Στον Αρχιεπίσκοπο και Εθνάρχη της Κύπρου Μακάριο αναφέρθηκε στην ομιλία του στο φιλολογικό μνημόσυνο ο Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος.
Συγκεκριμένα ανέφερε:
«Στην αρχή της Αλεξιάδας της, η πορφυρογέννητη βασίλισσα Άννα η Κομνηνή, λέγει ότι «ο ρέων χρόνος τα μεν ουκ άξια μνήμης παρασύρει και καταποντοί τα δε άξια μνήμης ουκ εά διολισθαίνειν εις λήθης βυθούς.»(Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς Ι,3-4).
Επαληθεύεται πλήρως η παρατήρηση της Άννας Κομνηνής, κατά το δεύτερο σκέλος της, στην περίπτωση του Εθνάρχου Μακαρίου. Στη συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού η μνήμη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου παραμένει και άληστος και άληκτος.
Αυτός που πραγματοποίησε στην 64χρονη ζωή του έργο αιώνων, αυτός που δέχτηκε όσο ζούσε των μεγάλων «την αίνεσιν» και «των παίδων την ανύμνησιν» βρίσκεται και σήμερα και θα βρίσκεται για χρόνια πολλά ακόμα, με τη σεμνή επισημότητα της μαύρης σιλουέτας του και την απέριττη επιβλητικότητά του, ανάμεσα στο λαό του. Κι είναι «άξιος εν πάσι καιροίς υμνείσθαι», όχι μόνο σήμερα στην επέτειο των ονομαστηρίων του, ή, φέτος, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή του.
Μπορεί οι συγκυρίες να τον βοήθησαν. Ο θάνατος του αρχιεπισκόπου Λεοντίου, σε ηλικία μόλις 50 ετών, και το προχωρημένο γήρας του Μακαρίου του Β,΄ τού άνοιξαν το δρόμο για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ωστόσο ο Μακάριος δεν βασίστηκε καμιά φορά σε ξένα υποστυλώματα. Δεν επεζήτησε το ψήλωμα του κισσού, «σε ξένα αναστυλώματα δεμένος», κατά τον ποιητή και γι’ αυτό, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, ποτέ δεν κάμφθηκε. Εφάνη, κατά το αρχαίο λόγιο, «κρείττων απειλών, λόγων στερρότερος, πειθούς ισχυρότερος». Μα κι οι θεωρούμενες στα μάτια μας συγκυρίες δεν είναι μήπως έργο της Πρόνοιας του Θεού;
Σε ηλικία μόλις 37 ετών ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος, ίσως ο νεώτερος στην Ιστορία των προκαθημένων της Εκκλησίας της Κύπρου. Νέος όχι μόνο κατά την ηλικία αλλά και ως προς τη σκέψη και τα φρονήματα, με βαθιά θεολογική αλλά και συσσωρευμένη εκκλησιαστική εμπειρία, με αξιοθαύμαστη οξύνοια και ευθυκρισία, ζηλωτής των εθνικών παραδόσεων, ιεροπρεπής και επιβλητικός στην εμφάνιση, απέθεσε τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του σε ιστορικές στιγμές της Εκκλησίας και της πατρίδας.
Πολυσχιδές και πολυδαίδαλο το έργο του. Στην ενάσκηση των καθηκόντων του συναντήθηκε με βασιλείς και ηγεμόνες. Γνώρισε έθνη και λαούς. Ασχολήθηκε με θέματα πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, επιστημονικά. Η Εκκλησία όμως παρέμεινε πάντα ο φυσικός του βιότοπος. Ένιωθε πάντα κληρικός, ήταν εκκλησιαστικός ηγέτης.
Διηγείται ο Βάσος Λυσσαρίδης πως μετά την πρώτη καρδιακή προσβολή, οπότε ως προσωπικός του γιατρός τον επισκεπτόταν συχνότερα, ο Μακάριος, κάνοντας μιαν αναδρομή στις σχέσεις τους, θέλησε να τον ευχαριστήσει. Και τον ευχαρίστησε θερμά γιατί το 1973, με προσωπική του παρέμβαση στον τότε πρόεδρο της Συρίας, πέτυχε τη συμμετοχή τού Πατριάρχη Αντιοχείας Ηλία στη Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, που συγκάλεσε στη Λευκωσία. Και, δικαιολογημένα, ο γιατρός του είπε: Από τις τόσες εξυπηρετήσεις και την τόση συνεργασία μας, αυτό το πράγμα βρήκατε για να με ευχαριστήσετε; Κι ο Μακάριος απάντησε με φυσικό τρόπο: Μην ξεχνάς είμαι κληρικός. Θιγόταν τότε η ιερατική μου υπόσταση.
