Ένα άρθρο του Μητροπολίτη Κύκκου (Εκκλησία Κύπρου) κ. Νικηφόρου αποτέλεσε την αφορμή για την ανακοίνωση της Μητρόπολης Πειραιώς που επικρίνει τον Ιεράρχη για τις θέσεις που εκφράζει
Η ανακοίνωση αναφέρει:
Όσοι μελετούν τα λεχθέντα, πραχθέντα και αποφασισθέντα κατά την «Σύνοδο» που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνιο στην Κρήτη, διαπιστώνουν όλο και εναργέστερα, ότι ο πρωταρχικός στόχος της πλειονότητας των μελών της υπήρξε η με κάθε τρόπο και πάση θυσία προσπάθεια αποδοχής του όρου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους. Η επιδίωξη αυτή ήταν, θα λέγαμε, η καρδιά της «Συνόδου». Γι’ αυτό και πολεμήθηκε με πρωτοφανή λύσσα κάθε αντίθετη γνώμη, που ήταν σύμφωνη με την μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας μας. Μένουμε δε πραγματικά έκθαμβοι, βλέποντας τις απίστευτες μεθοδεύσεις και σοφιστείες, που επινοήθηκαν κατά την εν λόγω «Σύνοδο», προκειμένου να θεμελιωθεί «θεολογικά» ο κεντρικό αυτός στόχο της.
Μια τέτοια εισήγηση, πλήρως ευθυγραμμισμένη στο «πνεύμα» του συγκρητισμού, υπήρξε και αυτή του Σεβ. Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας (Κύπρου) κ. Νικηφόρου, η οποία δημοσιεύτηκε στο υπερπολυτελές περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεώς του «ΕΝΑΤΕΝΙΣΕΙΣ» (τευχ. Ιανουάριος – Ιούνιος 2016). Τίτλος της εισηγήσεως: «Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΠΩΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ».
Στην εισήγηση αυτή προσπαθεί ο Σεβασμιώτατος, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, με ιστορικά άλματα και θεολογικούς ακροβατισμούς, με μια στρεβλή θεώρηση της αρχής της οικονομίας και με παρερμηνείες αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, να φθάσει στο συμπέρασμα, ότι μπορεί και πρέπει να γίνει δεκτός ο όρος «Εκκλησία» στους ετεροδόξους αιρετικούς.
Κατ αρχήν το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι, ότι η εισήγηση αυτή παρουσιάζει ένα μεγάλο θεολογικό κενό, ένα κενό που δεν δικαιολογείται για έναν Επίσκοπο, που έχει την αξίωση να παρουσιάσει μια μελέτη γύρω από την χρήση του όρου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους σε μια πανορθοδόξου εμβελείας «Σύνοδο». Το κενό έγκειται στο γεγονός, ότι αρχίζει την διαπραγμάτευση του θέματός του από τις αποφάσεις της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (1986), προσπερνώντας έτσι συνοδικές αποφάσεις ενός πλήθους Συνόδων Οικουμενικών, Τοπικών και Ενδημουσών και διαγράφοντας με μια μονοκονδυλιά μια Συνοδική και Κανονική Παράδοση 19 αιώνων. Η εισήγηση θα είχε θεολογική πληρότητα και αντικειμενικότητα, εάν έκανε τον κόπο να μας παραθέσει, ποιά στάση τήρησαν οι παρά πάνω Σύνοδοι απέναντι στους ετεροδόξους . Αν δηλαδή οι εν λόγω Σύνοδοι αναγνώρισαν αυτούς ως «Εκκλησίες». Η παράκαμψη όλων αυτών των Συνόδων φυσικά δεν είναι τυχαία και προφανώς έγινε σκόπιμα, διότι απλούστατα οι Σύνοδοι αυτές δεν ευνοούν τα συμπεράσματα, που θέλει να βγάλει ο Σεβασμιώτατος. Πράγματι αν ρίξουμε μια ματιά στα πρακτικά αυτών των Συνόδων, θα δούμε ότι όλες, χωρίς καμιά εξαίρεση, θεωρούν τους ετεροδόξους ως αιρετικούς, καταδικάζουν απερίφραστα τις αιρετικές τους διδασκαλίες και ουδέποτε αποδίδουν σ’ αυτούς τον όρο «Εκκλησία». Φυσικά περιττό να λεχθεί, ότι η Γ΄ Προσυνοδική με κανένα τρόπο δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία και βάση για την απόδοση του όρου «Εκκλησία» στους ετεροδόξους. Αντίθετα μάλιστα οφείλουν οι αποφάσεις της να κριθούν και να αξιολογηθούν επί τη βάσει των προγενεστέρων Οικουμενικών και Ενδημουσών Συνόδων. Επειδή δε η εν λόγω Διάσκεψη δεν ακολουθεί την Ορθόδοξη Παράδοση των Συνόδων αυτών, οφείλει να απορριφθεί στο σύνολό της ως μια αιρετίζουσα ψευδοδιάσκεψη.
