Συνάντησα κάποτε έναν παππού τόσο φτωχό που του έλειπαν ακόμη και τα απαραίτητα. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ο γιος του που ζούσε στο εξωτερικό τον είχε ξεχάσει.
Ο παππούς είχε φωτεινό πρόσωπο και γελούσε καλόκαρδα, ενώ το σπιτάκι του ήταν ένα ημιυπόγειο κάτω από την σκάλα μιας πολυκατοικίας.
Ένα βράδυ μπήκα και εγώ στο σπίτι του, μια και η πόρτα ήταν συνεχώς ξεκλείδωτη.
Ο παππούς δεν άκουγε καλά και έτσι δεν με κατάλαβε. Τον είδα στο ημίφως σκεπασμένο με κάτι παλιές κουβέρτες στο ντιβάνι που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι.
[irp posts=”345930″ name=”Η αγάπη προέρχεται από τον Θεό…”]
Δόξα τω Θεώ έλεγε και ξανάλεγε, εγώ έχω κάπου να μείνω. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν ή ζουν στο δρόμο! Τι ευλογίες μου δίνεις Θεέ μου!
Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον λυπηθώ για τη φτώχεια του ή να τον ζηλέψω για τα πλούτη της υπομονής του!!
“Μικρό γεροντικό πόλεων”