχή της νεωτερικότητας και του διαφωτισμού, οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκαθίσταντο από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα και οικοδομούσαν χριστιανικούς ναούς και όχι τζαμιά ή άλλους ευκτήριους οίκους, αναγκαιότητα που προέκυψε στις ημέρες μας, από την πληθώρα των μεταναστών της εποχής μας.
Στην Ευρώπη της νεωτερικότητας δεν είχε ακόμα μεθοδευμένα και συνειδητά στοχευθεί η αποδυνάμωση της χριστιανικής ταυτότητας και συνείδησης. Άλλωστε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, τα μέσα ενημέρωσης δεν είχαν την σημερινή διαδικτυακή παγκόσμια εξέλιξη και τη δυνατότητα της άμεσης τηλεοπτικής και τηλεματικής επίδρασης στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Περιορίζονταν καταρχήν στην εφημερίδα, το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο. Συνεπώς, στη συνείδηση του θρησκευόμενου πιστού δεν ήταν δυνατόν να παρέμβουν και να την τραυματίσουν οργανωμένα, όπως συμβαίνει σήμερα, με την προσπάθεια, μέσα από τηλεοπτικές και άλλες παραστάσεις, διακωμώδησης και αποϊεροποίησης των αμφίων, των εκκλησιαστικών και ευρύτερα θρησκευτικών συμβόλων. Στην ευρύτερη αθεϊστική και αντιθρησκευτική οργανωμένη προσπάθεια, σίγουρα η αριστερά έχει το ακριβό της κομμάτι.
Βλέπομε επίσης ότι, με τις επικλήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με ανάλογες νομοθεσίες, προωθείται η θρησκευτική ουδετερότητα. Μεθοδεύεται μια Ευρώπη χωρίς τα χριστιανικά αλλά και ευρύτερα θρησκευτικά σύμβολα, που το μεταναστευτικό ρεύμα φέρνει και εγκαθιστά στην Ευρώπη. Οργανώνονται προσπάθειες εξοβελισμού κάθε θρησκευτικής έκφρασης, κάθε θρησκευτικού σημείου και αναφοράς από το δημόσιο χώρο, ενώ την ίδια στιγμή έχομε θεωρίες για το όραμα της πολυπολιτισμικής Ευρώπης, λες και η χριστιανική πίστη ή η θρησκευτική ταυτότητα δεν διαμορφώνουν πολιτιστικές ταυτότητες και πολιτισμούς που αντέχουν στους αιώνες και υπερβαίνουν τις χιλιετίες. Στην αντιθρησκευτική αυτή τάση η ευρωπαϊκή αριστερά έχει μεγάλο μέρος αλλά και ευθύνη.
Συστοχεύει συνεργαζόμενη και συμπορευόμενη και με άλλες δυνάμεις, στον εξοβελισμό των θρησκευτικών αναφορών και συμβόλων από την εκπαίδευση και το δημόσιο βίο, προβάλλοντας ως θεωρητικό άλλοθι το ουδέτερο θρησκευτικά κράτος και τη διαμορφούμενη πολυπολιτισμικότητα, μέσα από τα κύματα των μεταναστών στα ευρωπαϊκά κράτη, οι οποίοι καλύπτουν το εργασιακό κενό που δημιουργεί η υπογεννητικότητα των ευρωπαϊκών λαών. Βέβαια, αν αναζητήσουμε το πνευματικό υπόβαθρο της δυναμικής των μεταναστών, αυτό που στην αρχή ονομάσαμε πνευματικούς νόμους, δυνάμεθα να μιλήσουμε για την πνευματική απάντηση της αποικίας και των αποίκων.
