Και δεύτερη Γνωμοδότηση για τα Θρησκευτικά, μετά από αυτή του κ. Απόστολου Βλάχου, αυτή τη φορά του κ. Γ. Κρίππα ο οποίος, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την επιχειρηματολογία του κ. Απ. Βλάχου, υποστηρίζει εμφαντικά ότι οι Θεολόγοι καθηγητές που εφαρμόζουν στο σχολείο τα νέα Προγράμματα Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών, διαπράττουν ποινικό αδίκημα (αξιόποινη πράξη).
Γνωμοδοτήσεις που μπορούν να επικαλούνται οι Θεολόγοι καθηγητές σε όσους τους αντιτείνουν ή τους εκφοβίζουν ότι είναι παράνομοι αν δεν εφαρμόζουν τα νέα Προγράμματα Σπουδών του κ. Φίλη και του ΚΑΙΡΟΥ.
***
Ποια επιχειρήματα μπορούν να προβληθούν δικαιολογούντα
την άρνηση των Θεολόγων Καθηγητών να εφαρμόσουν
το καινούργιο Πρόγραμμα Σπουδών
του μαθήματος των Θρησκευτικών
Αθήνα 12 Οκτωβρίου 2016
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Μου ετέθησαν από την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων(ΠΕΘ), τα κάτωθι ερωτήματα και εζητήθη η επ’ αυτών επιστημονική μου άποψη:
1) Η νέα ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών η εισαγομένη εις τα σχολεία δια της υπ’ αριθ. 143575/Δ2/2016 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας είναι σύμφωνη προς τον νομό και προς το Σύνταγμα;
2) Εν αρνητική δε περιπτώσει (εάν δηλ, είναι αντίθετη προς τον νόμο και προς το Σύνταγμα) οι καθηγηταί Θεολόγοι που καλούνται, να την διδάξουν, δικαιούνται (ή υποχρεούνται) να αρνηθούν την εφαρμογή της και αν ναι, εις ποίες διατάξεις θα στηριχθούν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ
Η διά της ως άνω υπουργικής αποφάσεως εισαγομένη νέα ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι αντίθετη και προς τον νόμο και προς το Σύνταγμα κυρίως δια τους κάτωθι λόγους:
α) Ως ομολογείται ρητώς υπό της υπηρεσίας που συνέταξε και προώθησε την εν λόγω ύλη (ΙΕΠ = Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής), δια της νέας τοιαύτης ύλης επιδιώκεται, ο μαθητής όχι να διδαχθεί αμιγώς θρησκευτικά, αλλά επί πλέον να «προβληματισθεί», να μην είναι «χειραγωγημένος» και γενικώς να ωθηθεί εις το να μεταβάλει (ενδεχομένως) θρησκεία. Δια της πολιτικής όμως αυτής είναι αυτονόητον, ότι διενεργείται αξιόποινος προσηλυτισμός, ο οποίος απαγορεύεται και τιμωρείται ποινικώς από τον νόμο 1363/38 (άρθρα 4 και 5 ως ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως) και επίσης απαγορεύεται από το άρθρον 13 § 2 του Συντάγματος (λεπτομερώς και αναλυτικώς περί τούτου βλέπε Κρίππα, Κατά πόσον το νέο πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών συνιστά αξιόποινο πράξη, περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 2014 σελ. 679 επ.) Τα δεδομένα αυτά εγνωστοποιήθησαν εις το ως άνω ΙΕΠ και δι’ εξωδίκου δηλώσεως επιδοθείσης εις αυτό νομίμως και εγκύρως την 8ην Ιουλίου 2014.
β) Ως προς το ποία πρέπει, να είναι η ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών, ορίζεται από το άρθρον 16 § 2 του Συντάγματος και από το εις εκτέλεση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως εκδοθέν άρθρον 1 του Ν. 1566/1985. Ήτοι η ύλη της Ορθοδόξου Χριστιανικής θρησκείας. Η τελευταία δε αυτή διάταξη εκδοθείσα εις εφαρμογήν συνταγματικής επιταγής δεν επιτρέπεται ούτε να καταργηθεί ούτε να τροποποιηθεί. Εάν δε καταργηθεί, θεωρείται ως ισχύουσα και μη καταργηθείσα ως δέχεται και η θεωρία (Κρίππα, Νομοθετικό κενό συνταγματικώς ανεπίτρεπτο και εντεύθεν υποχρεώσεις της κρατικής διοικήσεως, εις «Χαριστήριον Σύμμεικτα προς τιμήν Γεωργίου Παπαχατζή, 1989 σελ. 335 επ. ) και η ad hoc νομολογία (Εφετείο Αθηνών 10360/81 Αρχ. Νομ. 33 σελ. 4.55. Εφετείο Αθηνών 11650/80 Ελλ. Δικ 22 σελ. 444. Αρ. Πάγου 284/2004 Νομ. Βήμα 2005 σελ. 283 επ. Αρ. Πάγου 1731/2002 Νομ. Βήμα 2003 σελ. 1225 εκ. Συμβ. Επικρατείας 2056/2000 Διοικητική Δίκη 13 σελ 87).
