Το έργο της Εκκλησίας στο πέρασμα των αιώνων υπενθυμίζει με λόγο συγκινητικό στον υπουργό Παιδείας, Νίκο Φίλη, ο Μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος που σε επιστολή του τονίζει πως στις δύσκολες στιγμές που βιώνει η χώρα απαιτείται ομόνοια.
Η επιστολή του Σεβασμιωτάτου αναφέρει:
Προς
Τον Αξιότιμον Υπουργόν Παιδείας,
Έρευνας και Θρησκευμάτων
κ. Νικόλαον Φίλην
Εις Αθήνας
Kύριε Υπουργέ,
Χαίρε εν Κυρίω πάντοτε.
Μετά την επιστολή μου προς τον κ. Πρωθυπουργό, σχετικά με τα θέματα που μας απασχολούν, είπα να μη γράψω κάτι άλλο. Όμως με συγκίνηση βαθειά, ανέλαβα και υποσχέθηκα σε πρόσωπα τρανά, μεγάλα, μέγιστα, ιερά να σού μεταφέρω παραγγελιά ιερή, γεμάτη οδύνη ψυχής, όμως με πολλή αγάπη.
Χθες, Υπουργέ μου, πήγα στην Τρίπολη και πέρασα από ένα τόπο ιερό για να γονατίσω ευλαβικά και να προσκυνήσω, γιατί θυμήθηκα ότι ήταν παραμονή ημέρας μεγάλης, ιστορικής, τρανής, αιματωμένης.
Ξημέρωνε 23 Σεπτεμβρίου. Γιορτή της απελευθερώσεως της Τριπολιτσάς από τους Τούρκους. Εκεί λοιπόν που προσκυνούσα και έκλεισα τα μάτια μου για να προσευχηθώ και να μακαρίσω όσους πέθαναν για τον Χριστό και την Πατρίδα και τα ονόματά τους είναι γραμμένα πάνω σε στήλη μαρμάρινη, ευγνωμοσύνης των Ελλήνων ανάθημα, τους άκουσα να μου μιλάνε. Μου λέγανε κάτι για σένα. Μου μιλάγανε από τα βάθη της φυλακής του σεραγιού του Πασά.
Είχανε πάει τα μαντάτα για όσα είπες για την Εκκλησία και την συμβολή της, ντε και καλά, «στην ηθική έκπτωση της κοινωνίας».
Μου λέγανε και κλαίγανε σαν τα μικρά παιδιά για την κατάντια μας. Ήταν, Υπουργέ μου, στα αλήθεια πολύ πονεμένοι για όσα είπες. Είχαν όμως μια παρηγοριά, μπας και δεν τα πιστεύεις όσα λες. Μήπως παρασύρθηκες και είπες κάτι παρά πάνω στο λόγο σου.
Μου μίλησαν αιμόφυρτοι, γυμνοί, σκελετωμένοι, οι γίγαντες της Πίστεως και της Πατρίδος, τα ιερά σφάγια της Εκκλησίας και της Ελευθερίας, οι μάρτυρες Αρχιερείς και λοιποί Κληρικοί, που από τον Μάρτιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1821, τους έτρωγαν τα σκουλήκια ζωντανούς για να μπορής εσύ, για να μπορώ εγώ και όλοι μας, να μιλάμε σήμερα Ελληνικά και να εκφραζόμαστε ελεύθερα, ακόμα και υβρίζοντάς τους, χωρίς να πληρώνομε κανένα τίμημα.. Εξ’ άλλου αυτό θα πη ελευθερία. Γι’ αυτό το μεγαλείο της λευτεριάς πέθαναν και αυτοί που σού στέλνουν το μήνυμα και τόσοι άλλοι.