Παρά κάτω ομιλεί για την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία την οποία ταυτίζει μεν με την Ορθόδοξη, αλλά παράλληλα τονίζει ότι «οι ποιμένες της ούτε εις μίαν εκ των πολλών ετεροδόξων Εκκλησιών υποβιβάζουν, αλλά ούτε και στη θεωρία των κλάδων την εντάσσουν». Εδώ ομιλεί περί «πολλών ετεροδόξων Εκκλησιών». Ρωτάμε τον Σεβ. Κύκκου: Που βρήκατε γραμμένο αυτό τον όρο, «ετερόδοξες Εκκλησίες», Σεβασμιώτατε; Από που τον δανειστήκατε; Από ποιο συνοδικό κείμενο Οικουμενικής, Τοπικής, η Ενδημούσης Συνόδου, η έστω από ποιο Πατερικό κείμενο; Όσο και αν ψάξουμε στα Πρακτικά των Οικουμενικών και των άλλων Ορθοδόξων Συνόδων, αλλά και στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, πουθενά δεν θα βρούμε τον όρο αυτό. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, (Βλ. Α Κανών Μεγ. Βασιλείου, Πηδάλιον σελ. 587) οι εκτός της Εκκλησίας υποχρεωτικά εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες, αυτή των αιρετικών, των σχισματικών και των παρασυναγώγων. Η κατηγορία των «ετεροδόξων Εκκλησιών» είναι άγνωστη στη Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Είναι, μια ανύπαρκτη κατηγορία, μια εφεύρεση που επινοήθηκε στη φαντασία μόνον των οικουμενιστών, που έλαβαν μέρος στην «Σύνοδο» της Κρήτης, προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους, να αποδώσουν δηλαδή εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους αιρετικούς. Ο όρος αυτός αποτελείται από δύο λέξεις «ετερόδοξος» και «Εκκλησία» που η μία αναιρεί την άλλη, η μία γρονθοκοπεί την άλλη. Όσο αληθινό είναι να ονομάσουμε μια πόρνη παρθένο, άλλο τόσο να ονομάσουμε μια ετερόδοξη κοινότητα Εκκλησία. Ο ετερόδοξος ταυτίζεται με τον αιρετικό επειδή πιστεύει σε άλλα δόγματα, έχει άλλη πίστη, «ετέρα δόξα», από αυτήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν πολλές πίστεις, όπως δεν υπάρχουν και πολλές Εκκλησίες με διαφορετικά δόγματα, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα» (Εφ.4,5).
