“Κανένας δεν είναι ευχαριστημένος από τον χωρισμό μας με τους δυτικούς, αλλά επιζητούμε ένωση εν αληθεία και όχι ένωση αγάπης, απροϋπόθετη” αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή του το Γραφείο επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς αναφορικά με τη Σύνοδο της Κρήτης. Αναλυτικά:
Η «Σύνοδος» της Κρήτης συνεχίζει να αποτελεί την «αιχμή του δόρατος» και το «σημείο αντιλεγόμενο» σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο.
Από την μια μεριά οι θιασώτες της νέας εκκλησιολογίας, προσπαθούν, με νύχια και δόντια, να περισώσουν το κύρος της και να την παρουσιάσουν ως γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδο. Επιχειρούν θεολογικά άλματα, καταφεύγουν σε θεολογικούς ακροβατισμούς, διαστρέφουν χωρία από την αγία Γραφή και τους Πατέρες, προσπαθούν με χίλιες δυό επινοήσεις και σοφιστείες να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, για να παρουσιάσουν την αίρεση ως Εκκλησία. Από την άλλη μεριά όσοι εμμένουν στην γραμμή των Αγίων Πατέρων, αγωνίζονται να παραμείνει η αγία Ορθόδοξη Πίστη ανόθευτη και απαραχάρακτη. Να μη θυσιαστεί στο βωμό των οικουμενιστικών σκοπιμοτήτων και να μη γίνει «ουραγός» και «εξάρτημα» του εφιαλτικού πανθρησκειακού οράματος.
Αφορμή στην παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από άρθρο του Ομ. Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, κ. Παναγιώτη Μπούμη. Τίτλος του σχετικού άρθρου: «ΘΕΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ – ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ», το οποίο αναρτήθηκε στον ιστοχώρο «ΡΟΜΦΑΙΑ», στις 3.8.2016. Το ως άνω άρθρο, όπως θα διαπιστώσει στη συνέχεια ο αναγνώστης, όχι απλά είναι διαποτισμένο από την εκκοσμικευμένη ιδεολογία και «θεολογία», αλλά εκφράζει και θέσεις, οι οποίες, εάν εγίνοντο ποτέ δεκτές, αυτό θα εσήμαινε την πλήρη ανατροπή της Ορθοδοξίας μας. Πέραν αυτών ο λόγος του κ. Καθηγητού είναι σε ορισμένα σημεία αντιφατικός και ανακόλουθος. Προσπαθεί να παρουσιάσει ότι η Σύνοδος της Κρήτης έχει κάνει ορισμένα θετικά βήματα, ότι είχε κάποια ευνοϊκά αποτελέσματα.
Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί εύλογα ερωτήματα στον αναγνώστη, κατά πόσον αυτά τα «θετικά βήματα» μπορούν να θεωρηθούν όντως ως θετικά, η μάλλον το αντίθετο.
Κάνοντας λόγο για το πρώτο «θετικό βήμα», γράφει: «Είναι, νομίζουμε, ακόμη μία ένδειξη όσα συνέβησαν, ότι αν δεν συζητήσουμε και καταλήξουμε προηγουμένως, πως θα αντιμετωπίζουμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία Πανορθόδοξο Σύνοδο με την έννοια της Οικουμενικής και αλάθητης Συνόδου της Εκκλησίας». Όμως ο όρος «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» είναι αδόκιμος και εσφαλμένος, διότι ο Παπισμός δεν είναι Εκκλησία, αλλά αίρεση, όπως πολλές φορές αποδείξαμε σε δημοσιεύσεις μας. Επίσης το θέμα δεν είναι, τι εμείς θα συζητήσουμε και που εμείς θα καταλήξουμε και πως εμείς θα «αντιμετωπίσουμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», αλλά πως οι άγιοι Πατέρες αντιμετώπισαν και που κατέληξαν σχετικά με τον Παπισμό.