Σήμερα 23 Σεπτεμβρίου επέτειο της απελευθερώσεως της Τριπολιτσάς, από τους Τούρκους, τους φρικτούς και βάναυσους τυράννους που οδήγησαν 400 χρόνια και πλέον μυριάδες προγόνους σου και προγόνους μου στις ειρκτές, στα ικριώματα, στα παλουκώματα και τις σφαγές, αυτοί οι μάρτυρές μου είπαν να σού πω ότι :
« Μετεφέρθησαν εις το κάτω μέρος του Σεραγιού, εις δεινοτάτην και φρικτοτάτην ειρκτήν των καταδίκων…Αυτή δε η ειρκτή περιωρισμένη εις εν δωμάτιον έκειτο υπό το Σεράγιον επί του εδάφους, αριστερώθεν του εισερχομένου διά της του Σεραγίου Πύλης και δέθηκαν όλοι στο φοβερό κούτσουρο, εις τας οπάς του οποίου εισήρχοντο οι πόδες των βασανιζομένων…Εισελθόντες εις ταύτην την φυλακήν συνέδεσαν διά μακράς αλύσεως τους Αρχιερείς και Προύχοντας την εσπέραν εκείνην…»
Τόσο στενά ήταν στοιβαγμένοι μέσα στο μικρό χώρο οι φυλακισμένοι, «ώστε ουδέ τους πόδας ηδύναντο να εκτείνωσιν, αλλά νυχθημερόν καθήμενοι διαλέγοντο, και ούτως εκοιμώντο απί πέντε ολοκλήρους μήνας, μη δυνάμενοι να ανακληθώσι…Αέναος ιδρώς έρρεε ποταμηδόν εκ των σωμάτων αυτών, εξ’ ου τα ενδύματα αυτών εσάπησαν…»
Tα ονόματά τους ήταν: Ο Τριπολιτσάς Δανιήλ, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Δημητσάνης Φιλόθεος, ο Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Κορίνθου Κύριλλος και ο Ωλένης Φιλάρετος, ο Παπαλέξης και ο Πρωτοσύγκελλος του Ανδρούσης, Χρύσανθος.
Μου είπαν να σού πω ότι είχαν και συμμάρτυρες που βεβαιώνουν την συμφορά, τα βάσανα, την πείνα, την δίψα, τη σήψη και τον θάνατο.
Ήταν οι Πρόκριτοι του Μορηά στο ίδιο φρικτό κελλί και υπογράφουν μαζί με τους Δεσποτάδες την παραγγελιά τους σε σένα τον Υπουργό της Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
Ήταν οι Προεστοί: Αναστάσιος Μαυρομιχάλης, γιός του Πετρόμπεη, Ιωάννης Τομαράς, Αντωνάκης Καραπατάς, Ιωάννης Βιλαέτης, Πανάγος Κυριακός, Αναγνώστης Κωστόπουλος, Ανδρέας Καλαμογδάρτης, Μήτρος Ροδόπουλος, Σωτηράκης Μελετόπουλος, Νικόλαος Γεωργακόπουλος και Θεόδωρος Δεληγιάννης.
Μου είπαν να σού πω και κάτι άλλο. Ότι τότε πέθαναν ενωμένοι Αρχιερείς και Πρόκριτοι, γιατί πίστευαν τα ίδια για τον Χριστό και την Ελλάδα. Ήταν όλοι δεμένοι στο κούτσουρο (έμπαιναν σε τρύπες τα πόδια τους) με μια αλυσίδα 100 οκάδες και με λαιμαργιές στο λαιμό σαν τα άλογα. Είχε μπεί η αλυσίδα μέχρι το κόκκαλο και σαπίζαμε αβοήθητοι.
Ένας, καθώς γύρισα να φύγω μπροστά από το μνημείο που είναι στημένο πάνω από το τόπο του μαρτυρίου τους, μου φώναξε: «Στάσου μη βιάζεσαι, έχω κάτι ξεχωριστό να σού πω. Πες στον Υπουργό, ότι μόνο δυό Δεσποτάδες, ζήσαμε και βγήκαμε μισοπεθαμένοι… Μας πήρε ο Κολοκοτρώνης στο ώμο κλαίγοντας και μας ξάπλωσε κατά γης. Τον είδα τον Θοδωρή που έκλαιγε, εφίλησε στο μέτωπο τον Δεσπότη της Τριπολιτσάς, τον Δανιήλ, που ήταν πρώτος ξάδελφος του Γρηγορίου του Ε’ και του είπε. ‘’Δεν στο’ λεγα Δεσπότη μου, ότι θα περπατήσουμε μαζί στη λεύτερη Πατρίδα;’’»
-«Ποιος είσαι εσύ που μου μιλάς;», τον ρώτησα.
