Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος απηύθυνε χαιρετισμό στο 16ο ετήσιο Διαθρησκειακό Διάλογο με θέμα: ”Οι θρησκείες στη διαδικασία ειρήνευσης και επίλυσης των διαφόρων στην περιοχή της Μεσογείου”, που διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του χαιρετισμού:
Ο σημερινός 16ος Διαθρησκειακός Διάλογος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος πραγματοποιείται σε πολύ δύσκολες και κρίσιμες στιγμές για τον ευαίσθητο τούτο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, που αναδείχθηκε το λίκνο του πολιτισμού και από τον οποίο εξεπήγασε «τό φῶς τό τῆς γνώσεως», και «ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 17).
Σ’ αυτήν ακριβώς την πολυτάραχη εποχή και μάλιστα σ’ αυτήν την περιοχή της γης, που ιδιαίτερα δοκιμάζεται, καλούμαστε ως πολιτικοί αλλά και ως θρησκευτικοί ηγέτες, να ασκήσουμε τον ρόλο μας και να καταθέσουμε την ενεργό συμβολή μας, με στόχο έναν καλύτερο και ευτυχέστερο κόσμο στην περιοχή μας, χωρίς πολέμους και αιματοχυσίες.
Θα πρέπει, ακόμη, να σκύψουμε με πνεύμα καλής θέλησης και αλληλοκατανόησης, να μελετήσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, να πάρουμε αποφάσεις, να δώσουμε απαντήσεις και να επιτύχουμε την επίλυσή τους.
Η εδώ παρουσία όλων Σας τονίζει, άλλωστε, και επιμαρτυρεί, τη μεγάλη σημασία, που έχει το σημερινό Συνέδριο. Μέσα, λοιπόν, στην κρισιμότητα των καιρών που διερχόμαστε, κατά τούς οποίους γινόμαστε μάρτυρες πράξεων βίας, Θρησκευτικού φανατισμού, μισαλλοδοξίας και Θρησκευτικών διακρίσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, ο Διαθρησκειακός αυτός Διάλογος, προκαλεί το άμεσο ενδιαφέρον και την προσοχή όλων των Θρησκειών της ευαίσθητης περιοχής μας: Χριστιανών, Μουσουλμάνων και Εβραίων.
Πρέπει, επομένως, να αφουγκραστούμε τα μηνύματα των λαών μας για Ελευθερία, Δημοκρατία και αξιοπρέπεια, απέναντι στα καθεστώτα, τα οποία στην αγωνία τους να επιβιώσουν, σκορπούν το θάνατο, τη βία και τον τρόμο στους λαούς τους.
Οι εξελίξεις στην περιοχή μας τρέχουν κι εμείς, ως Πνευματικοί Ηγέτες, δεν μπορούμε να είμαστε απλοί παρατηρητές σ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ούτε πάλι, να ακολουθούμε τα γεγονότα. Ευθύνη μας είναι να συμβαδίζουμε με τις εξελίξεις και στο βαθμό που είναι δυνατόν να τις διαμορφώνουμε για το καλό, την πρόοδο και την ευημερία των λαών μας.
Αυτό επιβάλλει, άλλωστε, το χρέος μας απέναντι στις μελλοντικές γενιές και στα παιδιά μας, στα οποία πρέπει να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα να ζήσουν σ’ έναν καλύτερο, ασφαλέστερο και πιο ειρηνικό κόσμο, σε τοπικό, περιφερειακό και Διεθνές επίπεδο.
Για όλους αυτούς τους λόγους, δημιουργήσαμε και εγκαθιδρύσαμε, ως Εκκλησία της Κύπρου, σε στενή πάντα συνεργασία με τους Προκαθημένους των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Μέσης Ανατολής, ισχυρές δομές μεταξύ των Εκκλησιών μας, μέσα από τις οποίες ενώνουμε τις δυνάμεις μας, διαμορφώνουμε κοινή φωνή και εργαζόμαστε προς επίλυση των πολλών διαφόρων και σοβαρών προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί στην περιοχή μας κάτω από τα θλιβερά φαινόμενα της έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού και της σημαντικής καταπάτησης των θρησκευτικών ελευθεριών.
Τονίζουμε, λοιπόν, ότι οι Χριστιανοί διαβιώνουν στον χώρο της Μέσης Ανατολής από αρχαιοτάτων χρόνων και κάθε προσπάθεια για εκδίωξη ή εξαναγκασμό τους σε φυγή, θα πρέπει να θεωρείται άδικη και αδικαιολόγητη.
Το χριστιανικό, εξάλλου, στοιχείο προσαρμόστηκε και συμβίωσε ειρηνικά και αρμονικά και με τα υπόλοιπα θρησκευτικά στοιχεία, που εμφανίστηκαν στο πέρασμα των αιώνων.
Δυστυχώς, όμως, η επικράτηση τον τελευταίο καιρό ακραίων φονταμενταλιστικών στοιχείων άλλων θρησκειών στην περιοχή, θέτει σε άμεσο κίνδυνο την παραμονή των Χριστιανών στις αρχαίες κοιτίδες τους. Είμαστε καθημερινά μάρτυρες επιδρομών σε χώρους λατρείας των Χριστιανών, φόνων αθώων ανθρώπων, απαγωγών, βιαιοτήτων και βιαιοπραγιών κατά χριστιανικών περιουσιών και καταπάτησης των στοιχειωδεστέρων ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Χριστιανών.