Επίσης κάνει μια απαράδεκτη διάκριση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των «πολλών ετεροδόξων Εκκλησιών». Δηλαδή κατά τον Σεβ. Κύκκου υπάρχει από τη μια μεριά η Ορθόδοξος Εκκλησία, η οποία τοποθετείται σε υψηλότερο επίπεδο εκκλησιαστικότητος και από την άλλη, οι «πολλές ετερόδοξες Εκκλησίες», οι οποίες βρίσκονται υποβιβασμένες σε χαμηλότερο επίπεδο. Εισάγει δηλαδή ανεπαίσθητα, πλην σαφέστατα, την έννοια διαφόρων διαβαθμίσεων εκκλησιαστικότητος. Η θεωρία των διαβαθμίσεων εκκλησιαστικότητος, η διαφορετικού βαθμού εκκλησιαστικής πληρότητος, αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες εκκλησιολογικές διδασκαλίες (=πλάνες) της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Πρόκειται για μια θεωρία, η οποία βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Παρά κάτω ομιλεί για την Οικονομία: «η Ορθόδοξος Εκκλησία εκτός από την οδό της ακριβείας γνωρίζει και την οδό της Οικονομίας, που αποτελεί ένα δικό της πανάρχαιο προνόμιο». Παρουσιάζει από την Καινή Διαθήκη ως «παράδειγμα πρακτικής εφαρμογής της αρχής της Οικονομίας» τον απόστολο Παύλο. Επικαλείται τα χωρία από την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή (9,19-22): «Ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων πάσιν εμαυτόν εδούλωσα, ίνα τους πλείονας κερδήσω· και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω· τοις υπό νόμον ως υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμονκερδήσω· τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεώ, αλλ’ έννομος Χριστώ, ίνα κερδήσω ανόμους·…». Προφανώς εδώ ο Σεβασμιώτατος στην προσπάθειά του να εφαρμόσει τα παρά πάνω χωρία του Αποστόλου στους ετεροδόξους, δίδει μια στρεβλή ερμηνεία των χωρίων αυτών, η οποία ωστόσο είναι σαφέστατη. Όταν ο Απόστολος έλεγε τους παρά πάνω λόγους, δεν θα πρέπει να εννοήσουμε ότι έπαιζε τον καραγκιόζη και αναλόγως των περιστάσεων, άλλοτε παρίστανε τον Ιουδαίο, παρασυρόμενος από τον Ιουδαϊσμό και άλλοτε τον εθνικό, παρασυρόμενος από την ειδωλολατρία και απαρνούμενος την πίστη στον Χριστό. Αλλοίμονο αν φθάσουμε στο συμπέρασμα, ότι ο Απόστολος ήταν «κάλαμος υπό ανέμων σαλευόμενος».
Η ορθή ερμηνεία των παρά πάνω χωρίων σύμφωνα με τους Πατέρες είναι η εξής: Ο Απόστολος, αν και θεωρούσε την περιτομή και τις τελετουργικές διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου ως δυσβάστακτό ζυγό, από τον οποίο μας απελευθέρωσε ο Χριστός, [βλ. Γαλ.5,1: «Τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε»], εν τούτοις σε πολλές περιπτώσεις συμμορφωνόταν προς αυτές, με τον σκοπό να διευκολύνεται η αποδοχή του χριστιανικού κηρύγματος μεταξύ των Ιουδαίων. Κλασικό παράδειγμα έχουμε την περιτομή του Τιμοθέου από τον ίδιο τον Απόστολο, (βλ. Πραξ.16,3). Ο απόστολος προσάρμοζε τον εαυτό του με τα ήθη, τα έθιμα και τις τοπικές παραδόσεις των ανθρώπων, είτε αυτοί ήταν ιουδαίοι, είτε