Ο προφήτης Ιωνάς είναι προστάτης των δυτών, της καταδυτικής και υπερβαρικής ιατρικής .
*************
Ο βίος του Προφήτη Ιωνά
Έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ., την εποχή του βασιλιά Ιεροβοάμ του Β’. Ο Θεός τον πρόσταξε να πάει στη Νινευή και να πείσει τους αμαρτωλούς κατοίκους της να μετανοήσουν. Ο Ιωνάς όμως δεν υπάκουσε. Μπήκε σ’ ένα καράβι κι αντί να πάει στη Νινευή, τράβηξε για την Θαρσίς. Τότε, από την οργή του Θεού, ξέσπασε τέτοια τρικυμία, που το πλοίο κινδύνευε να βουλιάξει. Ταραγμένοι, πλήρωμα κι επιβάτες, περίμεναν μοιρολατρικά το χαμό τους. Ο καπετάνιος, πάνω στην απελπισία του, πρότεινε να ρίξουν κλήρο για να δουν ποιος φταίει για το κακό που τους βρήκε. Κι ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά, που έτσι ομολόγησε το βαρύ παράπτωμά του απέναντι στο Θεό. Τον έριξαν λοιπόν στη θάλασσα, που αμέσως ηρέμησε και τον κατάπιε ένα τεράστιο κήτος.Το μεγάλο ψάρι εξέμεσε τον απρόθυμο να υπακούσει στον Θεό Ιωνά. (Γκουστάβ Ντορέ)
.
Τρεις μέρες έμεινε στην κοιλιά του κήτους και στο διάστημα αυτό προσευχόταν ακατάπαυστα στο Θεό, παρακαλώντας να τον συγχωρέσει. Την τρίτη μέρα το κήτος πλησίασε στη στεριά και τον έβγαλε από το στόμα του. Ο Ιωνάς ευχαρίστησε το Θεό που τον συγχώρεσε και πήγε κατόπι στη Νινευή, όπου κήρυξε στους κατοίκους τη μετάνοια και τους έσωσε.
Το συμβάν αυτό αποτελεί προεικόνιση της ταφής και της τριήμερης Ανάστασης του Χριστού.
(το κείμενο και οι εικόνες από τη wikipedia)
.
Η συγκλονιστική μετάνοια των Νινευϊτών
αποσπάσματα από το Λόγο του ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Ο καθένας τους παρότρυνε τόν πλησίον του σέ προσευχή καί δέηση καί ἐξομολόγηση, καί ἔγινε ἡ πόλη σάν ἕνα σῶμα· διότι ὁ καθένας τους πρόσεχε νά μήν ἁμαρτήσει κανείς ἀπ᾿ αὐτούς. Κανείς ἐκεῖ δέν προσευχήθηκε, γιά νά σωθεῖ μόνος, ἀλλά ὁ καθένας προσεύχονταν σάν ἕνα μέλος τοῦ σώματος γιά τή σωτηρία τους· διότι ὅλη ἡ πόλη, σάν ἕνας ἄνθρωπος, εἶχε κληθεῖ νά παραδοθεῖ στόν ἀφανισμό καί στήν καταστροφή. Παρακαλοῦσαν οἱ δίκαιοι γιά τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά σωθοῦν καί ἐκεῖνοι μαζί τους· ἐπίσης οἱ ἁμαρτωλοί κραύγαζαν στόν Θεό, νά ἀκούσει τή φωνή τῶν δικαίων.
Προσήλωσε γρήγορα τό νοῦ σου, ἀγαπητέ, καί κοίταξε πῶς ὅλοι συγχρόνως ζοῦσαν μέσα σέ βαρύ πένθος· διότι τό κλάμα τῶν βρεφῶν, πού ἦταν πολύ ἀξιολύπητο, ἔκανε ὅλη τήν πόλη νά κλαίει καί νά θρηνεῖ. Ἡ λυπητερή κραυγή τῶν γιῶν πού ἀνέβαινε μέ δάκρυα ἀνατάραζε τίς καρδιές καί τά σπλάχνα τῶν γονέων. Οἱ γέροι μαδώντας τά κατάλευκα μαλλιά τους μέ θρήνους, τά ἔριχναν στή γῆ· καί οἱ νέοι ἐπίσης βλέποντας τούς γέρους νά εἶναι μέσα σέ θρήνους, ἀφοῦ ὕψωσαν περισσότερο τή φωνή τους, φώναξαν κραυγάζοντας συγχρόνως λυπητερά, διότι ὅλοι μαζί σέ μιά στιγμή πέθαιναν, θάβοντας τούς ἄλλους καί θαβόμενοι καί αὐτοί μαζί τους. Τά παιδιά κρατοῦσαν τίς μητέρες τους, καί οἱ μητέρες τραβοῦσαν τά παιδιά τους ἀμοιβαῖα, γιά νά γλυτώσουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τό θάνατο. Τά βρέφη καί τά νήπια, ἀπό τή φοβερή ἐκείνη φωνή, χώθηκαν μέ κλάματα στίς ἀγκαλιές τῶν μητέρων τους.
.
Οταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τά εἶδε αὐτά, ἔδειξε τήν εὐσπλαχνία της καί ἔστειλε πάνω τους τή δροσιά τῆς ζωῆς καί τῆς εὐσπλαχνίας· διότι δέ θέλει τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡσότου νά ἐπιστρέψει αὐτός καί νά ζήσει· ἀλλά θέλει τή μετάνοια καί τή σωτηρία του, καθώς εἶναι πάντοτε φιλάνθρωπος καί ἀγαθός καί σπλαχνικός καί μακρόθυμος· ὁ Πατέρας μαζί μέ τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ανάμεσα λοιπόν στούς ὀργίλους ἐπικράτησε συμφιλίωση καί εἰρήνη· διότι οἱ γέροι ζοῦσαν εἰρηνικά, οἱ νέοι συμπεριφέρονταν μέ σωφροσύνη καί οἱ παρθένες φύλαγαν τήν ἁγνότητά τους· οἱ αὐθάδεις γίνονταν πράοι. Μιά ἦταν ἡ θέα ὅλων καί μιά ἡ παράταξη· καί ὁ βασιλιάς δηλαδή καί ὁ δοῦλος ἦταν ξυπόλυτοι. Ἴδιες λοιπόν ἦταν καί οἱ τροφές τῆς ταπείνωσης γιά τούς πλούσιους καί γιά τούς φτωχούς, καί ἕνα ἦταν τό ποτό, ἐξίσου γιά τούς κυρίους καί γιά τούς δούλους. Διότι ὅλοι ἔτρεχαν κάτω ἀπό τόν κοινό ζυγό τῆς μετάνοιας, γιά νά ἀπολαύσουν τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, καί ἐργάζονταν ὁμόγνωμα στήν κοινή ἐργασία, γιά νά πάρουν σάν ἀμοιβή ἀπό τόν Θεό καί τήν κοινή συγχώρηση.