Ο Παπισμός δεν είναι μια αίρεση που εμφανίστηκε μόλις χθες. Έχει μια ιστορία δέκα αιώνων και έχει καταδικαστεί ως αίρεση από πολλές Συνόδους Οικουμενικές και Τοπικές. Το θέμα του Παπισμού είναι λελυμένο. Το έλυσαν οι άγιοι Πατέρες άπαξ δια παντός. Μπορούμε εμείς να διαγράψουμε την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση και τις αποφάσεις των αγίων Πατέρων μας και να αντιμετωπίσουμε διαφορετικά από ότι εκείνοι τον Παπισμό; Μπορούμε να παύσουμε να είμαστε «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι»;
Συνδέει επίσης ένα ανύπαρκτο πρόβλημα [«πως θα αντιμετωπίσουμε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία»], με την συγκρότηση «Οικουμενικής και αλάθητης Συνόδου της Εκκλησίας». Βλέπει αδύνατη την συγκρότηση Οικουμενικής Συνόδου χωρίς την επίλυση αυτού του ανύπαρκτου προβλήματος. Είναι ολοφάνερο ότι ο όλος προβληματισμός αποτελεί στην ουσία ένα ψευτοδίλημμα, βρίσκεται σε λάθος βάση. Οι άγιοι Πατέρες ποτέ δεν είχαν τέτοιου είδους προβληματισμούς. Η αποκοπή των αιρετικών από την Εκκλησία δεν αποτελούσε γι’ αυτούς εμπόδιο για να συγκροτήσουν Οικουμενικές Συνόδους, χωρίς βέβαια την συμμετοχή αυτών.
Και καταλήγει: «Πάντως το αποτέλεσμα και το συμπέρασμα είναι ότι δεν είναι Οικουμενική για τον άλφα η βήτα λόγο. Άρα δεν αντιπροσωπεύει όλη την Εκκλησία». Το ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης δεν ήταν Οικουμενική ενώ ξεκίνησε με τις προδιαγραφές της Οικουμενικής και τελικά έχασε τον πανορθόδοξο χαρακτήρα της με την απουσία τεσσάρων Εκκλησιών, το γεγονός αυτό είναι θετικό βήμα, η αρνητικό;
Παρά κάτω προχωρεί στο δεύτερο «θετικό βήμα», που αφορά την άρση των αναθεμάτων. Γράφει: «Ένα άλλο φαινόμενο, θετικό αποτέλεσμα – βήμα, αποδεικνύεται και το γεγονός ότι η Σύνοδος αυτή ‘αγνόησε’ ένα πολύ μεγάλο και ιστορικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα μεταξύ των δύο μεγάλων Εκκλησιών, Ανατολής και Δύσεως, την 7η Δεκεμβρίου του 1965». Το να αγνοήσει η «Σύνοδος» της Κρήτης το γεγονός της άρσεως των αναθεμάτων, το οποίο διατυμπανίστηκε ως μέγα ιστορικό γεγονός, ενώ κατ’ ουσίαν πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν θλιβερό γεγονός, που δημιούργησε σχίσματα στην Εκκλησία, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως θετικό βήμα της «Συνόδου», η αρνητικό; Δεν θα έπρεπε η «Σύνοδος» να πάρει θέση απέναντι σ’ αυτό και να ακυρώσει την κακώς γενομένη άρση των αναθεμάτων, που οι Ρωμαιοκαθολικοί θεωρούν ως άρση της «ακοινωνησίας», αφού μάλιστα έγινε μονομερώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο χωρίς Πανορθόδοξη απόφαση; Τα κενά και οι παραλείψεις της «Συνόδου» της Κρήτης αποτελούν θετικά βήματα, η αρνητικά;
Ακολούθως, στις επόμενες ενότητες Γ΄, Δ΄ και Ε΄ επανέρχεται στο θέμα της άρσεως των αναθεμάτων. Και ενώ προηγουμένως ετόνισε ότι «η γενόμενη Πράξη της άρσεως σιωπηλώς έχει αναγνωριστεί και από την Ορθόδοξη Εκκλησία», και ότι αυτό αποτελεί θετικό βήμα της «Συνόδου», στη συνέχεια προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη, ότι είναι αναγκαία η επικύρωση της γενομένης το 1965 άρσεως των αναθεμάτων με πανορθόδοξη συνοδική απόφαση: «Και πως θα τους ονομάσουμε Εκκλησία, εφ’ όσον δεν αίρονται πρώτα οι αναθεματισμοί; …
Αν οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες είναι αναθεματισμένοι ―όσοι είναι― και αποκομμένοι π.χ. από την Ορθόδοξη Εκκλησία, πως θα τους πούμε η θα τους πείσουμε ότι βρίσκονται (στην) Εκκλησία και όχι (στην) αίρεση;». Πέρα από την προφανή αντίφαση και ανακολουθία στους συλλογισμούς του, ο όλος προβληματισμός του συντάκτου βρίσκεται σε λάθος βάση. Για να αρθούν οι αναθεματισμοί πρέπει να αρθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβολή τους. Να αρθούν δηλαδή όλες οι μέχρι σήμερα κακόδοξες διδασκαλίες του Παπισμού.