εθνικοί, εφ’ όσον τα έθιμα αυτά και οι παραδόσεις δεν ερχόταν σε αντίθεση με το ευαγγέλιο και τον νόμο του Χριστού. Γι’ αυτό άλλωστε προσθέτει παρά κάτω: «μη ων άνομος Θεώ, αλλ’ έννομος Χριστώ». Υποχωρούσε και συμμορφωνόταν με όλα αυτά, προσέχοντας πάντοτε να μην αθετήσει ουδέποτε την πίστη και τα δόγματα της Εκκλησίας και να μην παραβεί τον νόμο του ευαγγελίου για να αρέσει στους ανθρώπους: «ει γαρ έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ.1,10). Μέσα στα πλαίσια αυτής της δράσεώς του, κάθε φορά ομιλούσε ανάλογα με το ακροατήριο που είχε μπροστά του. Διαφορετικά ομιλούσε στις συναγωγές των ιουδαίων και διαφορετικά ομίλησε στον Άρειο Πάγο. Στα θέματα της πίστεως όμως ήταν άτεγκτος και ανυποχώρητος. Δεν δεχόταν καμία παραχάραξη, η δογματική αλλοίωση της ευαγγελικής διδασκαλίας: «αλλά και εάν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,9). Δεν διστάζει να αναθεματίσει, δηλαδή να αποκόψει από την εκκλησία εκείνον, που θα τολμήσει να διδάξει κάτι διαφορετικό από τις αλήθειες της πίστεως, που παρέλαβαν οι Γαλάτες. Όπως καταλαβαίνει κανείς, τα παρά πάνω λόγια του Απόστολου, τα οποία επικαλείται ο Σεβ. Κύκκου (Α΄ Κορ.9,19-22), δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στους ετεροδόξους, διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ήθη και έθιμα, αλλά με δογματικές πλάνες και αιρετικές διδασκαλίες των ετεροδόξων. Δεν καλούμεθα δηλαδή να υποχωρήσουμε και να συμμορφωθούμε με ήθη και έθιμα των Δυτικών, αλλά να αναγνωρίσουμε τους ετεροδόξους ως «Εκκλησίες», χωρίς αυτοί να έχουν αποβάλει τις αιρετικές διδασκαλίες τους. Στην προκειμένη περίπτωση επομένως, ισχύει ο λόγος του Αποστόλου «αλλά και εάν ημείς η άγγελος εξ ουρανού…» (Γαλ.1,9).
Παρά κάτω επικαλείται τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος τηρούσε μια στάση ποιμαντικής οικονομίας απέναντι στους Πνευματομάχους και απέφευγε να χρησιμοποιεί ρητά και δημοσίως τους όρους «Θεός» και «Ομοούσιος» για το άγιο Πνεύμα. Αναφέρει επίσης ότι το γεγονός αυτό ανάγκασε τον φίλο του άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, να διαφωνήσει μαζί του και να τον επιτιμήσει για την στάση του αυτή, ενώ εξ αντιθέτου ο Μέγας Αθανάσιος τον υπερασπίστηκε, θεωρώντας την στάση του σοφή και συνετή και επιβεβλημένη για λόγους εκκλησιαστικής οικονομίας. Κατ’ αρχήν ο Μέγας Βασίλειος παντού στις επιστολές του και στη διδασκαλία του ετόνιζε, ότι δεν θα πρέπει να ονομάζουμε κτίσμα το Πνεύμα το άγιο. Για παράδειγμα στην επιστολή του με τίτλο: «Τοις εν Ταρσώ πρεσβυτέροις» γράφει: «Επείουν πολλά στόματα ήνοικται κατά του Πνεύματος του αγίου και πολλαί γλώσσαι ηκόνηνται εις την κατ’ αυτού βλασφημίαν, αξιούμεν υμάς, όσον εστίν εφ’ υμίν, εις ολίγον αριθμόν περιστήσαι τους βλασφημούντας, και τους μη λέγοντας κτίσμα το Πνεύμα το άγιον, δέχεσθαι εις κοινωνίαν». (Επιστολή 113, PG 32, 527-528).