Οι Χριστιανοί εξωθούνται με τον τρόπο αυτό σε εκπατρισμό. Ήδη χιλιάδες Χριστιανών εγκατέλειψαν τις αρχαίες κοιτίδες τους, και έχουν καταφύγει ως πρόσφυγες σε διάφορα μέρη, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια γι’ αυτούς.
Υπό το βάρος των πιο πάνω τραγικών εξελίξεων, επιθυμούμε να τονίσουμε προς όλα τα Θεσμικά Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι θα πρέπει να παρέμβουν για τερματισμό της κατάφωρης αυτής αδικίας. Καλούμε, ακόμη, όλους εσάς να εξασκήσετε την επιρροή σας για διάσωση των χώρων λατρείας και των χριστιανικών μνημείων πολιτισμού στην ταραγμένη αυτή περιοχή, που ανήκουν στην παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά και σε όλη την ανθρωπότητα.
Εξοχώτατοι,
Εντιμώτατοι,
Σεβασμιώτατοι,
Η πατρίδα μου η Κύπρος υπήρξε ένας τόπος θρησκευτικού πλουραλισμού, αφού το 80% του πληθυσμού της αποτελούσαν Ελληνοκύπριοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, το 18% Τουρκοκύπριοι Μουσουλμάνοι και το υπόλοιπο 2% Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι.
Μέχρι το 1974, που έγινε η τουρκική εισβολή, όλοι ζούσαν ειρηνικά και αγαπημένα μεταξύ τους, στα ανάμεικτα χωριά και στις πόλεις τους, λατρεύοντας ο καθένας ελεύθερα το δικό του Θεό.
Ουδέποτε υπήρξαν θρησκευτικές διαμάχες, συγκρούσεις και ταραχές. Και αυτό συνεχίζεται να γίνεται και να ισχύει και σήμερα στο ελεύθερο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Λυπούμαστε να παρατηρήσουμε δυστυχώς, ότι, τώρα και τριανταεννέα χρόνια στο τουρκοκατεχόμενο βόρειο τμήμα της νήσου μας οι θρησκευτικές ελευθερίες δεν τυγχάνουν σεβασμού και εφαρμογής.
Αλλά και πέρα απ’ αυτό, τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής και το εκεί παράνομο καθεστώς, το οποίο στηρίζεται από την Τουρκία, επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου βάναυση και σκληρή προσπάθεια καταστροφής και λεηλασίας των θρησκευτικών μας χώρων και μνημείων, των ναών και των μονών μας, των ιερών και των οσίων μας, ακόμη και των κοιμητηρίων μας, και γενικότερα κάθε στοιχείου που μαρτυρεί την ύπαρξη και την παρουσία του χριστιανικού πληθυσμού στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Έφτασαν μέχρι το σημείο, ώστε να αλλάξουν ακόμη και τα ονόματα των κατεχομένων χωριών και των πόλεών μας και να δώσουν σ’ αυτά νέα τουρκικά ονόματα!
Παρά τον μεγάλο πόνο που προκαλεί η συνεχιζόμενη κατοχή της νήσου μας και η στέρηση της θρησκευτικής μας ελευθερίας προχωρήσαμε ως Εκκλησία και δημιουργήσαμε τις απαραίτητες εκείνες, δομές, ώστε να παραμένει συνεχώς ανοικτός ο διάλογος με τον Θρησκευτικό Ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, καθώς και με τους υπόλοιπους Θρησκευτικούς Ηγέτες της νήσου μας, γιατί γνωρίζουμε, ότι μόνο μέσα από τον ειλικρινή διάλογο, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τίς διαφορές μας και να οικοδομήσουμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας.
Επομένως, ο Διαθρησκειακός διάλογος κατέχει ιδιαίτερη σημασία στην πατρίδα μας, γιατί δημιουργεί πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε ο ένας στον άλλο για θέματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του λαού μας, όπως η απρόσκοπτη άσκηση της θρησκευτικής μας ελευθερίας.
Με αυτές τις σκέψεις, συγχαίρουμε θερμά τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για την διοργάνωση του εν λόγω Διαθρησκειακού Διαλόγου στη χώρα μας και τους ευχαριστούμε για την ευγενή πρόσκλησή τους να απευθύνουμε χαιρετισμό.
Ολοκληρώνοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε το εξής: η διαδικασία ειρήνευσης είναι θέμα ατομικής και θεσμικής επιλογής.
Η δύναμη είτε να αυξήσουμε τον πόνο, που υπόκειται ο κόσμο μας, είτε να συμβάλουμε προς την επούλωση των πληγών του, είναι στο χέρι μας. Για άλλη μια φορά, είναι θέμα επιλογής.
Σήμερα, ακολουθώντας τις προτροπές της Αγίας Γραφής: «Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (α’ Ιω. γ’, 18), βρισκόμαστε εδώ γιατί έχουμε κάνει τις επιλογές μας: έχουμε επιλέξει την ειρήνη πάνω από τον πόλεμο, την ελπίδα πάνω από την απελπισία, και την αγάπη πάνω από το μίσος.