Αυτόν τον τομέα, τον κυρίαρχο στη ζωή και στο έργο του Μακαρίου, μου ζητήθηκε να αναπτύξω, με συντομία, στα πλαίσια της σημερινής εκδήλωσης. Και «συνέχομαι φόβω» μήπως, με την αδυναμία μου να αναχθώ στα επίπεδά του, μειώσω στα μάτια σας την προσωπικότητά του, δεν τα καταφέρω να περιγράψω τους παλμούς της ψυχής του που βρέθηκαν πάντα σε συντονισμό με τους παλμούς της Κύπρου, δεν δώσω σωστήν εικόνα των οραματισμών του, δεν μεταφέρω τον αντίλαλο των συνεχών προσπαθειών και των επικών αγώνων του. Το κάνω με δισταγμό επικαλούμενος τη δική του και τη δική σας επιείκεια.
Πρώτη του φροντίδα και αξιολογικά αλλά και χρονικά, αφότου ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και σ’ όλο το διάστημα της Αρχιεπισκοπείας του, ήταν η εξεύρεση κατάλληλων κληρικών, άμεσων συνεργατών του στον ευαγγελισμό και σωτηρία του ποιμνίου του, καθώς και η κατάλληλη μόρφωσή τους.
Ήδη, στον ενθρονιστήριο λόγο του, υποσχόταν ότι «η πνευματική ανύψωσις και οικονομική βελτίωσις του κλήρου διά την ευδόκιμον αυτού διακονίαν», θα ήταν εκ των σπουδαίων μελημάτων του.
Τονίζοντας την ανάγκη απόκτησης μορφωμένων κληρικών έλεγε σε ιερατικό συνέδριο της Αρχιεπισκοπής: «Εις παλαιάς εποχάς, ο ιερεύς ήτο ο μόνος, σχεδόν, εις το χωρίον του εγγράμματος, εγνώριζε δηλ. ανάγνωσιν και γραφήν … Αλλ’ αι συνθήκαι ήλλαξαν σήμερον και το μορφωτικόν επίπεδον του λαού ανήλθε σημαντικώς… Η μόρφωσις και η πνευματική ανύψωσις του κλήρου αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεσιν διά να ανταποκριθή ούτος εις την μεγάλην αποστολήν του».(15/02/1966).
Κι αλλού τόνιζε: «Η αποστολή του εφημερίου και γενικώς του κληρικού είναι πολλαπλή, και πολυσχιδής πρέπει να είναι και η δράσις του».
Έδειξε, γι’ αυτό το λόγο, ιδιαίτερη φροντίδα για την Ιερατική Σχολή που την ονόμαζε «παλλάδιον των ελπίδων και των προσδοκιών της Εκκλησίας» (1955). Επέβλεπε, διακριτικά, το πρόγραμμα σπουδών, βοηθώντας με κάθε τρόπο, πνευματικά και υλικά, τόσο τη Σχολή, όσο και τους σπουδαστές. Το 1968, πρόσθεσε στον υπάρχοντα μέχρι τότε κατώτερο, τριετή, κύκλο σπουδών, διετή, ανώτερο κύκλο. Κι ακόμα,το 1973 κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο Θεολογικής Σχολής που θα εντασσόταν ως η πρώτη Σχολή στο υπό ίδρυση πανεπιστήμιο Κύπρου, αν δε μεσολαβούσε το Πραξικόπημα και η Τουρκική εισβολή.
Παράλληλα, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ενεθάρρυνε την είσοδο στον κλήρο πτυχιούχων Θεολόγων, κι έστελλε πολλούς, με υποτροφίες, στις διάφορες Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές. Δεν είχε, βέβαια, ψευδαισθήσεις ότι μόνη η θεολογική, ή άλλη μόρφωση, θα έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Μορφωμένος διά πολλών γνώσεων άνθρωπος, αλλά στερούμενος ήθους και χαρακτήρος, είναι μάλλον αίτιος βλάβης, ή, ωφελείας. Ο αναλαμβάνων το υψηλόν υπούργημα της ιερωσύνης δεν θα ωφελήση μόνον διά της διδασκαλίας αλλά προπαντός διά του παραδείγματος».(1961).»