Επίσης θα πρέπει εδώ να μας εξηγήσει ο Σεβ. Κύκκου, πως συμβαίνει ο Μέγας Αθανάσιος από τη μια μεριά να επαινεί τον Μέγα Βασίλειο και από την άλλη ο ίδιος να μην ακολουθεί την οδό της εκκλησιαστικής οικονομίας που ακολουθούσε ο Μέγας Βασίλειος; Διότι όπως μας πληροφορεί ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης: «Ο Μέγας Αθανάσιος… κατεδίκασεν αυτούς [τους πνευματομάχους] συνοδικώς δις εν Αλεξανδρεία κατά τα έτη 361-363». Γι’ αυτούς μάλιστα έγραψε και επιστολή στον αυτοκράτορα Ιοβιανό ότι «οι Πνευματομάχοι εβλασφήμουν το Πνεύμα το άγιον εν τω φάσκειν αυτούς κτίσμα είναι και ποίημα δια του Υιού γεγονός». (Βλ. Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τομ.1, Αθήνα 1960, σελ.69). Πως συμβαίνει δηλαδή ο Μέγας Αθανάσιος να συγκαλεί δύο φορές Τοπική Σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, στην οποία ανακηρύσσει δημοσίως, ότι το Πνεύμα το άγιο είναι «Θεός» και «Ομοούσιος» με τον Πατέρα και τον Υιό και καταδικάζει επισήμως και συνοδικώς τους Πνευματομάχους ως βλασφήμους και αιρετικούς; Γιατί άραγε δεν ακολούθησε την οδό της ποιμαντικής οικονομίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος;
Κατ’ επέκτασιν θα θέλαμε να μας εξηγήσει, γιατί οι άγιοι Πατέρες που συγκρότησαν την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν ακολούθησαν την οδό της εκκλησιαστικής οικονομίας, που ακολουθούσε ο Μέγας Βασίλειος; Γιατί μ’ άλλα λόγια δεν αποσιωπούσαν την Θεότητα του αγίου Πνεύματος, αλλ’ απεναντίας μάλιστα θεώρησαν χρέος τους να συγκροτήσουν Οικουμενική Σύνοδο και να διακηρύξουν δημοσίως, επισήμως και συνοδικώς την Θεότητα του αγίου Πνεύματος; Από την στάση αυτή των αγίων Πατέρων της Β΄ Οικουμενικής συμπεραίνουμε, ότι ουδέποτε η γνώμη και η στάση ενός Πατρός, (όσο μεγάλος και αν είναι αυτός), σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα αποτέλεσε γνώμονα και κανόνα και γραμμή πλεύσεως στη ζωή της Εκκλησίας και ουδέποτε εδέσμευσε την Εκκλησία να λάβει τις συνοδικές αποφάσεις, που θεώρησε ότι έπρεπε να λάβει, σχετικά με τους αιρετικούς. Υπεράνω της αυθεντίας των αγίων Πατέρων βρίσκεται η αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων. Επομένως ο Σεβασμιώτατος θα έπρεπε στο συγκεκριμένο ζήτημα της εκκλησιαστικής οικονομίας να έχει ως γνώμονα και κανόνα και κριτήριο όχι την στάση οικονομίας ενός αγίου, αλλά τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Επεκτείνοντας ακόμη περισσότερο την σκέψη μας, ρωτάμε τον Σεβασμιώτατο: Είναι επιτρεπτό να μεταφέρουμε την εκκλησιαστική οικονομία του Μεγάλου Βασιλείου στην σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα και επικαλούμενοι αυτόν να αποδώσουμε εκκλησιαστική υπόσταση στους ετεροδόξους και να ονομάσουμε αυτούς «Εκκλησίες»; Πως είναι δυνατόν να καταφύγουμε στη στάση οικονομίας ενός πατρός, η οποία ούτε στην εποχή του έγινε δεκτή από την Β΄ Οικουμενική και από τις δύο Τοπικές του Μεγάλου Αθανασίου, ως γραμμή πλεύσεως της Εκκλησίας και να διαγράψουμε με μια μονοκονδυλιά μια πλειάδα Συνόδων, Οικουμενικών και Τοπικών, που καταδικάζουν απερίφραστα τους ετεροδόξους ως αιρετικούς και ουδεμία από αυτές απέδωσε σ’ αυτούς τον όρο «Εκκλησία»; Αναφέρουμε ορισμένες ενδεικτικά. Ο Μονοφυσιτισμός έχει καταδικαστεί ήδη από την Δ΄ Οικουμενική και από όλες τις μεταγενέστερες. Ο Παπισμός (και κατ’ επέκτασιν και κατά μείζονα λόγον, ο Προτεσταντισμός) έχει καταδικαστεί από την Η΄ Οικουμενική επί Μεγάλου Φωτίου, από τις Συνόδους του 1341-1351 επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Θ΄ Οικουμενική), από την ενδημούσα Σύνοδο του 1722 εν Κωνσταντινουπόλει, (Βλ. Ι. Καρμίρη, «Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία…», τομ.2, σελ. 821), την ενδημούσα Σύνοδο του 1838 εν Κωνσταντινουπόλει, (Βλ. Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία…», τομ.2, σελ. 893-902) και άλλες.