Επομένως η νέα ύλη είναι και παράνομη και αντισυνταγματική και αξιόποινη, οπότε ανακύπτει κατ’ ανάγκην το εξής θέμα: Ο κρατικός λειτουργός που θα κληθεί, να εφαρμόσει την προαναφερομένη υπουργική απόφαση 143575/Δ2/2016, υποχρεούται, να την εφαρμόσει ή δικαιούται να αρνηθεί την εφαρμογήν της; Επί του εν λόγω ερωτήματος η άποψη μου είναι, ότι ο αρμόδιος κρατικός λειτουργός υποχρεούται, να αρνηθεί την εφαρμογήν της και τούτο δια τους εξής λόγους:
α) Κατ’ άρθρον 25 § 3 του Υπαλληλικού Κωδικός ο δημόσιος υπάλληλος υποχρεούται, να μην εκτελέσει εντολήν, η οποία τυγχάνει προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη και να αναφέρει το δεδομένο αυτό εις την υπηρεσίαν του.
Η παρούσα δε περίπτωση (της νέας ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών) είναι προδήλως όχι μόνον αντισυνταγματική και παράνομη αλλά και αξιόποινη (διενέργεια προσηλυτισμού). Το «προδήλως» προκύπτει, εκ του ότι η τοιαύτη εντολή αποτελεί προϊόν παρανόμου, αντισυνταγματικής και αξιοποίνου πράξεως όχι μόνον κατά την πεποίθηση του υπαλλήλου αλλά κατά την έγκυρη νομική θεωρία. Επομένως το θέμα αυτό λύεται κατ’ αρχήν εκ των εν λόγω δεδομένων. Εν συνεχεία όμως η ιδία ως άνω διάταξη (Υπαλληλικός Κώδιξ αρθρ. 25 § 3) αναφέρει, ότι εάν η υπηρεσία του υπαλλήλου που έλαβε την άρνηση του, να εφαρμόσει κάποια διαταγή λόγω του ότι ήταν προδήλως παράνομη ή αντισυνταγματική, επανέλθει και του δώσει δευτέραν εντολή επισημαίνοντας ότι δια την εκτέλεση της συντρέχουν λόγοι γενικότερου συμφέροντος, τότε οφείλει, να την εκτελέσει. Εδώ πρέπει, να παρατηρήσουμε όμως ότι η δεύτερη εντολή οφείλει, να εκτελεσθεί μόνον επί διαταγής προδήλως παρανόμου ή αντισυνταγματικής όχι όμως διαταγής «αξιοποίνου». Εις την περίπτωση μας όμως η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται επί διαταγής αξιοποίνου.
Και τούτο δια τρεις βασικούς λόγους:
1) Διότι θέμα αξιοποίνου διαταγής εις την ως άνω διάταξη του Υπαλλ. Κωδικός δεν αναφέρεται,
2) Διότι το άρθρον 37 § 2 του Κωδικός Ποινικής Δικονομίας επιβάλλει εις τον δημόσιο υπάλληλο να αναφέρει εις τον Εισαγγελέα πάσαν αξιόποινο πράξη, της οποίας έλαβε γνώσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άλλως η διάταξη αυτή θα αχρηστευόταν, εάν ο δημόσιος υπάλληλος υπεχρεούτο να διαπράττει αξιόποινες πράξεις και να μην τις καταγγέλλει)
και
3) Διότι το άρθρον 21 του Ποινικού Κωδικός τιμωρεί ποινικώς τον δημόσιο υπάλληλο δια πάσαν αξιόποινο πράξη και δεν τον απαλλάσσει, εάν ενήργησε εκτελών διαταγήν ανωτέρου του. Τον απαλλάσσει μόνον εάν ο νόμος δεν του επιτρέπει, να ελέγξει την νομιμότητα της διαταγής. Εις την περίπτωση μας (εκτέλεση της εντολής από τον υπάλληλο, διδασκαλία πολυθρησκευτικού μαθήματος των θρησκευτικών και άρα: διάπραξη υπ’ αυτού του εγκλήματος του προσηλυτισμού) κανένας νόμος δεν υπάρχει που να απαγορεύει εις τον υπάλληλο, να ελέγξει την νομιμότητα της εντολής (δηλ. της εφαρμογή της προαναφερομένης Υπουργικής αποφάσεως). Το δεδομένο αυτό (ποινική ευθύνη του δημοσίου υπαλλήλου εις πάσαν περίπτωση, έστω και εκτελούντος εντολήν ανωτέρου του) το αποδέχεται και η θεωρία (Βαβαρέτου-Καρρά, Ποινικός Κώδιξ, Ε’ έκδοση 1974 σελ. 97 και 99 επ. Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον Γενικόν Μέρος, Α’ Το Άδικον, 1969 σελ. 155, Παπαδάκη. Ποινική ευθύνη και ποινική προστασία των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Δήμων και Κοινοτήτων και των ν.π.δ.δ., 1961 σελ. 158. Τούση-Γεωργίου, Ποινικός Κώδιξ. Β’ εκδ. 1958 σελ. 53 επ., όπου αναφέρεται, ότι περιπτώσεις μη δυνατότητος ελέγχου της νομιμότητας της διαταγής του ανωτέρου υπάρχουν μόνον εις τους χώρους της στρατιωτικής και της αστυνομικής υπηρεσίας και κυρίως όπου υπάρχει περίπτωση χρήσεως όπλων). Π.χ. απαγόρευση ελέγχου της νομιμότητας μιας διαταγής προβλέπεται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (Ν. 2287/1995 άρθρα 55 επ.) και μόνον δια ορισμένα στρατιωτικά αδικήματα και όχι δια όλα (π.χ. παράβαση και εκβίαση στρατιωτικής εντολής, άρθρον 55 κ.ο.κ ) 3) Άλλωστε το άρθρον 21 του Ποινικού Κωδικός είναι ειδικόν έναντι του άρθρου 25 του Υπαλληλικού Κώδικος, καθώς και έναντι πάσης άλλης γενικού χαρακτήρος νομικής διατάξεως έναντι του άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικος, όπως είναι εκείνη του άρθρου 7 του νόμου 2525/1997 ο οποίος τροποποιεί το νόμο 1566/1985, οπότε (το άρθρο 21) υπερισχύει του τελευταίου βάσει του κανόνος, jus specialis derogate generalis.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Ο καθηγητής Θεολόγος εφ’ όσον θεωρεί, ότι η προαναφερομένη υπουργική απόφαση είναι προδήλως παράνομη και αντισυνταγματική οφείλει, να μην την εφαρμόσει αναφερών το δεδομένο αυτό εις την υπηρεσίαν του. Εάν δε βάσει του ιδίου άρθρου λάβει νέαν εντολή, να την εφαρμόσει τη επικλήσει λόγων γενικότερου συμφέροντος, υποχρεούται, επίσης να μην την εφαρμόσει, διότι η περί ης ο λόγος εντολή τυγχάνει αξιόποινη και η διάταξη αυτή του Υπαλληλικού Κωδικός εφαρμόζεται μόνον επί μη αξιοποίνων πράξεων και όχι επί αξιοποίνων και μάλιστα όταν η σχετική διάταξη του Ποινικού Κωδικός (άρθρον 21) ρητώς αναφέρει, ότι ο δημόσιος υπάλληλος τιμωρείται ποινικώς, ακόμη και αν εκτελεί εντολήν ανωτέρου του και δεν απαλλάσσεται εκ τούτου σε καμμία περίπτωση, πλην της περιπτώσεως, που αντίστοιχη διάταξη νόμου του απαγορεύει, να ελέγξει την νομιμότητα της διαταγής, ο λόγος ο οποίος δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθ’ όσον η προαναφερομένη διάταξη του Υπαλληλικού Κωδικός (άρθρον 25 § 3) όχι μόνον επιτρέπει, αλλά και επιβάλλει εις τον δημόσιο υπάλληλο, να ελέγχει την νομιμότητα των εντολών, που λαμβάνει.
Το αυτό ισχύει και όταν ζητείται από το δημόσιο υπάλληλο να εκτελέσει, με βάση το άρθρο 7 του νόμου 2525/1997, το αξιόποινο αδίκημα του προσηλυτισμού, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση και αυτό διότι ουδόλως του απαγορεύεται από τον νόμο αυτόν (2525/1997), να ελέγξει τη νομιμότητα ή όχι της εντολής που του δίδεται προς εκτέλεση.
Ο Γνωμοδοτών
Γεώργιος Ηλ. Κρίππας
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος τύπος» (από τη στήλη της ΠΕΘ), αρ. φύλλου 2137, 28 Οκτωβρίου 2016