ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΡΘΡΟΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Του πρωτοπρ. π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνού
Το γένος µας ελευθερώθηκε µετά από δουλεία αιώνων σε βαρβάρους όχι µόνο της Ανατολής, αλλά και της Δύσης, που εργάζονταν και αυτοί για τον πνευµατικό θάνατο του Ελληνισµου µε την αποσύνδεσή του από την Ορθοδοξία Δυναµογόνος πηγή του Εθνικού µας αγώνα υπήρξε η άσβεστη συνείδηση ότι «εύδαιµον το ελεύθερον»1
Ο Ελληνισµος δεν έπαυσε, και στην µακρόσυρτη περίοδο της δουλείας, να είναι φορέας και συνεχιστής ενός παγκόσµιας εµβέλειας πολιτισµου, που δεν έσβησε ούτε και στην πολυώνυµη δουλεία του: αραβοκρατία, φραγκοκρατία, ενετοκρατία, τουρκοκρατία και αγγλοκρατία.
Η πολιτιστική ταυτότητα του Έθνους µας είναι προιόν της συζεύξεως Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας, σε µια ένωση θεανθρώπινη, στην οποία θείο στοιχείο είναι η ένσαρκη Ορθοδοξία – Ιησούς Χριστός και ανθρώπινο ο Ελληνισµος, ως ιστορική σάρκα αυτής της «ασύγχυτης και αδιαίρετης» ένωσης. Η πραγµάτωσή της οδήγησε στην εκ θεµελίων αναδόµηση και µεταµόρφωση ενός πολιτισµου, που υπήρξε η κορύφωση της ανθρωπίνης προόδου από την πτώση µέχρι την Σάρκωση. Αναζητώντας την καθολική Αλήθεια η ελληνική θεοκεντρικότητα, ψηλαφούσε την θεία παρουσία στον κοσµο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά την πορεία του προς το Όσιο, το Αληθές, το Ωραίο και το ∆ίκαιο, και ανεπίγνωστα προς την πηγή κάθε τελειότητας τον Τρισυπόστατο Θεό. Ο Χριστιανισµος ως Ορθοδοξία, θα καταξιώσει και εξαγιάσει την γνήσια «ζήτηση»2 του ελληνικού κοσµου.
Ο Ελληνισµος «ολοκληρώθηκε µέσα στην Ορθοδοξία» και µε τη νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε και µεγαλούργησε στην κατοπινή του πορεία, ως «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως», κατά τον αείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ3 . Την αυθεντική ένωση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας σώζουν στους αιώνες οι άγιοι Πατέρες, όπως οι Μεγάλοι Τρεις Ιεράρχες. Μέσω αυτών σφραγίσθηκε ευεργετικά η πορεία όχι µόνο της ελληνικής, αλλά και της παγκόσµιας ιστορίας, εφ’ όσον βέβαια η πίστη των Αγίων Πατέρων λειτουργεί ως αυθεντική χριστιανικότητα και όχι ως παραχάραξή της. Ο προσληφθείς από την Ορθοδοξία Ελληνισµος, µε τα στοιχεία του εκείνα που ήταν συµβατά µε την εν Χριστώ Αλήθεια αναγεννήθηκε, συνεχίζοντας την πορεία του στην ιστορία ως ένας νέος κοσµος, κινούµενος στο Φως της άκτιστης θεικής Χάρης και ενδυναµουµενος από τη διαρκή ζήτησή της.
Χώρος της ιστορικής πραγµάτωσης της νέας ελληνικής ταυτότητας υπήρξε η (ελληνορθόδοξη) Ρωµανία, το «Βυζάντιο», στην Βυζαντινή και µεταβυζαντινή διάστασή της. Μέσα στην µητρική αγκάλη της αυτοκρατορίας της Νέας Ρωµης (Ρωµανίας) και της φυσικής προέκτασής της στη δουλεία, της Εθναρχίας, η ελληνική συνείδηση πραγµατώνει την οικουµενικότητά της σε µια υπερφυλετική πανενότητα η υπερεθνικότητα, το «έθνος άγιον» (Α΄ Πετρ. 2,9) και «γένος των Ρωµαίων», των ορθοδόξων πολιτών της Νέας Ρωµης. Έτσι υπερβαίνεται ο παλαιός δυαλισµος «Έλληνες και βάρβαροι», για να ισχύσει το «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» (Γαλ. 3,28).