«Να πης στον Υπουργό ότι με λένε Ιωσήφ, είμαι ο Δεσπότης της Ανδρούσης. Να του πης ότι εκεί που κάθεται τώρα, σ’ αυτή τη θέση, κάθησε για πρώτη φορά ένας ταπεινός Δεσπότης. Ήμουν εγώ ο Ιωσήφ. Έτσι θέλησε η Πατρίς, να είμαι ο πρώτος μινίστρος (Υπουργός) της Θρησκείας και της Παιδείας της ελεύθερης Ελλάδος…»
Έκλαψα και φίλησα τα άγια χώματα που κλείνουν στα σπλάχνα τους αυτούς τους γιγαντόψυχους Κληρικούς, τους αντιστασιακούς και ανυποχώρητους, τους Εθνεγέρτες και τους υποσχέθηκα ότι θα σού πω την παραγγελιά τους σήμερα κιόλας, 23 Σεπτεμβρίου, που γιορτάζομαι την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, που είναι και δική μου Πατρίδα, από τους Τούρκους.
Και ξέρεις Υπουργέ μου, θυμήθηκα ότι πριν από λίγες ημέρες συναντηθήκαμε και μιλήσαμε, πολιτισμένα, είπαμε πολλά…
Θέλω τώρα με αγάπη πολλή να σού πω κάτι ακόμα.
Αν θέλωμε να δούμε αυτό τον τόπο ελεύθερο και αναστημένο, με κομμένες τις αλυσίδες των μνημονίων και της όποιας άλλης σκλαβιάς, πρέπει Αρχιερείς και Πρόκριτοι και Λαός να μιλάμε την ίδια γλώσσα που μίλαγαν και κείνοι που με παρακαλέσανε να σού μεταφέρω την γνώμη τους. Και αν χρειασθή, Υπουργέ μου, μακάρι να γίνη, να λυτρωθούμε μέσα από ένα τέτοιο θάνατο-ανάσταση, κι αν χρειασθή να πεθάνωμε όλοι μαζί Αρχιερείς και Πρόκριτοι, όπως εκείνοι γι’ αυτό τον τόπο, για κείνους, για μας, μα πλιότερο για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, ας το κάνομε με χαρά.
Θυμάσαι, Υπουργέ μου, τι λέγει ο Παλαμάς.
«Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν πέρασαν, θα’ ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Είπα να πάω και πιο πάνω όπου είναι ένα Μνημείο για τους Δεσποτάδες και τους Παπάδες της Μικρασίας, τότε θυμάσαι το 1922, που σφάξανε,…σφάξανε οι Τούρκοι, Κλήρο και Λαό, σαν τα αρνιά. Στην άλλη μεριά, σ’ αυτό το Μνημείο είναι γραμμένα ονόματα παπαδικά από το ’40 και πιο μετά. Αλλά είναι αργά είπα. Θα μου πούνε και κείνοι τίποτα για τον Υπουργό και πως να τα πω όλα, αφού πρέπει να του αφήσω λίγο χρόνο να μελετήση το βιβλίο που γράφει για τις θυσίες των Κληρικών στην αντίσταση, το οποίο του έστειλε ο Μακαριώτατος.
Πριν φύγω από την Τρίπολη, έκαμα το χρέος μου να ανάψω ένα κερί στον Άγιο Παύλο, μια Εκκλησιά εκεί κοντά στο Μνημείο των Αρχιερέων και Προκρίτων, όχι στον Απόστολο Παύλο, τον άλλο κ. Υπουργέ, ένα καλόγερο που όταν ήτο ακόμα παιδί, εξώμοσε, έγινε δηλ. Μουσουλμάνος (αχ είπα, άγιε μου, βάλε το χέρι σου, τα παιδιά μας σήμερα μη πάθουνε τα ίδια, κατά πως πάμε) και μετάνοιωσε και έγινε Μοναχός και τον αποκεφάλισαν οι Τούρκοι στη μέση της πόλης. Καλόγερος- «επικίνδυνος» ήτο για κείνα τα χρόνια, όπως είναι «επικίνδυνοι» οι παπάδες και οι καλόγεροι σήμερα και ευτυχώς, γιατί χωρίς αυτούς τους «επικίνδυνους», αυτός ο τόπος λευτεριά δεν βλέπει.
Άναψα και ένα κερί για σένα κ. Υπουργέ και προσευχήθηκα με δάκρυα, μάρτυς μου Κύριος ο Θεός, να έχης υγεία και φωτισμό ώστε να πράττης αγαθά από την θέση που βρίσκεσαι.
Με τιμή, αγάπη και ευχές εν Κυρίω
Ο Πατρών Χρυσόστομος