Η επικράτηση μετά το 1917 του κομμουνισμού στη Ρωσία, με τις εκεί διώξεις των χριστιανών και της Εκκλησίας, ήταν φυσικό να διαμορφώσουν παράλληλους συνειρμούς, την εποχή της νεωτερικότητας, για τις συνέπειες που θα έχει μια πιθανή επικράτηση των αριστερών και κομουνιστικών δυνάμεων στους χριστιανούς της Ευρώπης και στις χριστιανικές Εκκλησίες και ομολογίες. Ήταν αναμενόμενο, μέσα στη μανιχαϊστική αυτή εποχή του τρόμου και των εκατέρωθεν διώξεων, ο χριστιανικός κόσμος να σηκώσει το βάρος της θεωρητικής ευθύνης, για αποτροπή μιας πιθανής τέτοιας εξέλιξης.
Στα καθ’ ημάς του βαλκανικού χώρου τα κράτη που δημιουργήθηκαν μετά το διαφωτισμό και τη Γαλλική επανάσταση, προχωρούσαν στη δήμευση και κρατικοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας και στην ολοκληρωτική υποταγή της διοικητικής οργάνωσης της Εκκλησίας στη κρατική δομή, φοβούμενα τη μεγάλη λαϊκή εκκλησιαστική επιρροή, δύναμη και δυναμική της Εκκλησίας. Αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο, αλλά συνδέεται με τη διάσταση ανάμεσα στην κρατική περί έθνους ιδεολογία και στη θρησκευτική συνείδηση του λαού. Ας αναζητήσομε την ταυτότητα και τη συνείδηση της κυρά Ευανθίας. Σαφέστατα κυριαρχεί η θρησκευτική συνείδηση. Το έθνος όμως με την μεσσιανική του διάσταση που υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο, προσλαμβάνει μεταφυσικό περιεχόμενο και θρησκειοποιείται, γίνεται μια νέα θρησκεία.
Στο πρώτο Ελληνικό κράτος έχομε σαφέστατη διάσταση μεταξύ λαϊκής εκκλησιαστικής συνείδησης και κρατικών δομών. Την κορυφαία έκφραση αυτής της διάστασης συναντάμε στη λαϊκή ανταπόκριση και δυναμική του κινήματος του Χριστόφορου Παπουλάκου περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Ενώ μια γενιά πριν η χριστιανική πίστη απετέλεσε την απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση και την ταυτότητα του κράτους. Στα πρώτα ελληνικά συντάγματα του 1821, 1823, 1827 οι συντάκτες τους ονόμαζαν και προσδιόριζαν τους Έλληνες του πρώτου ελληνικού κρατιδίου με όσους πίστευαν εις Χριστόν.
Ο διαφωτισμός με το εθνοκρατικό σχήμα όχι μόνο δεν έλυσε στη δυτική Ευρώπη το μείζον πρόβλημα της εξαθλίωσης των εργατών που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις με τη βιομηχανική επανάσταση, αλλά στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο για τη λύση του προβλήματος, αναζητηθήκαν και διαμορφωθήκαν νέες ιδεολογίες, από τις οποίες το 1917 με την οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, κυριάρχησε η μαρξιστική αθεϊστική κοσμοθεωρία επειδή υιοθετήθηκε ως πρακτική από τον Λένιν και τους συνεργάτες του. Με τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης η αριστερή ιδεολογία έχει πλέον αποκτήσει σε ορθόδοξη χώρα ισχυρή και δυναμική βάση. Επηρέαζε με τα κομμουνιστικά και άλλα αριστερά κόμματα και σχήματα τις κοινωνίες της εποχής εκείνης.
Στη Θεσσαλονίκη το 1909, οχτώ χρόνια πριν την Ρωσική επανάσταση και ένα χρόνο μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, ιδρύεται η Φεντερασιόν του Μπεναρόγια, με τη Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία, όπου συνυπήρχαν Εβραίοι, Έλληνες, Αρμένηδες και Τούρκοι στη Θεσσαλονίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην ελληνική πραγματικότητα, υπό την επίδραση της αριστερής ιδεολογίας, ιδρύεται το 1918 το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος από το οποίο το 1924 ιδρύεται το ΚΚΕ. Στις εκλογές του 1920 και του 1924 η ΣΕΚΕ λαμβάνει περί τους 50.000 ψήφους χωρίς να εκλέξει βουλευτή.