Εν όσω δεν αίρονται οι κακοδοξίες αυτές, ούτε τα αναθέματα μπορούν να αρθούν, ούτε να «τους ονομάσουμε Εκκλησία» μπορούμε. Οι ετερόδοξοι αιρετικοί δεν γίνονται Ορθόδοξοι μ’ ένα αυτόματο και μαγικό τρόπο, με το να άρουμε τα αναθέματα. Επίσης εκείνο που χρειάζεται να «πούμε» στους ετεροδόξους, είναι ότι βρίσκονται στην πλάνη και στην αίρεση, εκτός της Εκκλησίας και ότι έχουν ανάγκη μετανοίας και επιστροφής στην Ορθοδοξία. Απορεί κανείς πως ένας ομότιμος καθηγητής της Θεολογίας καταφεύγει σε τέτοιου είδους παιδαριώδη θεολογικά επιχειρήματα, που δεν έχουν καμιά θεολογική και δογματική βάση.
Παρά κάτω στην Δ΄ ενότητα γράφει σχετικά με το ίδιο θέμα: «Σ’ αυτά τα περί της άρσεως των αναθεμάτων, επικυρώσεως αυτών, επεκτάσεως και ολοκληρώσεως, καθώς και της κανονικής και αμοιβαίας υποχρεώσεως πραγματοποιήσεώς τους, νομίζω ότι υπάρχει και η συμφωνία γενικότερα του θεολογικού κόσμου». Είναι γνωστό σήμερα ότι η μεγάλη, η συντριπτική πλειοψηφία του θεολογικού κόσμου ακολουθεί δυστυχώς την παναίρεση του συγκρητιστικού διαχριστιανικού Οικουμενισμού. Οι καθηγητές των Θεολογικών μας Σχολών, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν αλωθεί από την αίρεση και συμπορεύονται μ’ αυτήν, είτε εκ πεποιθήσεως, είτε εξ αγνοίας, είτε για άλλους λόγους σκοπιμότητος. Ας μας απαντήσει ο κ. Μπούμης, ο οποίος εμφανίζεται θερμός υπέρμαχος της άρσεως των αναθεμάτων στο απλό ερώτημα:
Αν πρέπει να αρθούν τα αναθέματα χωρίς μετάνοια και επιστροφή των παπικών, τότε γιατί να μην αρθούν όλα τα αναθέματα που επέβαλε η Εκκλησία σε όλους τους μέχρι σήμερα εμφανισθέντας αιρετικούς δια μέσου των αιώνων; Αν πάλι πρέπει να αρθούν προϋπόθετα όλα τα αναθέματα από όλους τους αιρετικούς, τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι οι άγιοι Πατέρες που τα επέβαλαν, κακώς τα επέβαλαν και επλανήθησαν. Και όχι μόνο δεν πρέπει να τους τιμούμε ως αγίους και να τους εγκωμιάζουμε και να τους προβάλλουμε προς μίμηση, αλλά αντιθέτως να τους θεωρούμε ως «θύματα του αρχαικάκου όφεως».
Πάντως ας γνωρίζει ο κ. Μπούμης ότι εμείς, με την Χάρη του Θεού, δεν πρόκειται να ακολουθήσουμε την πλειονότητα του θεολογικού κόσμου, που τρέχει ακάθεκτη στον όλεθρο της αιρέσεως αλλά τους αγίους Πατέρες μας.
Εν συνεχεία, στην Ε΄ ενότητα γράφει: «Και σήμερα κατόπιν των ανωτέρω νομίζουμε, λοιπόν, ότι πρέπει να προηγηθεί, να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί η αναζήτηση και ο διάλογος μεταξύ των χριστιανών πάνω στα σχετικά με τα αναθέματα θέματα και προβλήματα για μια κανονική άρση και λύση αυτών». Και παραθέτει στη συνέχεια δύο θέματα, το Filioque και το πρωτείο του Πάπα, που πρέπει να λυθούν μέσω του διαλόγου, τα οποία είναι «σχετικά με τα αναθέματα θέματα» και των οποίων ο διάλογος «πρέπει να προηγηθεί, να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί», έτσι ώστε να φθάσουμε σε «μια κανονική άρση και λύση αυτών [των αναθεμάτων]».