Παρά κάτω αναφέρει την απόφαση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου να δεχθεί «πίσω στην Εκκλησία όχι μόνον τους μεταμεληθέντας εκείνους εικονομάχους επισκόπους που δεν εβαρύνοντο με εγκλήματα, αλλά και τους υπ’ αυτών χειροτονηθέντας». Κατ’ αρχήν ο Σεβ. Κύκκου παραθεωρεί κάτι πολύ βασικό: Ότι οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής δεν έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους απροϋπόθετα, αλλά επειδή εκείνοι μετενόησαν και εξέφρασαν την επιθυμία εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους, να προσέλθουν στην Εκκλησία. Η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε τα μυστήρια των αιρετικών καθ’ αυτά, χωρίς δηλαδή την προϋπόθεση της μετανοίας. Το λέμε αυτό και το τονίζουμε, διότι στο κείμενο: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», που ψηφίστηκε στην «Σύνοδο» της Κρήτης, πουθενά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία. Η σημερινή τραγική πραγματικότης είναι ότι οι ετερόδοξοι, παρά τους επί δεκαετίες μέχρι σήμερα γενομένους Διαλόγους, δεν μετανοούν, αλλά εξακολουθούν να επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Οι ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις ετεροδόξων που μετανόησαν και επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, δεν επέστρεψαν εξ’ αιτίας των Διαλόγων, αλλ’ εξ’ αιτίας του ιεραποστολικού έργου αγίων Γερόντων, όπως του π. Εφραίμ, Προηγουμένου στην Αριζόνα των Η.Π.Α., ο οποίος ορθότατα ως θεοφώτιστος πατήρ, τους έκανε δεκτούς με κανονικό βάπτισμα, διότι όπως είναι γνωστό οι Δυτικοί δεν τηρούν τον απαραίτητο όρο της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως, που θέτουν οι Ιεροί Κανόνες 7 της Β΄ Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης.
