“Με πολύ θλίψη και οδύνη ψυχής παρακολουθήσαμε από τα ΜΜΕ την έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αρχής γενομένης από την Θεία Λειτουργία της Κυριακής της Πεντηκοστής και καταθέτουμε με πολλή συντομία στις γραμμές που ακολουθούν στον πιστό λαό του Θεού τις πρώτες διαπιστώσεις μας” αναφέρει μεταξύ άλλων το Γραφείο επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς σε ανακοίνωσή του. Αναλυτικά:
Με πολύ θλίψη και οδύνη ψυχής παρακολουθήσαμε από τα ΜΜΕ την έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αρχής γενομένης από την Θεία Λειτουργία της Κυριακής της Πεντηκοστής και καταθέτουμε με πολλή συντομία στις γραμμές που ακολουθούν στον πιστό λαό του Θεού τις πρώτες διαπιστώσεις μας.
Πρώτη θλιβερή διαπίστωση, η παρουσία και συμπροσευχή κατά τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής εορτής στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου, των αιρετικών Παπικών, Προτεσταντών και Μονοφυσιτών, κάτι το οποίον, όπως είναι γνωστό σε όλους, απαγορεύεται από τους Ιερούς Κανόνες. Οι Ορθόδοξοι προκαθήμενοι και οι άλλοι συμμετάσχοντες ιεράρχες καταπάτησαν Ιερούς Κανόνες, Αποστολικούς και Συνοδικούς, θέλοντας έτσι εκ προοιμίου να στείλουν ένα μήνυμα σ’ όλο τον κόσμο, πόσο σέβονται τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και κατ’ επέκτασιν τον Συνοδικό Θεσμό, για τον οποίο κόπτονται και ομιλούν με μεγαλόστομες διακηρύξεις.
Δεύτερη θλιβερή διαπίστωση, η παρουσία κατά την έναρξη των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως επισήμων προσκεκλημένων των αντιπροσωπειών, που έστειλαν οι αιρετικές κοινότητες των Παπικών, Προτεσταντών, και Μονοφυσιτών, κάτι που είναι μια πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Μάλιστα οι εν λόγω αντιπρόσωποι προσφωνήθηκαν ως «εκπρόσωποι αδελφών Εκκλησιών» από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, προτού ακόμη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αποφανθεί περί της εκκλησιαστικότητος, η μη των εν λόγω αιρετικών κοινοτήτων. Έτσι ο κ. Βαρθολομαίος δημιουργώντας ένα τετελεσμένο γεγονός, έστειλε ένα δεύτερο μήνυμα, στα μέλη της Συνόδου αυτή τη φορά, ότι δεν έχει καμιά διάθεση να ονομάσει τους ετεροδόξους αιρετικούς, αλλά αδελφές Εκκλησίες. Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων της βυζαντινής περιόδου δεν υπήρξε το φαινόμενο των «παρατηρητών». Το να παρίστανται δηλαδή ως τιμώμενα πρόσωπα αιρετικοί, των οποίων οι αιρετικές διδασκαλίες έχουν καταδικασθεί από προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους. Οι αιρετικοί προσκαλούντο μεν, αλλ’ ως υπόδικοι, προκειμένου να απολογηθούν και όχι ως τιμώμενα πρόσωπα. Μόνο στην Α΄ και Β΄ Βατικανή Σύνοδο εμφανίστηκε το καθεστώς των «παρατηρητών». Είναι φανερό ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αντιγράφει παπικά πρότυπα.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση, αυτή καθ’ εαυτήν η έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Το γεγονός δηλαδή ότι η Σύνοδος αυτή ξεκίνησε τις εργασίες της κατά παράβασιν του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας, που υπογράφηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο εν λόγω Κανονισμός μεταξύ άλλων προβλέπει ότι η Σύνοδος «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (αρθ.1). Ώστε λοιπόν τώρα που τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας και Αντιοχείας), διαφωνούν αιτιολογημένα ως προς την σύγκληση της Συνόδου και ζητούν στην παρούσα φάση την αναβολή της, δεν πληρούται ο όρος: «συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων». Επομένως δεν δικαιούνται, βάσει του ως άνω Κανονισμού, ούτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ούτε όλες μαζί οι υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες να συγκροτήσουν Σύνοδο, αν θέλουν βέβαια να είναι συνεπείς με τον Κανονισμό, τον οποίον υπέγραψαν. Κατά τα άλλα καυχώνται οι Προκαθήμενοι και τα μέλη της Συνόδου ότι τηρούν επακριβώς Κανονισμό.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι η Σύνοδος ξεκίνησε το έργο της χωρίς προηγουμένως να επικυρώσει τους Συνοδικούς Όρους και τους Συνοδικούς Ιερούς Κανόνες όλων των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων, έτσι ώστε να είναι όντως και η παρούσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος οργανική συνέχεια όλων των προγενεστέρων. Σημειωτέον ότι η αναφορά αυτή στις προγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους ήταν μια πάγια τακτική που τηρείτο από τους αγίους Πατέρες των εν λόγω Συνόδων. Με την τακτική αυτή οι άγιοι Πατέρες ήθελαν να διακηρύξουν ότι αποδέχονται όσα οι προηγούμενες Οικουμενικές Σύνοδοι δογμάτισαν και προτίθενται να συνεχίσουν το έργο εκείνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αναγνώριση της Συνόδου του 787 μ. Χ. ως Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπό της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου του αγίου Φωτίου το 879-880 μ. Χ.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι η Σύνοδος ξεκίνησε το έργο της επί τη βάσει ενός Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας ο οποίος δεν έγινε ομοφώνως αποδεκτός από όλους τους προκαθημένους κατά την Σύναξη αυτών του Ιανουαρίου 2016, αφού η Εκκλησία της Αντιοχείας δεν τον υπέγραψε. Η αρχή όμως της ομοφωνίας είναι απαραίτητος όρος και απαραίτητη προϋπόθεση για να συγκληθεί η Σύνοδος, η οποία προβλέπεται στον ως άνω Κανονισμό.