Εδώ έχουμε νέα αντίφαση και τρικυμία λογισμών. Αφού τα δύο θέματα, (Filioque και πρωτείο), δεν έχουν ακόμη λυθεί και χρειάζεται περαιτέρω διάλογος για να λυθούν, ώστε να φθάσουμε σε «μια κανονική άρση και λύση αυτών», τότε αυτό σημαίνει ότι η «άρση και λύση αυτών» που έγινε το 1965 επί Πατριάρχου Αθηναγόρου, δεν ήταν «κανονική». Αν λοιπόν ο Αθηναγόρας ενήργησε αντικανονικά και παράνομα, πως δικαιολογείται να εγκωμιάζει την πράξη του αυτή ως «ένα πολύ μεγάλο και ιστορικό γεγονός»;
Παρά κάτω προσπαθεί να παρουσιάσει το θέμα του Filioque ως θέμα που οφείλεται σε μεταφραστικά λάθη και λεκτικές παρανοήσεις και ότι αν ακολουθήσουμε τους κανόνες της γραμματικής, λύνεται το θέμα. Ωστόσο εδώ δεν πρόκειται για ένα θέμα κακής αποδόσεως στην λατινική μετάφραση του ελληνικού κειμένου με λατινικές λέξεις, που δεν αποδίδουν επακριβώς το ελληνικό κείμενο. Ο κ. καθηγητής, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, ελαχιστοποιεί και υποβιβάζει μια κακόδοξη και αιρετική θεωρία, που συντάραξε Ανατολή και Δύση επί χίλια και πλέον έτη, στο επίπεδο μη ορθής αποδόσεως λατινικών όρων και λέξεων.
Το ζήτημα της κακοδοξίας αυτής δεν είναι δυνατόν να το αξιολογήσει κανείς ορθά, αν το θεωρήσει απλώς ως πρόβλημα όρων και λέξεων, αλλά μόνον όταν το θεωρήσει στις ιστορικοδογματικές του διαστάσεις, που είναι και οι πραγματικές του διαστάσεις. Γύρω από το θέμα αυτό έχουμε ασχοληθεί παλαιότερα με σχετικό άρθρο μας (26.5.2014) με τίτλο: «Η αίρεση του Filioque είναι λεκτική και νοηματική παρανόηση, η κακόδοξη προσθήκη των Παπικών;» και παραπέμπουμε εκεί τον αναγνώστη για περισσότερα στοιχεία. Εδώ απλώς υπενθυμίζουμε τα εξής: Ο Κάρολος ο Μέγας συγκάλεσε Σύνοδο το 809 εν Ακυϊσγράνω (Άαχεν), στην οποία το Filioque εκηρύχθη ως επίσημο δόγμα πίστεως.
Συνήντησε όμως την σθεναρή αντίσταση του τότε Ορθοδόξου Πάπα Λέοντος του Γ΄, o οποίος όχι μόνον απεκήρυξε συνοδικώς την γενομένη κακόδοξη προσθήκη, αλλά επί πλέον διέταξε να χαραχτεί το Σύμβολο της πίστεως ελληνιστί και λατινιστί πάνω σε δύο αργυρές πλάκες χωρίς το Filioque σε κεντρική θέση του ναού του αγίου Πέτρου. Είναι αστείο να υποθέσωμε, ότι μετά από μια τόσο μεγάλη θεολογική διαμάχη περί το Filioque μεταξύ Φράγκων και Λατίνων, ο Πάπας Λέων ο Γ΄ δεν απέδωσε με πιστότητα και ακρίβεια την μετάφραση του ελληνικού κειμένου στα λατινικά, έτσι ώστε να γίνει κατανοητή από όλους η δογματική πλάνη των Φράγκων!
Και αν ακόμη χρησιμοποίησε το ρήμα procedere στη μετάφραση, οπωσδήποτε θα κατέστησε σαφές, ότι το ρήμα αυτό δεν έχει την σημασία του προϊέναι, αλλά του εκπορεύεσθαι – πηγάζειν. Την ορθή μετάφραση στα λατινικά του ελληνικού κειμένου του Λέοντος Γ΄επιδοκιμάζων και ο Μέγας Φώτιος, (ο οποίος, ας σημειωθεί, εγνώριζε άριστα τα λατινικά, ως καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κων/πόλεως), εγκωμιάζει τον Λέοντα τον Γ΄ σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Ακυηλίας:
«Ο μεταγενέστερος Λέων, ο την πίστιν ώσπερ την κλήσιν εφάμιλλος, ούτος δη, ούτος ο της ευσεβείας θερμός ζηλωτής, ως κατά μηδένα τρόπον μηδαμώς παραχαράττοιτο βαρβάρω γλώσση το άχραντον ημών της ευσεβείας μάθημα, ελληνίδι φωνή, ώσπερ δη και κατ’ αρχάς είρηται, τοις εν τη Δύσει δι’ αυτού δοξολογείν και θεολογείν την Αγίαν Τριάδα παραδέδωκε…».