Στο Ελληνικό Κράτος μετά την μικρασιατική καταστροφή το 1922, την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 και τη συνακόλουθη εθνική ολοκλήρωση του μέσα από τον διχασμό των βενζελικών με τους αντιβενιζελικούς, επρόκειτο να ακολουθήσει ένας νέος διχασμός. Στο λαϊκό κίνημα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ήταν κυρίαρχη η απήχηση και επιρροή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, που ελεγχόταν από την αριστερά και το κομουνιστικό κόμμα. Η συνδιάσκεψη της Γιάλτας και η προσδοκώμενη ένταξη της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου, ήταν επόμενο να οδηγήσει με βιαιότητες ή με ειρηνικές συμφωνίες, στην διάλυση όλου αυτού του αριστερού κινήματος.
Το συναντάμε ξανά όπως είδαμε στις εκλογές του 1958 αλλά και το 2012 όταν μέσα από την οικονομική κατάρρευση της χώρας και την κρίση που δημιουργήθηκε, η αριστερά για δεύτερη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους αναδεικνύεται αξιωματική αντιπολίτευση. Μεταξύ της αριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης του 1958 και του 2012 υπάρχει μεγάλη διαφορά, αρχής γενομένης από ότι ο Πασαλίδης προσέγγισε και ασπάστηκε τον σταυρό κατά τον αγιασμό στο ελληνικό κοινοβούλιο. Επίσης, η τότε κοινοβουλευτική δύναμη της αριστεράς, με τους αγώνες της κατά τη γερμανική κατοχή, τις εξορίες και τις διώξεις της, περιβαλλόταν με το φωτοστέφανο των διωκομένων και βασανιζομένων ανθρώπων, με τον πολιτικό τους φορέα να πασχίζει για την ισότητα και τη δικαιοσύνη, όχι θεωρητικά, αλλά μέσα από το υψηλό και συλλογικό κόστος των προσωπικών θυσιών από την αντίσταση στον κατακτητή.
Δεν απομυθοποιήθηκαν ούτε υπέστησαν τη φθορά των φορέων και εκφραστών της εξουσίας, όπως έγινε στα κομμουνιστικά κράτη. Εκφραζόταν από τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του αριστερού ψαρά, της πιστής γιαγιάς του Πειραιά που ψήφιζε αριστερά και δεν διαφοροποιείτο η μεγάλη πλειοψηφία της τότε αριστεράς από την εκκλησιαστική συνείδηση της κυρά Ευανθίας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι αρχιερείς, και δεν αναφέρομαι μόνο στον Κοζάνης Ιωακείμ, για τον οποίο εκπονούμε διδακτορική διατριβή, αλλά και ο Ηλίας Αντώνιος, ο Χίου Ιωακείμ, ο Σάμου Ειρηναίος, ο Χαλκίδος Γρηγόριος, προερχόμενοι όλοι από τη βενιζελική παράταξη, βρέθηκαν στη γερμανική κατοχή να συνεργάζονται με τους αντάρτες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και μένω μόνο στους αρχιερείς, ενώ μπορεί να αναφερθεί και πλήθος άλλων κληρικών. Μετά την κατοχή ακολούθησε η εμφυλιοπολεμική σύγκρουση και οι συνακόλουθες τραγικές εκτελέσεις και διώξεις. Όμως, η Εκκλησία, επί Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, αλλά και του διαδόχου του Σπυρίδωνα, βοήθησε στην ανακούφιση από το διχασμό και την πείνα του χειμαζόμενου Ελληνικού λαού.
