ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΕΟ
Κατά ποιο τρόπο λοιπόν, θα Σε ζητήσω, Κύριε; Διότι ζητώντας Εσένα, το Θεό μου, ζητώ τη μακάρια ζωή. Θα Σε ζητήσω, για να ζήσει η ψυχή μου.
Γιατί το μεν σώμα μου ζει από την ψυχή μου, η δε ψυχή μου από Σένα. Κατά ποιο λοιπόν τρόπο θα ζητήσω τη μακάρια ζωή; Επειδή δεν θα μπορέσω να την αποκτήσω, παρά μόνο όταν είμαι σε θέση να πω: «αρκετά, αυτή είναι»!
Αλλά πώς να την ζητήσω; Άραγε με την μνήμη σαν αντικείμενο, που λησμόνησα και θυμούμαι ότι το λησμόνησα; Με τον πόθο του αγνώστου, σαν να ήταν κάποιο πράγμα, που ποτέ δεν γνώρισα ή δεν μπόρεσα να γνωρίσω, αλλά χωρίς να θυμούμαι ότι το λησμόνησα; Δεν είναι μακάρια η ζωή εκείνη, την οποία όλοι επιθυμούν και κανείς δεν αρνείται ν’ αποκτήσει.
Πού την γνώρισαν για να την ποθούν τόσο πολύ; Πού την είδαν για να την αγαπούν; Και όμως βρίσκεται σε μας, αλλά αγνοώ με ποιον τρόπο. Υπάρχει κάποιος τρόπος κατά τον οποίο αυτός που την κατέχει, είναι πραγματικά μακάριος; Άλλοι είναι μακάριοι με την ελπίδα.
Οι δεύτεροι την κατέχουν σε μικρότερο βαθμό παρά οι πρώτοι, οι οποίοι είναι μακάριοι με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και οπωσδήποτε είναι ευτυχέστεροι παρά εκείνοι, που δεν είναι ούτε στην πραγματικότητα ούτε με την ελπίδα μακάριοι. Και όμως, ακόμη και αυτοί, αν δεν είχαν κατά κάποιο τρόπο την εν λόγω ζωή, δεν θα ποθούσαν τόσο έντονα να είναι μακάριοι, πράγμα το οποίο ποθούν χωρίς καμμιά αμφιβολία.
Δεν ξέρω πώς την γνώρισαν και πώς έχουν κάποια ιδέα γι’ αυτήν. Μήπως αυτή η ιδέα βρίσκεται στη μνήμη των; Αυτό θα ήθελα να μάθω. Γιατί, εάν πράγματι βρίσκεται στη μνήμη των, σημαίνει ότι άλλοτε υπήρξαμε μακάριοι. Άραγε υπήρξαμε μακάριοι ο καθένας χωριστά ή όλοι μαζί στον άνθρωπο εκείνο, ο οποίος πρώτος αμάρτησε∙ ο οποίος διέπραξε το αμάρτημα εκείνο, ένεκα του οποίου όλοι είμεθα νεκροί ή γεννηθήκαμε μέσα στην αθλιότητα. Αλλά τώρα δεν εξετάζω αυτό το ζήτημα. Τώρα ρωτώ αν η μακάρια ζωή βρίσκεται στη μνήμη.
Διότι εάν ήταν άγνωστη, δεν θα μας ήταν προσφιλής. Ακούμε αυτή τη λέξη και όλοι ομολογούμε ότι ποθούμε αυτό, το οποίο δηλώνει. Και δεν μας θέλγει μόνον η λέξη, γιατί όταν ένας Έλληνας την ακούει στα λατινικά, δεν γοητεύεται, διότι δεν γνωρίζει τη σημασία της. Αλλά εμείς γοητευόμεθα όπως θα γοητευόταν κι εκείνος, αν θα άκουγε τη λέξη αυτή στα ελληνικά, διότι αυτό το ίδιο πράγμα, που επιζητούν οι Έλληνες, οι Λατίνοι και όλοι όσοι μιλούν μια οποιαδήποτε γλώσσα, δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε λατινικό.
Είναι λοιπόν η μακάρια ζωή γνωστή σε όλους, διότι αν δεν ήταν δυνατόν να τους ρωτήσομε όλους από κοινού, εάν θα ήθελαν να είναι μακάριοι, χωρίς καμμιά αμφιβολία θ’ απαντήσουν ότι θέλουν να είναι έτσι, πράγμα που δεν θα συνέβαινε, αν αυτό το ίδιο πράγμα, που δηλώνει η λέξη «μακαριότητα», δεν διατηρόταν στη μνήμη των.
Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»