Το ημερολόγιο γράφει Κυριακή 27 Απριλίου 1941. Οι γερμανικές δυνάμεις μπαίνουν στην Αθήνα υπό τον αντισυνταγματάρχη Φον Σέιμπεν.
Σε ένα καφενείο στους Αμπελόκηπους ο φρούραρχος Αθηνών, ο νομάρχης Αττικοβιωτίας και οι δήμαρχοι Αθηνών και Πειραιά δηλώνουν ότι η ελληνική πρωτεύουσα είναι μια ανοχύρωτη πόλη και ότι δεν έχει την πρόθεση να προβάλει αντίσταση.
Από τη συνάντηση απουσιάζει ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο ιεράρχης που ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης Τραπεζούντας με εθνικό και ιεραρχικό ρόλο στον Πόντο. «Οι Έλληνες ιεράρχες δεν παραδίδουν τας πόλεις εις τον εχθρόν, αλλά καθήκον των είναι να εργασθούν δια την απελευθέρωσιν αυτών», είναι το μήνυμα που στέλνει από την Αρχιεπισκοπή αρνούμενος να παραδώσει την Αθήνα στις δυνάμεις κατοχής.
Λίγο αργότερα θα αρνηθεί να τελέσει δοξολογία. Αυτό είναι το δεύτερο «όχι», δηλώνοντας ότι «η ώρα της Δοξολογίας θα είναι άλλη». Το τρίτο «όχι» του Αρχιεπισκόπου έρχεται όταν του ζητούν να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου.
Στις 2 Ιουλίου 1941 ο Χρύσανθος επαύθη από τον θρόνο του. Αποσύρεται στο σπίτι του στην Κυψέλη, στην οδό Σουμελά. Από εκεί θέτει σε λειτουργία αυτόν που θεωρείται ο πρώτος αντιστασιακός σταθμός της Κατοχής, τον «Ασύρματο του Δεσπότη».
Η ιστορία θα γράψει ότι στις 28 Σεπτεμβρίου 1949 εκοιμήθη ένας από τους πιο χαρισματικούς ιεράρχες της Εκκλησίας και μια από τις ηγετικές προσωπικότητες που ανέδειξε ο ελληνισμός.