ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Γιορτάζει η Μάνα και πλέκουμε στεφάνια και τραγουδούμε γλυκά. Η Μάνα είναι αναντικατάστατη ύπαρξη για τον καθένα μας.
Μάνα θέλησε να έχει και ο Θεός Λόγος, όταν θέλησε να σαρκωθεί. Και έκανε μάνα Του την ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, και ύστερα τη χάρισε στον άνθρωπο, «γύναι· ίδε ο υιός σου… ιδού η μήτηρ σου, και απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια» (Ιωάν. 19, 26-27).
Και η Μητέρα του Χριστού έγινε και δική μας. Μας αγκαλιάζει όλους, μας αγαπάει, και εμείς σαν παιδιά της την αγαπούμε έστω κι αν κάνουμε σκανδαλιές, έστω κι αν ξεκόβουμε από τη μητρική έγνοια. Νοιάζεται και παρακολουθεί. Είναι ξάγρυπνη και περιμένει. Και εμείς φτάνοντας στα όρια των αντοχών μας στρεφόμαστε και παρακαλούμε.
Και να ο Δεκαπενταύγουστος ξεδιπλώνεται! Προσκαλεί όλους στη γιορτή της Μάνας και τρέχουμε στην «Παράκληση». Τραγούδι που εκπέμπεται από καρδιακές συχνότητες.
Στους αναρίθμητους ύμνους που έχουν γραφεί για την Παναγία Μητέρα ξεχωρίζουν οι Παρακλητικοί Κανόνες. Δροσιά στο καύμα του σώματος λόγω εποχής, Αύγουστος, αλλά και στα πολυκαύματα της ψυχής και γι’ αυτό αναπάσα στιγμή βάζουμε το επίθεμα τους πάνω στην πληγή μας. Οι Παρακλητικοί Κανόνες, (Μικρά και Μεγάλη Παράκληση), ψάλλονται εναλλάξ στους Εσπερινούς στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου (ιερός Δεκαπενταύγουστος). Είναι αμέτρητα τα πλήθη των πιστών που τρέχουν σ’ όλους τους Ενοριακούς Ναούς και τα ταπεινά Παρεκκλήσια, για να ακούσουν ή καλύτερα να τους σιγοψάλλουν μαζί με τόσα άλλα στόματα που συντονίζει η λαχτάρα της καρδιάς στο ρυθμό που δίνει ο χορός των ιεροψαλτών. Καρδιακή προσευχή μεταβάλλεται ο μεστός λόγος του Κανόνα της Παρακλήσεως κάθε δειλινό.
Είναι αλήθεια, ότι όλοι οι χριστιανοί έχουν βαθειά στην καρδιά τους ριζωμένη την ευλάβεια προς την Παναγία. Εκείνη για όλους είναι το στήριγμα, η κατφυγή, η παρηγοριά. Τα σημειώνει αυτά και ο υμνογράφος με τρόπο μοναδικό. Η Μάνα μας είναι των θλιβομένων η χαρά, των αδικουμένων η προστασία, των ξενητεμένων η παρηγοριά, των τυφλών η βακτηρία, όσων ταλαιπωρούνται η βοήθεια, αυτών που βρίσκονται σε κίνδυνο η σκέπη, αλλά και όσων βρίσκονται σε κάποια ανάγκη, γίνεται η αρωγός.
Η Μάνα μας Θεοτόκος δάνισε σάρκα στο Θεό Λόγο, ο οποίος για χάρη μας λειτουργεί το μυστήριο της σωτηρίας μας. Την έκανε Μάνα. Την χάρισε στον άνθρωπο, και εμείς την κάναμε Μάνα μας.
Σαν Μάνα γρικά και προσέχει τις φωνές μας. Η ευαισθησία της καρδιάς Της είναι δεδομένη από τη στιγμή. Η καρδιά της μάνας έχει μια εκπληκτική ευαισθησία για το παιδί της. Μ’ ένα νεύμα μας καταλαβαίνει την επιθυμία ή το πρόβλημα που μας απασχολεί και έρχεται κοντά μας προσπαθώντας να δώσει λύση ή να προσφέρει το χάδι της που τόσο γλυκαίνει την πίκρα μας τη στιγμή του πειρασμού. Το ίδιο συμβαίνει και στην καρδιά της Μεγάλης μας Μητέρας.
Όλοι κάποια στιγμή καταφεύγαμε σ’ Εκείνη είτε με βαθειά πίστη, είτε και με δυσπιστία, και ζητούμε τη στοργική της πρεσβεία για το προσωπικό μας αίτημα. Η συνδρομή της έρχεται και τότε η καρδιά μας ξεσπά σε μια ευχαριστία: «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχημένος από σού εκπορεύεται…», σημειώνει χαρακτηριστικά η γραφίδα του υμνωδού. Απόδειξη τρανή της συνδρομής της και του πλήθους των πολλαπλών ευεργεσιών της είναι οι χιλιάδες Ναοί και Παρεκκλήσια που είναι αφιερωμένα στη χάρη της. Αλλά και σε κάθε εικόνα της βλέπουμε να είναι κρεμασμένα εκατομμύρια από αφιερώματα και που αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες των πολλών και αμετρήτων ευεργεσιών της.
