Αν κάποιος έχει την ευλογημένη ευκαιρία να παρακολουθεί τις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, θα δει ότι τα τροπάρια στις ακολουθίες αυτές αντιγράφουν τους λόγους των Αγίων.
Έτσι, λοιπόν, και ο ιερός υμνογράφος που εγκωμιάζει τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, αντιγράφει τον Μέγα Βασίλειο, τον θαυμαστό Ιεράρχη της Καισαρείας. Το τροπάριο του Εσπερινού λέει χαρακτηριστικά «Φέροντες τὰ παρόντα γενναίως, χαίροντες τοὶς ελπιζομένοις, προς αλλήλους έλεγον οι Άγιοι Μάρτυρες, Μὴ γαρ ιμάτιον αποδυόμεθα; αλλὰ τον παλαιὸν άνθρωπον αποτιθέμεθα, Δριμὺς ο χειμών, αλλὰ γλυκὺς ο Παράδεισος, αλγεινὴ η πήξις, αλλὰ ηδεία η απόλαυσις..» κι ακόμα «.. Καυθήτω ο πους, ίνα διηνεκώς μετ᾿ αγγέλων χορεύῃ· απορρυήτω η χειρ, ίνα έχῃ παρρησίαν προς τον Δεσπότην επαίρεσθαι».
Ας δούμε το μαρτύριό τους και πάλι, όπως το περιγράφει ο Μέγας Βασίλειος κι όπως το άκουσε από το στόμα της αγίας του μητρός και άλλων της εποχής εκείνης :
“Τότε λοιπόν αφού ήκουσαν την προσταγήν (και να παρατηρήσης εδώ, παρακαλώ, το ανίκητον φρόνημα των ανδρών), ευχαρίστως ο καθένας έβγαλεν από επάνω του και τον τελευταίον χιτώνα και εβάδιζαν διά να πεθάνουν τον θάνατον του ψύχους, προτρέποντας ο ένας τον άλλον ωσάν εις διαρπαγήν λαφύρων.
Ας μη βγάλωμεν, έλεγαν, το ένδυμα, αλλά να αποβάλλωμεν τον παλαιόν άνθρωπον, αυτόν που φθείρεται σύμφωνα με τας επιθυμίας της απάτης5. Σε ευχαριστούμεν, Κύριε, διότι μαζί με το ιμάτιον τούτο αποβάλλομεν και την αμαρτίαν. Αφού εξ αιτίας του φιδιού το εφορέσαμεν6, ας το βγάλωμεν διά τον Χριστόν.
Ας μη κρατήσωμεν τα ιμάτια, προς χάριν του παραδείσου που εχάσαμεν. Τι θα ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον7; Και ο Κύριός μας εξεγυμνώθη. Τι είναι πιο μεγάλη τιμή διά τον δούλον από το να πάθη αυτά που έπαθεν ο Κύριός του; Και μάλιστα ημείς είμεθα εκείνοι, που εξεγυμνώσαμεν και τον ίδιον τον Κύριον8. Διότι το εγχείρημα εκείνο ήταν έργον των στρατιωτών˙ εκείνοι εξεγύμνωσαν τον Κύριον και εμοίρασαν τα ιμάτιά του9. Θα εξαλείψωμεν λοιπόν από μόνοι μας την κατηγορίαν που έχει καταγραφή εις βάρος μας. Ο χειμών είναι τσουχτερός, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Το πάγωμα οδυνηρόν, αλλά γλυκεία η ανάπαυσις.