Η ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας έγινε σηµαντικότατο κεφάλαιο της ιστορίας του Ελληνισµου και η σπονδυλική στήλη της επιβίωσης και διαχρονικής παρουσίας του. Αυτό οµολόγησε το 1852 η αρµόδια για τα εκκλησιαστικά Νοµοσχέδια Επιτροπή της Ελληνικής Βουλής: «Αύτη (δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία) διετήρησεν εν ταίς περιπετείαις των χρόνων την πνευµατικήν και εθνικήν ενότητα των Ελλήνων». Αυτή υπήρξε η εµπειρία του Ελληνισµου µέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους (συµβατικά το 1830). Η υπεροχική παρουσία της ελληνικότητας στη ζωή του εκκλησιαστικού σωµατος τεκµηριώνεται µε τη θέση της ελληνικής γλώσσας, σ’ όλες τις ιστορικές µορφές της, στον εκκλησιαστικό λόγο, αποβαίνοντας η γλώσσα σύνολης της Ορθοδοξίας µέχρι σηµερα. Η Ορθοδοξία καλείται διεθνώς «ελληνική»: “Ecclesia greca” , “Greek Church”, “Griechische Kirche”, κ.λπ. Η Ορθοδοξία συνέζευξε τον Παρθενώνα µε την Αγιά-Σοφιά, ως Ρωµηοσύνη από το 330 (ίδρυση της Νέας Ρωµης), µε παραµόνιµα ιδανικά τον «θεούµενον άνθρωπον», τον Άγιο, και τον αδελφικό-κοινοτικό τρόπο υπάρξεως, που σώζεται αυτούσιος στο ορθόδοξο κοινοβιακό µοναστήρι.
Μετά από αυτά κατανοείται, γιατί η βούληση του Έθνους κατά την δουλεία ήταν η ανάσταση και συνέχεια αυτής της πραγµατικότητας. Κατά τον π. Ι. Ρωµανίδη, «οι Ρωµηοί επαναστάτησαν το 1821, διά να ξαναγίνη η Ρωµηοσύνη κράτος µε τον ρωµαίικο (=ελληνορθόδοξο) πολιτισµο της, που µε υπερηφάνειαν και κάθε θυσίαν είχαν διαφυλάξει κατά τα σκληρά χρόνια της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και της Αραβοκρατίας»4 . Αυτό το όραµα είχαν οι µεγάλοι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. ∆ειγµατοληπτικά παρουσιάζουµε τους οραµατισµούς του Ιωάννη Καποδίστρια, που ως Κυβερνήτης της µικρής Ελλάδας θέλησε να πραγµατώσει τα όνειρα των Αγωνιστών.