Είναι δε πολύ χαρακτηριστική η δήλωση του Πατριάρχη Μαξίμου αφικνούμενου στην Αθήνα τον Μάϊο του 1947 εν μέσω εμφυλίου πολέμου ποιεί «θερμήν προς πάντας εκκλησιν όπως τεθή τέρμα εις τον αδελφοκτόνον σπαραγμόν, όπως το φως της αγάπης διαλύση το σκότος των παρεξηγήσεων και του μίσους και φωτ?ση τον δρόμον των σχέσεων προς αλλήλους και προς την χώραν»[3] Η Εκκλησία δεν ενίσχυε διαθέσεις ή εμφυλιοπολεμικές πρακτικές. Στο τότε μείζον θέμα της θανατικής καταδίκης του Μπελογιάννη ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων ζήτησε επισήμως την αθώωσή του, ενώ όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα ο Αθηνών Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει τη γερμανόφιλη κυβέρνηση και αποσύρθηκε από το θρόνο του.
Η Εκκλησία, στη συνέχεια, αδίκως, ίσως και συνειδητά, κατηγορήθηκε από την αριστερά και όχι μόνο για συνεργασία της με τη διδακτορία. Όμως λησμονούμε ή αποσιωπούμε ότι από τις πρώτες πράξεις της διδακτορίας του 1967 ήταν ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του κανονικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου Χατζησταύρου, με πλειάδα άλλων αρχιερέων, μεταξύ των οποίων και ο ξεχωριστός ιεράρχης της Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Παπαγεωργίου. Στις θέσεις τους τοποθετήθηκαν από την τότε κρατούσα κατάσταση πρόσωπα των χριστιανικών οργανώσεων, που έθεσαν την Εκκλησία στην υπηρεσία του καθεστώτος. Κατά τους χρόνους της μεταπολίτευσης η Εκκλησία πορεύτηκε με διάκριση, διακριτικότητα και χωρίς ακραίες συμπεριφορές έναντι των εκλεγμένων δημοκρατικών κυβερνήσεων του Ελληνικού λαού.
Σήμερα, μέσα στην οικονομική κρίση η Εκκλησία και πάλι, με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, και τους άλλους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχει αναλάβει και επωμίζεται στην Ελληνική επικράτεια, το μείζον μέρος της κοινωνικής πρόνοιας με τα συσσίτια, τα κοινωνικά ιατρεία, τα κοινωνικά φαρμακεία, τις διανομές των δεμάτων. Και το κάνομε με επίγνωση του χρέους μας.
Η σχέση της Εκκλησίας με την Αριστερά στον 20ό αιώνα ήταν διαφορετική από αυτή του 21ου αιώνα. Η Εκκλησία νυν και αεί είναι η αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού στον άνθρωπο. Στον κάθε άνθρωπο του όποιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος ή σχήματος, μέσα στο οποίο, διά της Εκκλησίας στην αγιαστική του πορεία ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον έσω άνθρωπο. Η πορεία και ο στόχος της αγιότητας μέσα από την αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού είναι ο σκοπός, ο στόχος και ο προορισμός της Εκκλησίας και του πιστού ανθρώπου. Παράλληλα, η Εκκλησία σ’ αυτή την αγιαστική επίγεια πορεία της διακονεί και θεραπεύει σύνολες τις ανάγκες του ανθρώπου. Δεν στέκεται ανάλγητα ή αδιάφορα προς τον πάσχοντα, από τα εξουσιαστικά και άλλα ανθρώπινα πάθη, καλό Σαμαρείτη της ευαγγελικής περικοπής. Με ευλάβεια ιορδάνια κύπτει τον αυχένα στην εσχατολογική προοπτική της ευαγγελικής περικοπής «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε».
Μέσα στο χρόνο, εκείνο το οποίο μεταβάλλεται στην πορεία της Εκκλησίας δεν είναι το περιεχόμενο, η ουσία, αλλά το κέλυφος του οστράκου εντός του οποίου τελετουργείται το σωτηριολογικό και εσχατολογικό μυστήριο της Εκκλησίας . Αυτό το κέλυφος ήταν κάποτε η φεουδαρχία ή η απόλυτη μοναρχία ή η Οθωμανική αυτοκρατορία ή το Έθνος – Κράτος, που οδεύει σ’ ένα ευρύτερο σχήμα ή αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή της Ρωσίας του Τσάρου ή της Σοβιετικής ένωσης. Η ιδεολογική δυναμική κάθε εποχής, τα ανθρώπινα, πόθος, πάθος και βία για εξουσία, αλλά και για διαμόρφωση μιας ανθρώπινης ζωής με κοινωνική δικαιοσύνη, σχηματοποιούν και διαμορφώνουν το κέλυφος κάθε εποχής.