Επίσης ξεκίνησε το έργο της με βάση τα ομοφώνως αποδεκτά εξ κείμενα της Ε΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως. Η βάση όμως αυτή δεν αποδείχθηκε ασφαλής, στέρεη και αμετακίνητη, όπως φάνηκε εκ των υστέρων. Και τούτο διότι τα έξι προσυνοδικά κείμενα έγιναν μεν αποδεκτά ομοφώνως από τους εκπροσώπους της Ε΄ Προσυνοδικής και από την Σύναξη των Προκαθημένων, (του Ιανουαρίου 2016), αλλά όχι και από όλες τις Ιεραρχίες των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Οι Εκκλησίες αυτές όταν παρέλαβαν από τους Προκαθημένους τα εξ προσυνοδικά κείμενα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην Ε΄ Προσυνοδική, στη συνέχεια τα μελέτησαν συνοδικώς. Πολλές από αυτές, όπως η Εκκλησία της Βουλγαρίας, της Ελλάδος, της Γεωργίας κλπ.) κατά την συνοδική μελέτη των κειμένων διαπίστωσαν κενά, ασάφειες, κακόδοξες διατυπώσεις κλπ., οπότε επέβαλαν τροποποιήσεις και διορθώσεις.
Για τις Εκκλησίες λοιπόν αυτές που επέβαλαν τις εν λόγω διορθώσεις και τροποποιήσεις μετά από συνοδική μελέτη, είναι αυτονόητο ότι δεν ισχύουν πλέον τα προσυνοδικά κείμενα στην μορφή που αυτά είχαν κατά την Ε Προσυνοδική, αλλά στη νέα μορφή που πήραν μετά τις διορθώσεις. Το γεγονός ότι οι προκαθήμενοι υπέγραψαν τα εξ κείμενα της Ε΄ προσυνοδικής ομοφώνως, (όπως και τον κανονισμό λειτουργίας της Συνόδου), αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ιεραρχίες των κατά τόπους εκκλησιών δεσμεύονται από τις υπογραφές των προκαθημένων, για να δεχθούν τα κείμενα αυτά όπως έχουν. Η προσωπική γνώμη ενός Προκαθημένου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δεσμεύσει και να υποχρεώσει τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, στην οποία αυτός ανήκει σε συμμόρφωση και αποδοχή της γνώμης του. Διότι τότε καταργείται ο Συνοδικός Θεσμός και ο κάθε προκαθήμενος μεταβάλλεται σε Πάπα, ο οποίος αποφασίζει και επιβάλλεται κυριαρχικά. Το ανώτατο όργανο διοικήσεως των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι ο Προκαθήμενος αλλά η Σύνοδος της Ιεραρχίας.