Παρά κάτω επικαλείται και πάλι τον Μέγα Βασίλειο: «Αλλά και ο άγιος Βασίλειος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τον όρο ‘Εκκλησία’ και γι’ αυτούς ακόμα τους Αρειανόφρονες λέγοντας: οίμαι προσήκειν μίαν ταύτην είναι σπουδήν τοις γνησίως και αληθώς δουλεύουσι τω Κυρίω, το επαναγαγείν προς ένωσιν τας Εκκλησίας τας πολυμερώς και πολυτρόπως απ’ αλλήλων διατμηθείσας». Θαυμάζει κανείς και εκπλήσσεται, όταν διαπιστώνει το μέγεθος της αλλοιώσεως, που επιχειρήθηκε στο παρά πάνω χωρίο και μάλιστα από έναν Μητροπολίτη. Το χωρίο αυτό είναι παρμένο από μια επιστολή του αγίου με τίτλο «Τοις εν Ταρσώ περί Κυριακόν». Αν διαβάσει κανείς ολόκληρη την επιστολή, αμέσως διαπιστώνει, ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αρειανόφρονες όπως, προφανώς σκοπίμως, ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος. Στην επιστολή αυτή ο άγιος αναφέρεται σε μία εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία λόγω της συγχύσεως που επικρατούσε τότε, δεν ήταν σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες. Την κοινότητα αυτή επισκέφτηκε ο άγιος και διαπίστωσε την γνησιότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδόξου πίστεως των πιστών που ανήκαν σ’ αυτήν, προς τους οποίους μάλιστα πλέκει εγκώμια για την πίστη και το ήθος των: «Συντυχών τοις αδελφοίς και θεασάμενος αυτών πολύ μεν το φιλάδελφον και το περί υμάς αγαπητικόν, πολλώ δε έτι πλέον το φιλόχριστον και το περί την πίστιν ακριβές τε και εύτονον, και ότι πολλήν αμφοτέρων ποιούνται σπουδήν της τε υμετέρας αγάπης μη χωρίζεσθαι και την υγιαίνουσανπίστιν μη καταπροδούναι». Μεταφράζουμε: Αφού πήγα και συνάντησα αυτούς τους αδελφούς διαπίστωσα, την φιλαδελφία και την αγάπη που έχουν σ’ εσάς, [τους εν Ταρσώ αδελφούς], και πολύ περισσότερο πόσο φιλόχριστοι είναι και πόση ακρίβεια έχουν στην πίστη και πόσο ισχυροί και νευρώδεις είναι στην πίστη και ότι έχουν μεγάλη φροντίδα και επιμέλεια αφ’ ενός μεν να μην χωρισθούν από την αγάπη σας, και αφ’ ετέρου να μην καταπροδώσουν την υγιαίνουσα πίστη. Στη συνέχεια της επιστολής ο άγιος εγγυάται προσωπικά ο ίδιος για την ορθόδοξη πίστη αυτών και παρακαλεί τους εν Ταρσώ να τους δεχθούν σε πλήρη κοινωνία «ηνωμένους γνησίως, και πάσης εκκλησιαστικής φροντίδος κοινωνούς». Νομίζουμε ότι το παρά πάνω απόσπασμα τα λέει όλα και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε. Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει ότι ο άγιος δεν αναφέρεται σε αρειανούς, αλλά σε Ορθοδόξους με «υγιαίνουσαν πίστιν»!
Επικαλείται ακόμη και τον άγιο Νεκτάριο, ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο Εκκλησία για τους δυτικούς. Εδώ θα επαναλάβουμε αυτό που είπαμε προηγουμένως. Υπεράνω της αυθεντίας των αγίων Πατέρων βρίσκεται η αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, διότι οι άγιοι δεν ήταν αλάθητοι, εν αντιθέσει προς τις Οικουμενικές Συνόδους, που δογμάτισαν αλαθήτως και θεοπνεύστως. Ανθρώπινες αυθεντίες προβάλουν οι αιρετικοί παπικοί, με την περί «αλαθήτου» κακοδοξία τους και οι προτεστάντες, οι οποίοι ανάγουν τον κάθε αιρεσιάρχη σε «αυθεντία».