Βλέπει επίσης πολύ απλή και τη λύση στο θέμα του Πρωτείου και του αλαθήτου. Γράφει: «Εφ’ όσον δηλαδή αντικατασταθεί το ex Cathedra με το a Cathedra λύνεται και το μεγάλο διαιρετικό πρόβλημα της σχέσεως Συνοδικότητας της Εκκλησίας και Πρωτείου εξουσίας και αλαθήτου του Πάπα, η μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και λοιπού χριστιανικού κόσμου. Εφ’ όσον, λοιπόν, γίνει δεκτό ότι δεν έχει ο Πάπας αλάθητο ex (= εκ μέρους του, αφ’ εαυτού, αμέσως) εκ της καθέδρας του, αλλά έχει έμμεσο αλάθητο a (ab) εξαγγέλλοντας ως εκπρόσωπος της Συνόδου, τι η Σύνοδος αποφάσισε, δεν θα έχει αιτιολογία η διαίρεση της χριστιανοσύνης». Κατ’ αρχήν τα δύο κακόδοξα δόγματα, Πρωτείο και Αλάθητο, αν και είναι στενά συνυφασμένα, ωστόσο δεν ταυτίζονται μεταξύ τους.
Η λύση που προτείνει ο κ. καθηγητής με την αντικατάσταση της προθέσεως ex με την πρόθεση a (ab) δεν αφορά το Πρωτείο αλλά το Αλάθητο. Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι με τον τρόπο αυτό λύνεται το θέμα του Αλαθήτου, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως λύνεται και το θέμα του Πρωτείου. Αλλά και αν ακόμη λυθεί και το θέμα του Πρωτείου, (με βάση, εννοείται, την ορθόδοξη παράδοση), παραμένουν οι πολλές άλλες κακοδοξίες του Παπισμού, που πρέπει και εκείνες να λυθούν με βάση την ορθόδοξη παράδοση. Επομένως είναι λανθασμένη η αντίληψη, που εκφράζεται, ότι αν λυθεί το θέμα του Πρωτείου και του αλαθήτου «δεν θα έχει αιτιολογία η διαίρεση της χριστιανοσύνης».
Γύρω από το μεγάλο θέμα του πρωτείου παραπέμπουμε τον αναγνώστη σε παλαιότερη μελέτη μας, (Νοέμβριος 2012), με τίτλο «Ιστορικοδογματική και Κανονική προσέγγιση στο άρθρο του ελλογιμοτάτου καθηγητού του πανεπιστημιού του Graz κ. Γρηγ. Λαρεντζάκη ‘Το παπικό πρωτείο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας’».
Περαίνοντας εκφράζουμε τη λύπη μας, διότι διαπιστώνουμε ότι η λεγομένη ακαδημαϊκή θεολογία έχει γίνει το πολύτιμο εργαλείο για την άλωση της Ορθοδόξου Πίστεώς μας. Η εκτίμησή μας προς τον Καθηγητή κ. Π. Μπούμη είναι δεδομένη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να σιωπούμε σε τέτοιου είδους δημοσιεύματα, ντυμένα με το κύρος του ακαδημαϊσμού, τα οποία διαμορφώνουν συνειδήσεις και αμβλύνουν επικίνδυνα τα ορθόδοξα αισθητήρια του εκκλησιαστικού πληρώματος. Κανένας δεν είναι ευχαριστημένος από τον χωρισμό μας με τους δυτικούς, αλλά επιζητούμε ένωση εν αληθεία και όχι ένωση αγάπης, απροϋπόθετη! Ας μην ενθουσιάζονται, όμως, οι θιασώτες της απροϋπόθετης ένωσης με τους αιρετικούς, διότι η εκκλησιαστική μας ιστορία έχει να μας επιδείξει πολλές από αυτές, οι οποίες κατέληξαν σε τραγική αποτυχία! Το ίδιο τραγική θα είναι και η οποιαδήποτε σύγχρονη απροϋπόθετη ένωση!