Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Ο όρος «Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» χρησιμοποιήθηκε πριν από μερικά χρόνια για να χαρακτηρίσει την περιοχή του κέντρου της πρωτεύουσας της Ελλάδος που νοητά περιλαμβάνεται μεταξύ των οδών Σταδίου – Αθηνάς – Μητροπόλεως, σχηματίζοντας τρίγωνο.
Βασικός σκοπός ήταν η θέσπιση ρυθμίσεων που θα διευκόλυναν το απερίγραπτο κυκλοφοριακό πρόβλημα στην εξαιρετικά κορεσμένη κυκλοφοριακά και οικοδομικά περιοχή, όπου αυτή η δραστηριότητα κατέστρεψε χωρίς ολιγωρία εγκαταστάσεις στην ίδια θέση από εποχές που χάνονται πολύ βαθιά στην Ιστορία.
Σε μεγάλες ξένες πρωτεύουσες, τα ιστορικά κέντρα διατηρήθηκαν ανέπαφα, συντηρήθηκαν και αξιοποιήθηκαν για πολλές πολιτιστικές και άλλες χρήσεις. Οι νέες εγκαταστάσεις προωθήθηκαν έξω και γύρω από αυτά, όπως στη Ρώμη, τη Φλωρεντία, τη Βενετία, τη Νίκαια, τη Λυών, την Πράγα και αλλού.
Στην Αθήνα, η αρχαιολατρία ημεδαπών και ξένων, η προσπάθεια να αποκατασταθούν όσο το δυνατόν περισσότερα αρχαία μνημεία, η αδυναμία των κατοίκων της μετά την Εθνική Παλιγγενεσία να διατηρήσουν τις καθημαγμένες περιουσίες τους και η χωρίς ιστορική ευαισθησία δραστηριότητα των Βαυαρών τεχνοκρατών, που συνόδευαν τον ανήλικο μονάρχη, έγιναν αιτίες να θυσιαστούν άδικα πολύτιμα μνημεία των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Το ίδιο, βέβαια, επανέλαβαν οι Νεοέλληνες αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταστρέφοντας κι αυτοί τα νεοκλασικά οικοδομήματα της Αθήνας που διέφυγαν τις συρράξεις και τον εμφύλιο σπαραγμό. Οικοδόμησαν με το άχαρο τσιμέντο και το σίδερο κάθε γωνιά της Αθήνας «κουκουλώνοντας» ακόμα και τον μικρό ναό της Αγίας Δύναμης, με τους ατελείωτους ορόφους του κτιρίου της οδού Μητροπόλεως, που στέγαζε το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και πρόσφατα μετατράπηκε σε πολυτελές ξενοδοχείο.
Ό,τι έχει διασωθεί αποδεικνύεται ακόμα πολυτιμότερο, γιατί έχει τη δυνατότητα να «μιλήσει» για πολλά άλλα που χάθηκαν. Σε τούτη την περιήγηση θα περιοριστούμε σε τρία από αυτά.
Παναγία η Γοργοεπήκοος (Άγιος Ελευθέριος)
Ο Ναός της Παναγίας Γοργοεπηκόου, νότια του σημερινού Καθεδρικού Ναού των Αθηνών, ο πιο «αθηναϊκός» από κάθε άλλο ναό της εποχής του, όπως τον χαρακτήρισαν, μέσα στη γνήσια βυζαντινή παράδοση, είναι συνάμα τελείως μοναδικός. Αναφέρεται συχνά και ως Μικρή Μητρόπολη.
Έχει εκφραστεί η άποψη ότι ενδέχεται να είναι κτίσμα του Μιχαήλ Χωνιάτη, του τελευταίου μητροπολίτη Αθηνών (1182-1204) πριν από τη φραγκική κατάκτηση. Ο Μιχαήλ, αδελφός του Νικήτα Χωνιάτη ή Ακομινάτου, σημαντικού αξιωματούχου του βυζαντινού κράτους και ιστορικού από τις Χώνες της Φρυγίας, υπήρξε λάτρης του ένδοξου παρελθόντος της Αθήνας. Στις επιστολές του υπάρχει σημαντικό υλικό για την εποχή του ώς την κοίμησή του (1222).