Κλείνοντας την εισήγησή του ο Σεβ. Κύκκου, δεν διστάζει να εξαπολύσει κεραυνούς και μύδρους εναντίον όλων εκείνων που ελέγχουν τις πλάνες των οικουμενιστών και αγωνίζονται, με την Χάρη του Θεού, να κρατήσουν ανόθευτη και απαραχάρακτη την πίστη των αγίων Πατέρων μας: «Η ορθόδοξη πίστη ποτέ δε παρουσιάστηκε “να κρατά μάχαιρα και να πειθαναγκάζει με αυτή τους πάντες”. Οι μεσαιωνικοί φανατισμοί και οι αφορισμοί με την επίκληση του σταυρού, επί προφάσει τηρήσεως, η δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας δεν είναι σύμφωνα με το πνεύμα και την παράδοση της Ορθοδοξίας,….»! Αλλά, θέλει να αγνοεί, πως αυτοί που κρατούσαν μαχαίρια, δεν ήταν οι άγιοι Πατέρες, αλλά οι ανά τους αιώνες Λατινόφρονες, όπως ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος (1275-1283), που αιματοκύλισε το Άγιον Όρος και ανέδειξε τους αγίους Οσιομάρτυρες, που έχυσαν το αίμα τους, γιατί δεν δέχθηκαν τις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου της Λυών, (1274), και όπως ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας (1334-1347), ο οποίος φυλάκισε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τέσσερα χρόνια στις φυλακές του παλατιού και βέβαια οι Λατίνοι που έκαψαν ζωντανούς τους 13 Οσιάθλους Αγίους Πατέρες της εν Καντάρα της Κύπρου Ιεράς Μονής της Παναγίας, επειδή αρνούνταν τα άζυμα! Άξιοι συνεχιστές των Λατινοφρόνων εκείνων είναι και οι σημερινοί διάδοχοί τους, οι οποίοι δεν δίστασαν να καρατομήσουν με αφορισμό και άνευ δίκης (!) έναν άξιο εργάτη του ευαγγελίου και κορυφαίο θεολόγο της εποχής μας, που αγωνίστηκε, όσο λίγοι, εναντίον των αιρέσεων και μάλιστα εναντίον του Οικουμενισμού, τον αοίδιμο Νικόλαο Σωτηρόπουλο. Ας κάνει τον κόπο να ρίξει μια ματιά επίσης ο Σεβασμιώτατος να δει: Ποιοί είναι εκείνοι, που «ακονίζουν τα μαχαίρια τους» μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης; Ποιοί είναι εκείνοι που εξαπέλυσαν διωγμό στο Άγιον Όρος; Ποιοί είναι εκείνοι που έδιωξαν από την Ιερά Μονή του Χιλανδαρίου τέσσερις μοναχούς, επειδή δεν δέχτηκαν τις αποφάσεις «Συνόδου» της Κρήτης και ποιοί είναι εκείνοι, που απέπεμψαν τον π. Σάββα Λαυριώτη από το αξίωμα του προϊσταμένου; Τους «μεσαιωνικούς φανατισμούς» ας ψάξει να τους βρει αλλού και όχι στους αγίους Πατέρες μας και σ’ όσους βαδίζουν σήμερα στα χνάρια τους!
Περαίνοντας, εκφράζουμε τη βαθειά λύπη μας και την πλήρη απογοήτευσή μας για τις απαράδεκτες αυτές καινοφανείς θεωρίες, οι οποίες, σοφιστικώ τω τρόπω, εισέρχονται δολίως στην Εκκλησία, ως νέα «εκκλησιαστική παράδοση», η οποία επιχειρεί την πλήρη εκτόπιση της Πατερικής μας Παραδόσεως. Λυπούμαστε διότι δεν βρέθηκε ούτε ένας Επίσκοπος από τους 156, να ελέγξει ευθαρσώς τον Σεβ. Κύκκου για τα παραπάνω κακόδοξα που εισέφερε στη «Σύνοδο»! Στο βωμό της σκοπιμότητας θυσιάζονται τα ιερά και το όσια της αμωμήτου Πίστεώς μας, τώρα και «συνοδικώς»! Η προωθούμενη «ένωση των εκκλησιών» βαίνει ακάθεκτη, ως οδοστρωτήρας μεγατόνων, συνθλίβοντας την σώζουσα Ορθόδοξη Πίστη, με οδηγούς, δυστυχώς, Επισκόπους!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών