Την Κυριακήν του Τυφλού, 27αν Μαΐου/9ην Ιουνίου 2013, ο Μακαριώτατος Πατήρ ημών και Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος ευρισκόμενος εις Αμμάν της Ιορδανίας ελειτούργησεν εις τον εν Αμμάν και παρά την Μητρόπολιν ιερόν ναόν του Πατριαρχείου της Υπαπαντής του Κυρίου, συλλειτουργούντων Αυτω των Ιερωτάτων Μητροπολιτών Καπιτωλιάδος κ. Ησυχίου, Φιλαδελφείας κ. Βενεδίκτου και Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Πέλλης κ. Φιλουμένου, πολλού λαού εκ του αραβοφώνου ποιμνίου του Πατριαρχείου εν Αμμάν της Ιορδανίας εν ευλαβεία συμμετέχοντος προς το ευσεβές εκκλησίασμα τούτο ο Μακαριώτατος εκήρυξε τον θείον λόγον ελληνιστί έχοντα ως έπεται:
«Της ψυχής τα όμματα πεπηρωμένος, σοι Χριστέ προσέρχομαι, ως ο τυφλός εκ γενετής, εν μετανοία κραυγάζων Σοι• Συ των εν σκότει, το φως το υπέρλαμπρον», αναφωνεί ο μελωδός της Εκκλησίας μας.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, ευλαβείς Χριστιανοί, η ιερά και πανέορτος ημέρα της του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού Αναστάσεως κατηύθυνεν τα διαβήματα ημών εν τη ωραιοτάτη υμών Εκκλησία, ίνα κλήρος και λαός πανηγυρήσωμεν το μέγα μυστήριον της πίστεως ημών εις τον εκ Παρθένου Μαρίας γεννηθέντα, παθόντα και σταυρωθέντα δι’ ημάς τους ανθρώπους και τη τρίτη ημέρα αναστάντα εκ νεκρών, Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτός ακριβώς ο ενανθρωπήσας και σαρκωθείς Θεός Λόγος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εχαρίσατο το φως εις τον εκ γενετής τυφλόν κατά την αδιάψευστον μαρτυρίαν του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου:
«Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής∙ και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες• ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; απεκρίθη Ιησούς• ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ ἵνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ».
Όντως, αγαπητοί μου, το θαύμα εις τον εκ γενετής τυφλόν εγένετο, ίνα φανερωθή η παντοδυναμία και η άπειρος φιλανθρωπία του Θεού. «Δυνατόν», λέγει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «και εν αυτώ τω παθήματι δοξάζεσθαι τον Θεόν. Όταν γαρ ενεργεία τα άνωθεν του παρενοχλούντος και επισκήψαντος αυτώ πάθους ελεύθερος ευρεθή, τις ο θαυμάσαι τον ιατρόν, τις δε του θεραπεύσαντος ου κατόψεται την δύναμιν εν αυτώ». Την ενέργειαν της δυνάμεως του Θεού και Σωτήρος ημών ζώμεν και βλέπομεν τόσον με τα φυσικά, σωματικά μάτια, όσον και με τα ψυχικά ημών μάτια εν τω μεγάλω θαύματι της επί γης συστάσεως της Εκκλησίας του Χριστού. Και λέγομεν τούτο, διότι η Αγία του Χριστού ημών Εκκλησία είναι το σώμα του αναστάντος Χριστού εντός του κόσμου, ημείς δε οι φωτισταί της δια του φωτός της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος κατά το Θείον και Ιερόν Βάπτισμα κατέστημεν μέλη του Σώματος του Χριστού, δηλονότι, της Εκκλησίας Αυτού. Η Εκκλησία είναι η ορατή και αόρατος παρουσία του Χριστού εν τω κόσμω και εν μέσω ημών. Ταυτοχρόνως η Εκκλησία ημών είναι και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ένθα ο εκ γενετής τυφλός, «απελθών και νιψάμενος, ανέβλεψε», (Ιωάν. 9,11).
Το θαυμαστόν τούτο γεγονός της θεραπείας του τυφλού προεκάλεσεν την απορίαν και την αγανάκτησιν των Φαρισαίων, οι οποίοι εθεώρουν τους εαυτούς τους πεφωτισμένους, εν ω εις την πραγματικότητα είχον τα όμματα της ψυχής αυτών πεπηρωμένα. Δια τούτο και πάλιν ηρώτησαν τον θεραπευθέντα πλέον τυφλόν: «τι εποίησέ σοι; πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; απεκρίθη αυτοίς• είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε• τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον• συ ει μαθητής εκείνου• ημείς δε του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί∙ ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός• τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς• εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς», (Ιωάν. 9, 26-30).
Η απόκρισις αυτή του θεραπευθέντος τυφλού, ότι ακριβώς το γεγονός αυτό προκαλεί θαυμασμόν και έκπληξιν, ότι δηλαδή σεις δεν γνωρίζετε τον άνθρωπον αυτόν, εάν έχη σταλεί από του Θεού και από που είναι. Και όμως ο άγνωστος αυτός εις σας μου ήνοιξε τα μάτια. Αποτελεί ομολογίαν, αλήθειαν η οποία δεν αφορά μόνον εις τους Φαρισαίους της εποχής του Χριστού, αλλά αφορά και τους ανθρώπους της εποχής μας. Με άλλα λόγια, οι Φαρισαίοι ήσαν άνθρωποι με πολλάς γνωριμίας, επιδεικνύοντες ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια ζητήματα σχετιζόμενα προς την θρησκείαν και τας ιεράς Γραφάς, θεωρούντες εαυτούς υπερασπιστάς της πίστεως.
Το ότι ηγνόουν τον άνθρωπον αυτόν, δηλαδή τον Ιησούν η δεν εθεώρουν άξιον να έλθουν εις γνωριμίαν μετ’ Αυτού, αυτό ήτο πράγματι παράδοξον.
Ναι, αγαπητοί μου αδελφοί, υπάρχουν και μέχρι σήμερον πολλοί άνθρωποι δεικνύοντες εξαιρετικήν ευφυΐαν εις ωρισμένα ζητήματα και οι οποίοι θεωρούνται μορφωμένοι και ιδιαιτέρως πεπαιδευμένοι άνθρωποι και όμως αγνοούν την διδασκαλίαν του Ευαγγελίου και γενικώτερον της Αγίας Γραφής. Ενδέχεται να είναι εις ωρισμένον κλάδον της επιστήμης παγκοσμίου φήμης επιστήμονες και εις το σχολείον του Χριστού να είναι αστοιχείωτοι η και ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Και καθώς και ο θεραπευθείς τυφλός έναντι των Φαρισαίων, ούτω και πας λαβών πείραν της ευεργετικής επιδράσεως και του φωτισμού της διδασκαλίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και των χαρίτων, αίτινες εκπηγάζουν απ’ αυτού απορεί και θαυμάζει πως οι άνθρωποι αυτοί εις ζητήματα τόσον ουσιώδη δια την σωτηρίαν της ψυχής των παρουσιάζωνται τόσον αμαθείς και παράλογοι, αλλά και προκλητικοί.
Τούτο βεβαίως είναι απόρροια της ελλείψεως ταπεινώσεως και πωρώσεως βλάβης των ομμάτων της ψυχής. Δια τούτο ο μελωδός αναφωνεί : «της ψυχής τα όμματα πεπηρωμένος Σοι, Χριστέ προσέρχομαι ως ο τυφλός εκ γενετής εν μετανοία κραυγάζων σοι. Συ των εν σκότει το φως το υπέρλαμπρον». Το δε φως το υπέρλαμπρον δεν είναι άλλον από το φως της Αναστάσεως του Σωτήρος ημών Χριστού. Το φως το φωτίζον πάντα άνθρωπον θέλοντα σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν. Αυτού του ενυποστάτου φωτός του αναστάντος Θεού Λόγου του Χριστού καλούμεθα και ημείς, αγαπητοί μου, να γίνωμεν κοινωνοί και μέτοχοι υπό της Εκκλησίας μας δια στόματος του μελωδού αυτής λέγοντος: «τους νοερούς μου οφθαλμούς, πεπηρωμένος Κύριε εκ ζοφεράς αμαρτίας συ φωταγώγησον ενθείς οικτίρμον την ταπείνωσιν και τοις της μετανοίας καθάρας με δάκρυσιν δια των πρεσβειών της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων Αμήν. Χριστός Ανέστη».