Ιωάννης Καποδίστριας (1766-1831)
Ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1780-1867), που ως «Γραµµατεύς Επικρατείας» (δηλ. πρωθυπουργός) γνώριζε καλά τον Καποδίστρια, παραδίδει την πληροφορία, ότι ο πρώτος µας «Κυβερνήτης» ήθελε να δηµιουργήσει «Νεορωµαικήν αυτοκρατορίαν», επισηµαίνοντας έτσι τον οικουµενικό µεγαλοιδεατισµο του. Ο Καποδίστριας ήθελε να αναστηθεί το «ρωµαίικο», η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Είναι, άλλωστε, γνωστή µια σχετική διπλωµατική ενέργειά του. Τον Απρίλιο του 1828 προσπάθησε να πείσει τον τσάρο Νικόλαο να ιδρυθεί Οµοσπονδία από πέντε αυτόνοµα κράτη στην Βαλκανική: Ελλάδος, Ηπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας και ∆ακίας µε ελεύθερη πόλη την Κωνσταντινούπολη, προσβλέποντας στην µελλοντική ένωσή τους και έτσι την αποκατάσταση µεγάλου µέρους της αυτοκρατορίας της Νέας Ρωµης5 . Εξ άλλου, ήδη το 1819 σε επώνυµο υπόµνηµα του από την Κέρκυρα, υπεστήριζε την αναβολή της ετοιµαζοµένης επαναστάσεως, διότι προέβλεπε την χειραγώγησή της από τις ∆υτικές ∆υνάµεις, και την θεµελίωση της «Φιλικής Εταιρείας» ουχί επί της αρχής της εθνότητος, αλλά επί της ευρείας και ζώσης Ορθοδόξου Εκκλησίας»6 . Και ο Καποδίστριας ήθελε ανάσταση του ρωµαίικου, που συνεχιζόταν στα όρια της Εθναρχίας. Με την Ορθοδοξία και όχι την αποχριστιανοποιηµένη Ευρώπη συνέδεε και αυτός το µέλλον του Ελληνισµου.
Ακραιφνώς ελληνορθόδοξο ήταν το φρόνηµα του για το Έθνος.Όπως έγραφε στον υφυπουργό Πολέµου και Αποικιών Ουίλµοτ Χόρτον (15/27 Οκτωβρίου 1825): «Το ελληνικόν Έθνος αποτελείται από άτοµα, τα οποία, µετά την κατάκτησιν (=άλωση) της Κωνσταντινουπόλεως, δεν έπαυσαν να πρεσβεύουν την ορθόδοξον θρησκείαν, να οµιλούν την γλώσσαν των πατέρων των και τα οποία τελούν υπό την πνευµατικήν η κοσµικήν (γρ. εθναρχικήν) δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των, ασχέτως του τόπου που διαµένουν εν Τουρκία… Τα όρια της Ελλάδος έχουν χαραχθή από τεσσάρων αιώνων διά των δικαίων, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε πάσης φύσεως δεινά, ούτε η κατάκτησις ηδυνήθησαν ποτέ να διαγράψουν»7 . Μέσα σε λίγες γραµµες προσδιορίζεται η ελληνική ταυτότητα, µε κύρια στοιχεία την Ορθόδοξη πίστη και τη γλώσσα. «Η χριστιανική θρησκεία -σηµειώνει αλλού- εσυντήρησεν εις τους Έλληνας και γλώσσαν και πατρίδα και αρχαίας ενδόξους αναµνήσεις, και εξαναχάρισεν εις αυτούς την πολιτικήν ύπαρξιν, της οποίας είναι «στύλος και εδραίωµα» (Α΄Τιµ. 3,15). Αληθινή κιβωτός του αναγεννώµενου Έθνους ήταν, κατά τον Καποδίστρια η Ορθοδοξία.Η στυγερή δολοφονία του δεν ανέκοψε µόνο την οµαλή πορεία του Έθνους προς την πλήρη αποκατάστασή του, αλλά και την πορεία όλης της ορθόδοξης Ανατολής, των λοιπών βαλκανικών επαρχιών της Εθναρχίας.
Ο Καποδίστριας δεν ανήκε ποτέ, πνευµατικά και πολιτιστικά, στην Ευρώπη, παραµένοντας πάνω απ’ όλα Έλλην. Υποστήριξε την ευρωπαική ενότητα, χωρίς οµως στο ελάχιστο να υποτιµήσει η νοθεύσει τη δική του ταυτότητα. Σηµερα θα λέγαµε, ότι εργάσθηκε για µιάν Ευρώπη, «των Λαών και των πολιτισµων». Αλλ’ αυτό ακριβώς δεν θέλει να είναι η σηµερινή Ευρώπη, επιµένοντας στον φραγκοτευτονικό ρατσιστικό φεουδαρχισµο της.