Ας αναμείνωμεν λιγάκι και ο κόλπος του πατριάρχου θα μας περιθάλψη. Θα ανταλλάξωμεν μίαν νύκτα με ολόκληρον την αιωνιότητα. Ας κατακαούν τα πόδια διά να χορεύουν διαρκώς μαζί με τους αγγέλους. Ας αποκοπούν τα χέρια διά να έχουν παρρησίαν να υψώνωνται προς τον Δεσπότην. Πόσοι από τους στρατιώτας μας δεν έπεσαν εις την μάχην, με το να τηρούν την πίστιν εις τον φθαρτόν βασιλέα; Ημείς δε διά την πίστιν εις τον αληθινόν βασιλέα δεν θα χαρίσωμεν την ζωήν αυτήν; Πόσοι από τους κακούργους εθανατώθησαν, αφού συνελήφθησαν δ’ αδικήματα; Ημείς δε δεν θα υποφέρωμεν τον θάνατον χάριν της δικαιοσύνης;
[irp posts=”335628″ name=”π. Φιλόθεος Φάρος: «Ζώντας μαζί»”]
Ας μη ξεστρατήσωμεν, ω στρατιώται, ας μη δώσωμεν τα νώτα μας εις τον διάβολον. Σάρκες είναι, ας μη λυπηθούμεν. Επειδή πρέπει εξάπαντος να πεθάνωμεν, ας πεθάνωμεν διά να ζήσωμεν. «Ας γίνη, Κύριε, η θυσία μας ενώπιόν σου»10. Και μακάρι να γίνωμεν δεκτοί «ως ζωντανή θυσία»11, ευάρεστος εις σε, με το να γίνωμεν ολοκαυτώματα διά μέσου του ψύχους τούτου, καλή προσφορά, καινούργια θυσία, που προσφέρεται όχι επάνω εις την φωτιάν αλλά με το ψύχος. Αυτά τα παρακλητικά λόγια μεταδίδοντες ο ένας εις τον άλλον και προτρέποντες ο ένας τον άλλον, ωσάν να εκτελούν κάποιαν προφυλακήν εις τον πόλεμον, περιεφρονούσαν την νύκτα. Υπέμεναν τα παρόντα με γενναιότητα, έχαιραν διά τα ελπιζόμενα αγαθά και περιεφρονούσαν τους εχθρούς. Όλων δε μία ήταν η ευχή. Σαράντα εμβήκαμεν εις το στάδιον, μακάρι, Δέσποτα, σαράντα να στεφανωθούμεν. Ας μη λείψη ούτε ένας από τον αριθμόν.
Είναι τίμιος αυτός, τον οποίον ετίμησες με την νηστείαν των σαράντα ημερών12, διά του οποίου η νομοθεσία εισήλθεν εις τον κόσμον13. Με νηστείαν επί σαράντα ημέρας ο Ηλίας αφού παρεκάλεσε τον Κύριον, επέτυχε να τον ιδή14. Και τέτοια μεν ήταν η ευχή εκείνων. Ένας δε από τον αριθμόν αφού ελύγισεν εις τα δεινά, έφυγεν ως λιποτάκτης και άφησεν απαρηγόρητον πένθος εις τους αγίους. Ο Κύριος όμως δεν επέτρεψε να γίνουν ατελεσφόρητοι αι παρακλήσεις των. Διότι εκείνος που είχεν αναλάβει την φρούρησιν των μαρτύρων, θερμαινόμενος πλησίον εις κάποιο φυλάκιον παρετήρει αυτό που έμελλε να γίνη, έτοιμος διά να δεχθή αυτούς από τους στρατιώτας που θα κατέφευγαν. Πράγματι και τούτο πάλιν επενοήθη, να είναι να είναι δηλαδή κοντά εκεί λουτρόν, διά να υπόσχεται ταχείαν την βοήθειαν εις αυτούς που θα μετανοούσαν. Αυτό όμως κατά τρόπον κακούργον επενοήθη από τους εχθρούς. Να εξεύρουν δηλαδή τέτοιον τόπον κοντά εις το μαρτύριον, εις το οποίον η έτοιμος περιποίησις έμελλε να εξουδετερώνη την αντίστασιν των αγωνιζομένων. Αυτό ανεδείκνυε λαμπροτέραν την υπομονήν των μαρτύρων. Διότι υπομονετικός δεν είναι αυτός που δεν έχει τα αναγκαία, αλλά αυτός που έχει άφθονα τα αγαθά και υπομένει τα δεινά!”
1 Εφεσ. 4, 22
2 Γεν. 3, 21
3 Ψαλμ. 115, 3
4 Ματθ. 27, 28
5 Ματθ. 27, 35
6 Δαν., Προσ. Αζαρίου, 16
7 Ρωμ. 12, 1
8 Ματθ. 4, 2
9 Εξοδ. 34, 28
10 Γ΄ Βασιλ. 19, 8