Ο αρχιτέκτων του μνημείου (χρονολογείται μετά τα μέσα του 11ου) αιώνα, πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού της Ειλείθυιας, χρησιμοποίησε με ελευθερία μάρμαρα από διάφορα αρχαία, ρωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά και πρωτοβυζαντινά οικοδομήματα και κάπου ενενήντα ανάγλυφες πλάκες διαφόρων εποχών, συνδυάζοντας το κλασικιστικό με το βυζαντινό αρχιτεκτονικό ύφος και προσδίδοντας στην όψη του μοναδική λαμπρή και φωτεινή εντύπωση, σε ένα άνευ προηγουμένου κτίριο, που χαρακτηρίστηκε «πρωτότυπη συλλογή αρχαιοτήτων». Τα γλυπτά, με την κατάλληλη τοποθέτησή τους, σχημάτισαν ζωφόρο γύρω από τον ναό. Ανάγλυφα αετώματα κόσμησαν ψηλότερα το μνημείο. Τοιχογραφίες υπήρχαν και στη νότια εξωτερική πλευρά, που δεν διακρίνονται σήμερα, ενώ απεικονίστηκαν παλαιότερα από τον περιηγητή Gallhband. Χαρακτηριστικό είναι ότι πουθενά στο οικοδόμημα δεν χρησιμοποιήθηκε πλίνθος, εκτός από τον τρούλο.
Ο ναός κτίστηκε πάνω σε βάθρο με βαθμίδες, που δεν διακρίνονται. Οι προσχώσεις σήκωσαν την επιφάνεια του εδάφους, γεγονός που είναι φανερό σε όλους τους παλαιούς, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς των Αθηνών. Από αρχιτεκτονική άποψη, είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, που στηριζόταν σε τέσσερις κίονες, τους οποίους αντικατέστησαν στην επισκευή του 1833 με αντίστοιχο αριθμό πεσσών. Ο νάρθηκας είναι τριμερής. Από τα τρία μέρη του, το καμαροσκέπαστο μεσαίο είναι υπερυψωμένο ως προς τα άλλα.
Την Παναγία Γοργοεπήκοο τιμούσαν ως προστάτισσα κάθε αρρώστου. Κατά την τουρκοκρατία, και μάλιστα τον 17ο αιώνα, περιλαμβανόταν στην κατοικία του μητροπολίτη Αθηνών και ήταν γνωστή και ως «Καθολικόν». Το 1841 ή το 1839 μετατράπηκε σε βιβλιοθήκη. Το 1863 ξαναχρησιμοποιήθηκε ως ναός, αλλά τότε άσπρισαν τους τοίχους εξαφανίζοντας τις τοιχογραφίες. Εκείνη την εποχή αφιερώθηκε στον Σωτήρα Χριστό, σύντομα όμως ονομάστηκε Άγιος Ελευθέριος. Σήμερα χρησιμοποιείται ως ενοριακό παρεκκλήσιο της Μητροπόλεως Αθηνών.
Ο Άγιος Ανδρέας
Ακολουθώντας από την οδό Μητροπόλεως την οδό Αγίας Φιλοθέης, βρισκόμαστε σε λίγο μπροστά στον χώρο όπου κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα ανθούσε το Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα. Το ίδρυσε η Αγία Φιλοθέη, μεγάλη μορφή της Ορθοδοξίας και της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, που πάσχισε για την παντοειδή ενίσχυση των Αθηναίων, και ιδίως των κοριτσιών, στη δεινή εκείνη περίοδο, δαπανώντας γι’ αυτό την τεράστια περιουσία που κληρονόμησε από την οικογένειά της, για να το πληρώσει τελικά με τη ζωή της.
Το Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα οικοδομήθηκε στον χώρο του πατρικού της σπιτιού, όπου βρίσκεται σήμερα η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών (Αγίας Φιλοθέης 21). Σε εκσκαφές για την επέκταση του κτιρίου αυτού βρέθηκαν πριν από μερικές δεκαετίες ερείπια ρωμαϊκού οικοδομήματος, που εμπόδισαν τη συνέχιση των εργασιών.
Ο σημερινός Ναός του Αγίου Ανδρέα άρχισε να κτίζεται στη θέση του αρχικού στα τέλη του 19ου αιώνα. Κάτω από το δάπεδό του και λίγο βορειότερα βρισκόταν το ασκητήριο της αγίας. Στο ισόγειο του κεντρικού κτιρίου της Αρχιεπισκοπής ανακαλύφθηκε το 1970 το πηγάδι της μονής.
Στον αρχικό ναό, που κατεδαφίστηκε στο πλαίσιο της «ανακαίνισης» της πόλης των Αθηνών μετά την απελευθέρωση, υπήρχαν αγιογραφίες που συγγενεύουν με το καλλιτεχνικό εργαστήριο του Γεωργίου Μάρκου, τον οποίο θα συναντήσουμε και σε άλλους μεταβυζαντινούς ναούς της Αθήνας. Ελάχιστα σπαράγματα από αυτές διασώθηκαν και φυλάσσονται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας. Στο καλύτερα διατηρημένο εικονίζεται η Αγία Αικατερίνη.
Το «Ρηνάκι» (Αγία Ειρήνη της οδού Νικοδήμου)
«Διερχόμεθα προ της ανηλίου Αγίας Ρηνούλας, θωπευτικώς γνωστής ούτω, και διά την σμικρότητά της, αλλά και διά την προστασίαν την οποίαν παρέχει εις την μαθητικήν των θηλέων χορείαν, η οποία, εις τας παραμονάς ιδίως εξετάσεων, ανεβοκατεβαίνει τα σκαλάκια της» (Παλαιαί Αθήναι, σ. 210). Έτσι περιγράφει ο Δημήτριος Καμπούρογλου το εκκλησάκι δίπλα στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, στη γωνία των οδών Αγίας Φιλοθέης και Νικοδήμου, όπου υπήρχαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή λουτρά, αργότερα παλαιοχριστιανικός ναός και κατά τον 16ο αιώνα ιδρύθηκε το Μοναστήρι της Αγίας Φιλοθέης, της «Αθηνιώτισσας Κυράς». Στην περιοχή απλωνόταν προς τα βόρεια η συνοικία «Ροδακιό», από το όνομα κάποιας οικογένειας που έμενε εκεί ή από τα πολλά λουλούδια της, που έκαναν πολυτραγουδισμένη όλη τη μεταγενέστερη Πλάκα.
Ο ναός αποτελούσε μάλλον παρεκκλήσιο της μονής και λέγεται ότι επικοινωνούσε με αυτήν με διάδρομο. Οι γείτονες τον αποκαλούσαν συχνά Αγία Ρηνούλα ή Ρηνάκι λόγω του μικρού μεγέθους του.
Στην τοιχοδομία του ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά στοιχεία από παλαιοχριστιανική βασιλική. Ορισμένα σπαράγματα τοιχογραφιών είναι ναού του 13ου-14ου αι. Τοίχοι και τοιχογραφία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου παραπέμπουν στον 15ο -16ο αι. Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 έπαθε σοβαρές ζημιές. Κάποτε πέρασε στην ιδιοκτησία παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, που την ανακαίνισε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Από αυτήν περιήλθε στον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Αμίλκα Αλιβιζάτο και μετά τον θάνατό του, το 1968, στην Ακαδημία Αθηνών. Έκτοτε εγκαταλείφθηκε και ρήμαξε κυριολεκτικά.
Τον Ιούνιο του 2005 τελέσθηκαν τα θυρανοίξια του ανακαινισμένου ναού με δαπάνες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και άλλων δωρητών, αφού μετά από πολλές διαδικασίες η Ακαδημία Αθηνών της παραχώρησε το 1998 το μνημείο και τη διπλανή, κατερειπωμένη οικία για πενήντα χρόνια. Η οικία ανακαινίστηκε εκ βάθρων και στεγάζει το Κέντρο Νεότητος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Η Ακαδημία παραχώρησε επίσης «επί δανεισμώ» στην Αρχιεπισκοπή και ορισμένες εικόνες που βρίσκονταν παλαιότερα στον ίδιο ναό.
Αγία Ειρήνη Αιόλου
Στη θέση του σημερινού Ναού της Αγίας Ειρήνης, στη διασταύρωση των οδών Αιόλου και Κολοκοτρώνη, υπήρχε κατά την ανακήρυξη των Αθηνών ως πρωτεύουσας της Ελλάδας ένας μικρός, μεσαιωνικός ναός, μετόχι της Μονής Πεντέλης, που, αν και είχε υποστεί αρκετές ζημιές στη διάρκεια της Επανάστασης, χρησιμοποιήθηκε από το 1838 ώς το 1862 ως ο πρώτος καθεδρικός ναός της μετεπαναστατικής Αθήνας. Κατόπιν, τη θέση του πήρε η σημερινή Μητρόπολη.