Το όνομα της έχει γίνει και τραγούδι. Αμέτρητοι οι στίχοι. Χιλιάδες οι ανώνυμοι και επώνυμοι οι υμνητές της που μέσα από την ποιητική τους γραφή προσπάθησαν να αποτυπώσουν σ’ αυτούς το βάθος της θεολογικής τους ευγνωμοσύνης προς την Παναγία, «την Μητέρα του Φωτός».
Μεταξύ των αμέτρητων ύμνων προς την Κυρία Θεοτόκο είναι και οι δυό γνωστοί Παρακλητικοί Κανόνες, Μικρός και Μεγάλος, που ψάλλονται σε κάθε περίσταση από τα χείλη των πιστών, τόσο να παρακαλέσουν την Υπεραγία Θεοτόκο να συντρέξει στις ποικιλότροπες ανάγκες, όσο και να αντλήσουν από τη θεία μορφή της δύναμη και να βρούν τη ψυχική αντοχή στις θλίψεις τους, μια και η λέξη «Παράκληση» σημαίνει την παρηγοριά, που την προσφέρει απλόχερα σ’ όλους χωρίς διάκριση η Κυρία Θεοτόκος.
Οι Παρακλήσεις ψάλλονται πολύ συχνά και στους Ναούς, αλλά και κατά μόνας από τους πιστούς. Τώρα όμως τον Δεκαπενταύγουστο, που γιορτάζεται η Κοίμηση της Παναγίας, το Μικρό Πάσχα του καλοκαιριού όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, ψάλλονται κατά την ακολουθία του Εσπερινού, μια η Μικρή και μια η Μεγάλη Παράκληση. Οι Παρακλήσεις δεν ψάλλονται στους Εσπερινούς του Σαββατό-βραδου, αλλά ούτε και κατά τον Εσπερινό της Μεταμορφώσεως, επειδή το περιεχόμενο των Παρακλήσεων είναι ικετευτικό και δεν ταιριάζει με το πανηγυρικό και χαρμόσυνο ύφος των αναστασίμων και των εορτίων ύμνων.
Η διάκριση των Παρακλήσεων σε Μικρά και Μεγάλη οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην έκταση των τροπαρίων των ωδών, μια και τα τροπάρια της Μικράς Παρακλήσεως είναι πιο σύντομα απ’ αυτά της Μεγάλης. Τα τροπάρια του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα είναι έργο αγνώστου υμνογράφου. Ορισμένοι θεωρούν συντάκτη του κάποιο Θεοστήρικτο ή Θεοφάνη. Φαίνεται να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, που από Θεοφάνης μετονομάστηκε Θεοστήρικτος, όταν έγινε μοναχός. Αντίθετα ο Μεγάλος Κανόνας είναι έργο του Θεοδώρου του Β’ του Δουκός, βασιλέως Νικαίας, του επονομαζομένου και Λασκάρεως, που έζησε στα μέσα του 13ου αιώνα.
Τα δυό αυτά αριστουργήματα της εκκλησιαστικής μας υμνογραφίας είναι πολύ αγαπητά σ’ όλους σχεδόν τους χριστιανούς, οι οποίοι όχι μόνο την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, αλλά και σε πολλές άλλες περιστάσεις της καθημερινότητος τις διαβάζουν και τις ψάλλουν αποκομίζοντας περισσή ωφέλεια. Εξάλλου μέσα στην πεζή και δύσκολη περίοδο αυτών των καιρών που βρεθήκαμε με τους ρυθμούς να εναλλάσσονται με τόση γρηγοράδα, η καταφυγή στη μεσιτεία της Κυρίας Θεοτόκου, είναι αναγκαία. Ο πολύς πόνος, η θλίψη, η αγωνία για το αύριο, η κάθε λογίς δοκιμασία που ταλαιπωρούν την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, γίνονται προτρεπτικές για καταφυγή στην πανάγια μεσιτεία της Μοναδικής μας Μάνας.
Σ’ αυτήν ας ακουμπίσουμε κι απόψε την καρδιά μας, και ας σιγοψάλλουμε στην άγια μορφή της, «Τα νέφη των λυπηρών εκάλυψαν την αθλίαν μου ψυχήν και καρδίαν και σκοτασμόν εμποιούσί μοι, Κόρη· αλλ’ η γεννήσασα φως το απρόσιτον απέλασον ταύτα μακράν τη εμπνεύσει της θείας πρεσβείας σου». Αμήν.
(+ π.Κ.Φ.)