Κοντά σ’ έναν Γέροντα έμενε ένας αδελφός, κάπως αμελής στούς κανόνες τής μοναχικής ζωής. Όταν ήρθε η ώρα ο αδελφός αυτός νά πεθάνει, δίπλα του κάθονταν μερικοί πατέρες.
Κάποια στιγμή ο Γέροντας, βλέποντας τόν νά φεύγει απ’ τόν κόσμο αυτόν μέ εύθυμη καί χαρούμενη διάθεση κι επειδή ήθελε νά οικοδομήσει τούς άλλους αδελφούς του λέει:
“Συγχώρα μέ, αδελφέ, όλοι γνωρίζουμε ότι στήν άσκηση δέν ήσουν πολύ επιμελής. Πώς λοιπόν μέ τόση προθυμία φεύγεις τώρα γιά τήν άλλη ζωή;”
[irp posts=”326321″ name=”Πού πήγε η ψυχή του φιλάνθρωπου πλουσίου που όμως ήταν μοιχός;”]
Ο αδελφός απάντησε: “Έτσι είναι, πάτερ, τήν αλήθεια είπες. Όμως ξέρω ότι από τή στιγμή πού έγινα μοναχός δέν έκρινα κανέναν άνθρωπο. Άν συνέβη καμιά φορά μέ κάποιον κάτι, αμέσως τήν ίδια μέρα συμφιλιώθηκα μαζί του. Καί τώρα θέλω νά πώ στόν Θεό: Κύριε, Εσύ είπες “μήν κρίνετε καί δέν θά κριθείτε” (Ματθ.7,1) καί “νά συγχωρείτε τούς άλλους καί θά σάς συγχωρεθούν τά δικά σας αμαρτήματα” (Ματθ.6,15).
Τού λέει ο Γέροντας: “Ειρήνη νά έχεις, παιδί μου, γιατί σώθηκες καί δίχως κόπο μάλιστα”.
Από το Μέγα Γεροντικὸ Α’ σέλ. 343