Μια προσευχή γραμμένη για ηλικιωμένους από τον Γέροντα Ευσέβιο Βίττη.
<<Κύριε, το ξέρεις πως μπήκα ήδη στα γηρατειά. Βοήθησέ με να συνειδητοποιώ όλο και βαθύτερα αυτήν την πραγματικότητα, ώστε να μη γίνoμαι τυραννικός ή βαρετός ή επαχθής ή ασυμπαθής και σιχαμερός στους γύρω μου και ιδιαίτερα στους τυχόν συνεργάτες μου. Απάλλαξέ με από το να επιμένω στις παλαιωμένες ιδέες μου με πείσμα γεροντικό.
Δεν σου ζητώ να βελτίωσης την κρίση ή τη μνήμη μου. Μου έδωσες τα ανεκτίμητα αυτά δώρα σ’ ένα βαθμό στη γόνιμη ηλικία μου. Σε ευχαριστώ για το πολύτιμο αυτό δώρο της αγαθοσύνης Σου. Τώρα πια καθώς υποβαθμίζεται η όλη μου βιολογική, ψυχολογική και πνευματική ύπαρξη, συνακολουθεί νομοτελώς και της κρίσης και της μνήμης μου η υποβάθμιση. Συχνά αυτή η κατάσταση με μειώνει, με λυπεί, με ταπεινώνει αφάνταστα και όχι σπάνια με εξευτελίζει στα ίδια μου τα μάτια αναγκάζοντάς με να ζητώ ολοένα συγγνώμη για τις μικρές ή τις μεγάλες γκάφες μου.
Δεν κατανοώ βέβαια πλήρως αυτήν την αλλοίωση. Όμως Εσύ, Κύριε, ξέρεις πόσο και η σμίκρυνση και συρρίκνωση μου και στο σημείο αυτό μου χρειάζεται. Την αποδέχομαι ταπεινά, γιατί Εσύ ξέρεις. Και αφού Εσύ ξέρεις, δεν χρειάζεται να ξέρω εγώ το βαθύτερο γιατί. Άλλωστε δεν μπορώ να την κατανοήσω. Γιατί λοιπόν να θλίβομαι και να πονώ και γι’ αυτό; Δεν πρέπει να αποδέχομαι ταπεινά τη φθαρτότητα της φύσης μου; Και δεν πρέπει να υποτάσσομαι κι εγώ ταπεινά στην τάξη, που Εσύ με τόση αγαθότητα για τα πλάσματά Σου, επομένως και για μένα, καθόρισες;
[irp posts=”326695″ name=”Προσευχή Αγίου Παϊσίου για τον πειρασμό”]
Σφράγισε με απαραβίαστη σφραγίδα τα φλύαρα χείλη μου για να μην καταπονώ τους άλλους με βαρετές, ανούσιες και χωρίς κανένα ενδιαφέρον ή νόημα πια χιλιοειπωμένες διηγήσεις παρωχημένων γεγονότων κάποιων μακρινών και λησμονημένων χρόνων μιας ασήμαντης εποχής. Παράλληλα όμως απάλυνε τις αντιδράσεις και τις κρίσεις μου για την κρίση και τη μνήμη των άλλων. Και μην επιτρέψεις ποτέ να νιώσω νυγμούς ζήλειας για τη φρεσκάδα της μνήμης και τη δύναμη της κρίσης των άλλων.
Κάνε, αντίθετα, να χαίρομαι γι’ αυτό και να Σε ευχαριστώ ολόψυχα για τα άνθη της νεότητος, όταν τυχαίνει να βρίσκομαι ανάμεσά τους και να οσφραίνομαι το άρωμά τους. Δίδαξέ με τη σημασία των λόγων του Αποστόλου Σου: «Ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» (Β’ Κορ. δ’ 16). Και να αγωνίζομαι να ζω αυτήν την πραγματικότητα. Τέλος στήριξε τα παραπαίοντα και ασταθή βήματά μου με τον «βραχίονά Σου τον υψηλόν», ώστε να μην κυλιέμαι πια στη γη και να φρονώ τα «γεώδη», αλλά αντίθετα να έχω στραμμένα τα βλέμματά μου στον ουρανό και να φρονώ τα ουράνια, έως ότου αναπαυθώ στη στοργική Σου θεία αγκάλη. Κύριε μου, Κύριε, Σε ευχαριστώ. Αμήν.