Η ανοικοδόμηση του νέου ναού ξεκίνησε περί τα μέσα του 19ου αιώνα (1842), σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοκλασικισμού στην Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, 1811-1885). Ο ναός εγκαινιάστηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1850, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η εσωτερική διακόσμησή του, που καθυστέρησε ώς το 1892. Λέγεται ότι για την οικοδόμησή του χρησιμοποιήθηκε δομικό υλικό από εβδομήντα εκκλησίες της παλιάς Αθήνας, που κατεδαφίστηκαν από τους Βαυαρούς.
Είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, δύο κωδωνοστάσια και έντονες αναγεννησιακές επιδράσεις, ιδίως στην εσωτερική διακόσμηση. Εντυπωσιακά τα φατνώματα της στέγης, που διατηρήθηκαν σε άριστη κατάσταση. Μέρος της αγιογράφησής της φιλοτεχνήθηκε από τον Αθανάσιο Βασιλείου τον Ευβοέα και άλλο από τον Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλο, μαθητή του Λουδοβίκου Θείρσιου (Thiersch).
Ο ναός είναι ιδιαίτερα υποβλητικός και κατανυκτικός στο εσωτερικό του και η πνευματικότητα των εκάστοτε εφημερίων του και του βυζαντινού Χορού του μακαρίτη και αξέχαστου Λυκούργου Αγγελόπουλου, Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, δημιουργεί βαθιά κατάνυξη. Αυτός είναι ο λόγος που συγκεντρώνει τις Κυριακές και τις εορτές εκκλησίασμα από όλη την Αθήνα, παρά το γεγονός ότι, επειδή βρίσκεται στην καρδιά του εμπορικού κέντρου, δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι στην περιοχή.
Εκεί τελέστηκε η πρώτη εθνική εορτή, όταν ορίστηκε ως έναρξη του Αγώνος η 25η Μαρτίου, όπως και η εορτή για την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, ενώ σε εφημέριο αυτού του ναού συνήθιζε να εξομολογείται η βασίλισσα Αμαλία. Το 1843 κηδεύτηκε εκεί ο αρχιστράτηγος του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και στις 20 Αυγούστου 1850 τελέστηκε η δοξολογία για το Αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας. Στην Αγία Ειρήνη Αιόλου, τέλος, χειροτονήθηκε και υπηρέτησε για ένα διάστημα διάκονος ο Εθνάρχης της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, την εποχή που σπούδαζε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην Αγία Ειρήνη φυλάσσεται τεμάχιο από το δάκτυλο του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου. Οι Ζακυνθινοί της Αθήνας εορτάζουν εκεί τη μνήμη του κάθε χρόνο (17 Δεκεμβρίου). Άλλωστε για μακρό χρονικό διάστημα στον ναό αυτόν οι χοροί των ψαλτών έψαλλαν τετραφωνικά, τεχνική που θύμιζε τα ψαλτικά ακούσματα των Επτανησίων. Το 1972 ο ναός συμπεριλήφθηκε στα ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Με την επίβλεψη της Διεύθυνσης Αναστηλώσεων Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων αποκαταστάθηκε και ανακαινίστηκε το διάστημα 1995-1997.
Χρυσοσπηλιώτισσα (Κοίμηση της Θεοτόκου, οδός Αιόλου)
Ο Ναός της Παναγίας Θεοτόκου στην οδό Αιόλου, που επονομαζόταν αρχικά «Σπηλαιώτισσα» και άγνωστο πότε μετονομάστηκε σε «Χρυσοσπηλιώτισσα», είναι ρυθμού βασιλικής με τρούλο. Αναφέρεται για πρώτη φορά σε πηγές σε ένα έγγραφο της Μονής Οσίου Μελετίου του 1762 σε σχέση με παρεκκλήσιο που κατείχε εκεί, αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, στην οδό Αιόλου επίσης, λίγο βορειότερα της Χρυσοσπηλιώτισσας, το οποίο σώζεται και σήμερα και ανήκει στην ίδια μονή. Πιστεύεται ότι η προσωνυμία «Χρυσοσπηλιώτισσα» προέρχεται από το γεγονός ότι η εικόνα του ναού είναι αντίγραφο της ιερής εικόνας του Μεγάλου Σπηλαίου, που είναι κατασκευασμένη από κηρομαστίχη και, κατά την παράδοση, είναι έργο του Αποστόλου Λουκά.
Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 έπαθε σοβαρές ζημιές και το 1835 επισκευάστηκε από τον Παυλή Αλεξίου-Μπαρουξή, που είχε μπαρουτάδικο απέναντι από τον σημερινό ναό. Το 1859, ο δήμαρχος Αθηναίων σχεδίαζε να κατεδαφίσει τον ναό και να ανεγείρει στη θέση του το νέο δημαρχείο. Οι σύντονες προσπάθειες του τότε Εκκλησιαστικού Συμβουλίου είχαν ως αποτέλεσμα τη ματαίωση των σχεδίων αυτών.
Με πρωτοστατούντα τον Σπύρο Παυλίδη, ιδιοκτήτη της σοκολατοποιίας στην οδό Αιόλου, απέναντι ακριβώς από τον ναό (επί της οδού Αγίου Μάρκου υπήρχε και άλλη επιχείρηση με την επωνυμία «Παυλής», που προφανώς μπορεί να είναι της ίδιας οικογενείας»), αγοράστηκαν και οικόπεδα γύρω από τον ναό, που θεμελιώθηκε το 1863 σε σχέδια του Δημητρίου Ζέζου, εισηγητή νέου ρυθμού, που συνδύαζε τη βυζαντινή αρχιτεκτονική με τον αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το έργο συνέχισε ο Π. Κάλκας και εκείνου ο Ερνέστος Τσίλλερ (που πιστεύεται ότι σχεδίασε και το τέμπλο), αφού οι δύο πρώτοι πέθαναν χωρίς το έργο να ολοκληρωθεί, γεγονός που πραγματοποιήθηκε το 1892 με την οικοδόμηση και του δεύτερου κωδωνοστασίου του ναού. Οι αγιογραφίες είναι του Σ. Χατζόπουλου και οι άλλες διακοσμήσεις των Β. Κώττα και Α. Πέττα.
Αγία Παρασκευή
Μια μικρή, καμαροσκέπαστη βασιλική δίπλα στον Ναό της Χρυσοσπηλιώτισσας, στην οδό Αιόλου, αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταβυζαντινού ναού της Αθήνας, μάρτυρα της ακούσιας απουσίας τόσων άλλων που υπήρχαν στην πόλη και χάθηκαν. Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ιστορικό ή αρχιτεκτονικό στοιχείο και με εμφανείς μεταγενέστερες επεμβάσεις, ξαφνιάζει ευχάριστα μέσα στο τσιμέντο και την κίνηση της περιοχής. Σε μια μικρή, αβαθή κόγχη πάνω από τη θύρα της υπάρχει η εικόνα της Αγίας Παρασκευής.
Αγία Κυριακή
Ανάλογη είναι η περίπτωση του μικρού ναού της Αγίας Κυριακής στην οδό Αθηνάς, στο ύψος του αριθμού 28. Η ανομοιότητα του μεγέθους των λίθων με τους οποίους οικοδομήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που μαρτυρεί προέλευση υλικού από άλλα, παλαιότερα μνημεία, η καμπύλη που κάνει η σκεπή της -γραμμή καλλιτεχνικής αίσθησης, σε αντίθεση με το άγουστο του τσιμέντου και του αλουμίνιου πάνω στο οποίο προβάλλεται- και το μονόλοβο, μικρό καμπαναριό της, με το ρολόι να μετράει τις ώρες στην πολύβουη εμπορική κίνηση της οδού Αθηνάς, αποτελούν χαριτωμένες εικόνες παλιάς εποχής, άριστα προσαρμοσμένης στη σημερινή. Και να σκεφτείς ότι ανάμεσα στο εκκλησάκι αυτό και τον Ναό της Χρυσοσπηλιώτισσας υπήρχαν κάποτε ανοιχτός χώρος και νεκροταφείο…
Μονόκλιτη βασιλική, διαστάσεων 11 x 3,50 μ., είναι εσωτερικά διακοσμημένη με πολύ καλές τοιχογραφίες, άγνωστου καλλιτέχνη, που φιλοτεχνήθηκαν σε νεότερη εποχή. Ανήκε στην οικογένεια Σκλέπα, που έμενε στου Ψυρρή. Το όνομα είναι αλβανικής προέλευσης και σημαίνει «χωλός», κουτσός δηλαδή, αλλά στη διάρκεια της τουρκοκρατίας σήμαινε και «επιδημία». Πάντως, αναφέρεται και περιοχή «Αλώνια Σκλέπα», που βρισκόταν δυτικά της σημερινής Πλατείας Κοτζιά.