Στην πορεία αυτή ο άνθρωπος πολλάκις θυσίασε και τη ζωή του για τους συνανθρώπους του και η αριστερά ιδεολογία, διωκόμενη , έδωσε μαθήματα μιας τέτοιας ανθρώπινης δεοντολογίας και συνέπειας, γινομένη όμως φορέας και εκφραστής εξουσίας συμπεριφέρθηκε στους αντιπάλους της όπως κάθε εξουσία. Και αυτό για μας, την Εκκλησία, είναι πολύ κατανοητό. Οι βίαιες συμπεριφορές προς τους αντιφρονούντες θα επαναλαμβάνονται, εφόσον ο έσω άνθρωπος παραμένει πνευματικά απαιδαγώγητος, από το αγιαστικό μυστήριο της εκκλησιαστικής πορείας, κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Ο Ευαγγελικός λόγος και τα ασκητικά κείμενα που αναφέραμε: Αββά Ισαάκ του Σύρου, Αββά Δωροθέου, Άγιου Ιωάννη της Κλίμακος, Γέροντα Πορφύριου και Σωφρόνιου, κατανοούν και προσεγγίζουν με συγκατάβαση τέτοιες συμπεριφορές, τις οποίες δεν συναντάμε βέβαια μόνο στην αριστερά.
Στον 21ο αιώνα το τοπίο είναι ακόμα θολό. Βλέπομε όμως οι εκκλησιαστικές διώξεις του 20ού αιώνα να μεταβάλλονται στον 21ο αιώνα σε δικαστικές αποφάσεις, για να αποτρέπουν και να εμποδίζουν τους χριστιανούς να φορούν το σταυρό τους. Μας απαγορεύουν δηλαδή να εκφράζομε την πολιτιστική μας ταυτότητα, η οποία έχει ένα βαθύτατο πολιτιστικό και διαχρονικό περιεχόμενο. Και αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση η διαμόρφωση της πολυπολιτισμικής κοινωνία των πολιτών να εκλαμβάνεται ως άλλοθι για τον νομοθετούμενο εκκλησιαστικό και θρησκευτικό διωγμό.
Τα γεγονότα μας θυμίζουν τον Καβάφη «Άνέγνως , αλλ’ ουκ έγνως, ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως»[4]. Είναι λυπηρό το θεωρητικό άλλοθι αυτής της θρησκειομανίας, όπου η συμμετοχή της αριστεράς είναι δυναμική, να εδράζεται στην επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στη πολυπολιτισμικότητα.
Ενώ ο ανθρώπινος πολιτισμός, χριστιανικός προχριστιανικός, αλλά και σύνολη η ιστορική πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, αποδεικνύει και αναδεικνύει την αναγκαιότητα ενός άλλου, δεύτερου οφθαλμού, πέρα από αυτόν της πολιτικής εξουσίας, της όποιας πολιτικής εξουσίας. Ενός οφθαλμού με πνευματικό περιεχόμενο, κοινωνική ευαισθησία και εσχατολογική διάσταση, για την ισόρροπη, ασφαλή, αδιάφθορη και δυναμική πορεία της Ευρώπης και της σύνολης ανθρωπότητας.
_____
[1]www. Amen. gr, 25 Οκτωβρίου 2012, Ν. Μαγγίνα, Η πονεμένη μάνα που συγκίνησε τον Πατριάρχη.
[2] Ό. π.
[3] Ελευθερία, 22-5-1947, Αθήνα σ. 1. Έμπρός, 22-5-1947, Αθήνα σ. 4. Ριζοσπάστης 22-5-1947, Αθήνα σ. 1
[4] Κ. Καβάφη, Ποιήματα (1919-1933), Αθήνα 1980, σ. 62. Ούκ έγνως.