Ο Καποδίστριας οραµατιζόταν την συνέχεια του Έθνους µέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοσή του. Έτσι δεν άργησε να έλθει σε σύγκρουση µε τις δυνάµεις εκείνες, ξένες και εγχώριες, που επεδίωκαν τον εξευρωπαισµο της Χώρας µε την αποσύνδεσή της από τον ελληνορθόδοξο πολιτισµο της. Ο Κυβερνήτης οµως πίστευε και διεκήρυττε, ότι «ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης»!8 .
Ελληνορθόδοξο ήταν και το όραµα του για την παιδεία του Έθνους. Παιδεία και Εκκλησία ήταν στη συνείδησή του αλληλένδετα. Γι’ αυτό και συνέστησε Γραµµατεία (=Υπουργείο) «των Εκκλησιαστικών και της ∆ηµοσίου Παιδείας», διότι, όπως έλεγε, ήσαν «δύο υπηρεσίαι αχώριστοι, προς ένα συντρέχουσαι σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών µόρφωσιν, ήτις είναι η βάσις της κοινωνικής και πολιτικής του έθνους ανορθώσεως»9. Την σηµασία αυτής της επιλογής φωτίζει η καλβινίζουσα σύζευξη από τον Κοραή της Παιδείας µε την Αστυνοµια, σε ένα κοινό υπουργείο …
Έτσι οµως εξηγείται η εφεκτική στάση του Καποδίστρια έναντι των Ξένων, όχι µόνο στη σφαίρα της πολιτικής, αλλά περισσότερο στον χώρο που µπορούσαν να αλλοιώσουν την αυτοσυνειδησία του Έθνους, την Εκπαίδευση. Μία από τις βασικότερες εναντίον του κατηγορίες των δυτικών Μισσιοναρίων ήταν ότι τα σχολεία του Καποδίστρια είχαν µοναστηριακή οργάνωση, συνδυάζοντας την σπουδή µε τη λατρεία και την ανάγνωση στην τράπεζα βίων Αγίων. Ο δραστήριος Μισσιονάριος L. Korck, που θα ελέγχει την ελληνική εκπαίδευση επί Βαυαρών, λέγει για τον Καποδίστρια: «Επέµενε έντονα στο να µη επιτραπή να διδάσκεται τίποτε στα σχολεία των Μισσιοναρίων χωρίς να έχει λάβει προηγουµένως γνώση η Κυβέρνηση»10, προέβαλλε δε αντιρρήσεις στην κυκλοφορία προτεσταντικών φυλλαδίων, που προσέβαλλαν την θρησκευτική παράδοση του ελληνικού Λαού11. Ο Καποδίστριας έγραφε και στον αµερικανό Μισσιονάριο Rufus Anderson, ότι οι Έλληνες θα δέχονταν ευαρέστως σχολεία και βιβλία, και εικόνες, και κάθε τι, που δεν θα τους αποσπούσε η δεν θα υπονόµευε την πίστη τους στην Εκκλησία του Έθνους τους12.
Ο Κυβερνήτης ήταν ο µόνος πολιτικός µας, που απέκρουσε την διαρπαγή, δηµευση η απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, επιδιώκοντας την αξιοποίησή της για την µισθοδοσία του Κλήρου και την συντήρηση του εκκλησιαστικού σχολείου. Είναι δε γνωστό, ότι ουδεµια αποζηµίωση δέχθηκε ποτέ από την Ελληνική Πατρίδα, προσφέροντάς της όλη την ατοµική του περιουσία. Ο χαρακτηρισµος του Καποδίστρια ως «του πρώτου και τελευταίου Κυβερνήτου, που αγάπησε και ενδιεφέρθη ειλικρινώς διά την Εκκλησίαν της Ελλάδος»13 δεν είναι, µετά τα παραπάνω, υπερβολή.
Θα διαψευσθή οµως από εκείνους, που θα αναλάβουν την περαιτέρω οργάνωση της πορείας του Έθνους.
Η τραγική διάψευση
Το Έθνος µας, στα πρόσωπα όλων εκείνων (Πολιτικών και ∆ιανοουµένων), που διαχειρίσθησαν τις τύχες του, αδιαφόρησε για τις παραπάνω υποθήκες. Όχι µόνο στον πολιτικό, αλλά και σ’ αυτόν τον εκκλησιαστικό χώρο. Η διακήρυξη «ανήκοµεν εις την ∆ύσιν» δεν περιορίσθηκε στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, αλλά επεξετάθη και στα πολιτιστικά και πνευµατικά, οδηγώντας σε πολιτική υποτέλειας και εξάρτησης από τις εισαγόµενες δυτικογενείς ιδεολογίες και τα οθνεία πολιτικοκοινωνικά συστήµατα, η αναγνωρίζοντας στους διαχριστιανικούς ∆ιαλόγους την εκκλησιαστικότητα του ∆υτικού Χριστιανισµου στο σύνολό του. Οι ευρωπαΐζοντες Έλληνες ευθυγραµµίζονται µονίµως µε την πολιτική των Ευρωπαικών ∆υνάµεων για το κράτος µας και όλη την «καθ’ ηµας Ανατολή». Ας µη λησµονείται δε ποτέ, ότι και η Σοβιετική Ένωση ευρωπαική «∆ύναµις» ήταν. Η συνάντηση και ο εκστασιασµος µας µε τα «ευρωπαικά φώτα» ήδη από τον 18ο αιώνα, επέφεραν τη διάσπαση της πολιτιστικής ενότητάς µας, εισάγοντας νέα παιδευτικά και κοινωνικά πρότυπα, την επιβολή των οποίων ανέλαβε η Εκπαίδευση, σε ένα πολιτειακό πλαίσιο, που υποτιµα και περιθωριοποιεί την Ορθοδοξία η την χρησιµοποιεί για την επίτευξη των έξωθεν προσδιοριζοµένων κοµµατικών στόχων. Έτσι αποδεχθήκαµε την αυτοθεοποίηση του χειραφετηµένου ήδη από την Αναγέννηση Ανθρώπου, ο οποίος θέλησε µε τη λογική αυτάρκειά του να επιτύχει την τελείωσή του, υποκαθιστώντας µε το λογικό την θεική Χάρη. Τα Ιερά Γραµµατα του Πατροκοσµα και των Κολλυβάδων υποσκελίσθηκαν από τα ευρωπαικά «Φώτα». Το ιδεολογικό πλαίσιο, του δυτικού κοσµου µετακενώθηκε βαθµιαία στην «καθ’ ηµας Ανατολή», µαζί µε όλα τα γεννήµατα της δυτικής διαλεκτικής, πνευµατικά και κοινωνικά, όλα διαµετρικά αντίθετα προς τον κοσµο της Ελληνορθοδοξίας, ως τοκετοί ξένων ωδίνων .
Στο πνεύµα των Βαυαρών κυοφορήθηκε η σηµερινή Ελλάς. Ο homo oeconomicus, capitalisticus και marxisticus, κινούµενος στην αλογία της χρησιµοθηρίας και της απόλυτης προτεραιότητας του ωφελιµισµου, κατέστησε τελικά δυσδιάκριτο τον άνθρωπο της Ορθοδοξίας. Η ιδεολογική ταυτολογία των πολιτικών µας κοµµάτων, θεµελιωµένη στην κοινή πηγή των αρχών τους, φανερώνεται ιδιαίτερα στο χώρο της Εκπαίδευσης, όπου η στάση απέναντι στην παράδοση παραµένει καθαρά ευρωπαική. Η ουσία της ορθόδοξης παράδοσης, δηλαδή η πατερικότητα, έχει γίνει πλέον δυσδιάκριτη, θεωρούµενη ως µουσειακή επιβίωση και έκθεµα λαογραφικού χαρακτήρα, και όχι ως ζωτικό και ουσιώδες συστατικό της Ελληνικότητας.
Το νέο αυτό πλαίσιο, παιδευτικό και κοινωνικό, καθιέρωσε προοδευτικά µια νέα συλλογική νοοτροπία και στάση ζωής, που απωθεί κάθε έννοια θεονοµίας και χριστοκεντρικότητας. Ο Ελληνισµος, τον οποίο δεχόµεθα και εκπροσωπούµε σηµερα, δεν έχει πιά σχέση µε τον Ελληνισµο, τον οποίο ζούσαν και για τον οποίο αγωνίζονταν ο Πατροκοσµας, ο Κολοκοτρώνης και ο Καποδίστριας και όλη η πλατειά βάση του ελληνικού Λαού.
Το πρόβληµα του σηµερινού Ελληνισµου, σε όλα τα επίπεδά του, είναι ουσιαστικά η απουσία οραµάτων, εµπνεοµένων από την ελληνορθόδοξη παράδοσή µας. Σε µια έκρηξη θλίψεως, και προπάντων αγανάκτησης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης θα γράψει στα Αποµνηµονεύµατά του: «Αν µας έλεγε κανείς αυτήν την ελευθερίαν, οπού γευόµαστε, θα περικαλούσαµεν τον Θεόν, να µας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπεί πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία, τι θα ειπεί φιλοτιµια (=φιλότιµο), τι αρετή, τι τιµιότη». Είθε να µας λυπηθεί ο Θεός και στη σηµερινή αναβίωση της Τουρκοκρατίας, µέσα στην Ενωµένη Ευρώπη, και να επανεύρουµε τον εθνικό βηµατισµο µας, στα ίχνη των γνησίων και αληθινών Ηγετών µας, για την επανάκτηση της ελληνορθόδοξης ταυτότητάς µας. ∆ιαφορετικά η Ελλάς θα αντιµετωπίσει τον θάνατο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ευδαιμονία είναι η Ελευθερία (Περικλέους Επιτάφιος).
2. Λέγει ο Αθηναίος (;) Κλήμης (+235), διευθυντής της Κατηχητικής Σχολής Αλεξανδρείας: «Φαμέν τοίνυν ενθένδε (…) την φιλοσοφίαν ζήτησιν έχειν περί αληθείας και της των όντων φύσεως, αλήθεια δε αύτη, περί ης ο Κύριος αυτός είπεν΄εγώ ειμί η Αλήθεια» (Στρωματείς α΄VI).
3. π. Γ. Φλωρόβσκυ, στόν τόμο: Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σ.32.
4. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ 1821 καί αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις, στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀριθμ. 309/25.3.1978 (ἒκτακτη ἒκδοση).
5. Τό σχέδιό του ὃμως ἀπορρίφθηκε μέ τήν Συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829). Βλ. M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71. Ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ Ἰ. Καποδίστρια συνιστοῦσε ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγή τοῦ βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα.
6. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Θεολογία, τ. ΚΑ(1950), σ. 316.
7. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, σ.1 (ΒΙΠΕΡ 77)1966, σ. 86.
8. Γ. Βαλέτα, Τερτσέτη Ἃπαντα-Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, τ. Γ΄, Ἀπόλογα γιά τόν Καποδίστρια, σ. 242.
9. Γενική Ἐφημερίς τῆς Ἑλλάδος, 1829, ἀρ. 73, 74.
10. 20.11.1829. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τό Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τήν Νεοελληνικήν κατά τόν ΙΘ΄ αἰώνα, Ἀθῆναι 1977, σ. 397.
11. Στό ἲδιο.
12. Βλ. James F. Clarke, Bible Societes American Missionaries and the National revival ofBulgaria, New York 1971, σ. 232.
13. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Ὁ Καποδίστριας ὡς θρησκευτική προσωπικότης, Ἀνάπλασις, ἀρ. 248, Δεκ. 1976, σ. 3.