Μετά από όσα αναφέραμε προηγουμένως γίνεται πλέον κατανοητό, ότι είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος ο ισχυρισμός του Οικ. Πατριάρχου στην εισαγωγική του ομιλία: «Χωρούμεν, συνεπώς, επί το έργον ημών επί τη βάσει ομοφώνως εγκεκριμένων υπό των Εκκλησιών ημών Κειμένων, άτινα εκάστη Εκκλησία έχει ήδη αποδεχθή». Εδώ ο Οικουμενικός ως «ομοφώνως εγκεκριμένα κείμενα» εννοεί προφανώς τα κείμενα της Ε΄ Προσυνοδικής, που υπεγράφησαν από την Σύναξη των Προκαθημένων, (Ιανουάριος 2016), τα οποία όμως δεν ισχύουν για ορισμένες Εκκλησίες, μετά τις διορθώσεις και αλλαγές, που αυτές επέβαλαν συνοδικώς. Φυσικά θα πρέπει να λεχθεί επίσης, ότι δεν ισχύει και η ομοφωνία, για την οποία ομιλεί ο Οικουμενικός, αφού ορισμένες εκκλησίες διαφοροποιούνται. Περιττό να λεχθεί επίσης ότι ο παρά πάνω εσφαλμένος ισχυρισμός του Οικ. Πατριάρχου, δεν ήταν ο μόνος στην εισαγωγική ομιλία του. Υπάρχουν και άλλα σημεία στην εν λόγω ομιλία του, τα οποία χρήζουν κριτικής, και τα οποία ασφαλώς θα επισημάνουν άλλοι εν Χριστώ αδελφοί.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι οι τέσσερις Εκκλησίες που δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο, διασύρθηκαν διεθνώς. Η απουσία τους παρουσιάσθηκε τόσον από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όσο και από άλλους προκαθημένους, στις εισαγωγικές των ομιλίες, ως τελείως αδικαιολόγητη και κατακριτέα. Και ούτε λίγο ούτε πολύ οι Εκκλησίες αυτές εμφανίσθηκαν με την απουσία τους ως ένοχες και υπόλογοι για δημιουργία σχισμάτων και διαιρέσεων. Ωστόσο, οι εν λόγω Εκκλησίες τελικά δεν συμμετείχαν, όχι διότι έτσι τους «κάπνισε», αλλά διότι, όπως εξηγήσαμε παρά πάνω, διαπίστωσαν μετά από συνοδικό έλεγχο ότι τα προσυνοδικά κείμενα πάσχουν. Και όπως ήταν πολύ φυσικό, ζήτησαν την αναβολή της Συνόδου, προκειμένου να μελετηθούν αυτά βαθύτερα, να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις, και να παραχθούν έτσι νέα κείμενα, τα οποία θα γίνουν ομοφώνως αποδεκτά από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες. Επειδή όμως δεν έγινε δεκτή η πρότασή τους περί αναβολής της Συνόδου, επόμενο ήταν οι Εκκλησίες αυτές να μην συμμετάσχουν.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση, ίσως η πιο θλιβερή από όλες τις προηγούμενες, η μέσω μιας σκοτεινής και γριφώδους νέας διατυπώσεως στο κείμενο: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ουσιαστική αναγνώριση εκκλησιαστικότητος στους ετεροδόξους αιρετικούς. Ιδού πια διατύπωση έγινε ομοφώνως αποδεκτή από την Σύνοδο: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», αντί της διατυπώσεως: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Δηλαδή η λέξις «ύπαρξις» αντικαθίσταται με την λέξη «ονομασία» και στη φράση «Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» προστίθεται ο προσδιορισμός «ετεροδόξων». Την εν λόγω αλλαγή στη διατύπωση πρότεινε ο Μακ. Αρχ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μετά από πολύωρες συζητήσεις και διαβουλεύσεις κατά τις οποίες εκφράσθηκαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Με την νέα διατύπωση ισχυρίζεται ο Μακ. Αρχ. Αθηνών ότι «πετυχαίνουμε μία συνοδική απόφαση που για πρώτη φορά στην ιστορία περιορίζει το ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά ΜΟΝΟ στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών η Ομολογιών».
Εδώ αναφύεται το εύλογο ερώτημα: Πως είναι δυνατόν να ονομάσει κανείς οτιδήποτε, ενώ παράλληλα απορρίπτει την ύπαρξή αυτού, το οποίον ονομάζει; Αντιφατική και απαράδεκτη επίσης από δογματικής απόψεως είναι και αποδοχή του όρου «ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών η Ομολογιών». Οι ετερόδοξες ομολογίες, δεν μπορούν να ονομασθούν «Εκκλησίες» επειδή ακριβώς αποδέχονται έτερα, αιρετικά δόγματα και ως αιρετικές δεν μπορούν να αποτελούν «Εκκλησίες».
Πολύ λυπηρό επίσης είναι το γεγονός, ότι η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν παρέμεινε πιστή και αμετακίνητη στις αποφάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας της 24ης και 25ης Μαΐου ε. ε. όπως όφειλε να πράξει, σχετικά με το εν λόγω θέμα. Η Σύνοδος της εν λόγω Ιεραρχίας είχε αποφασίσει την αντικατάσταση της φράσεως «ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων» με την φράση «ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Οµολογιών και Κοινοτήτων».
Τέλος μια άλλη θλιβερή διαπίστωση, τα όσα διεκήρυξε, με ιδιαιτέρα μάλιστα καύχηση ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος κατά την λήξη των εργασιών. Μεταξύ άλλων διεκήρυξε ότι «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπήρξε πρωτοπόρον στον χώρο της Οικουμενικής Κινήσεως». Αναφέρθηκε επίσης στην παναιρετική Εγκύκλιο του 1920 «η οποία από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο Καταστατικός χάρτης του αργότερον ιδρυθέντος Π.Σ.Ε.» και ότι το «Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπήρξεν εκ των ιδρυτικών μελών του Π.Σ.Ε. εις το Άμστερνταμ…».
Περιοριστήκαμε προς το παρόν μόνο στα παρά πάνω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εδώ τελειώνει ο κατάλογος των θλιβερών διαπιστώσεων. Εύλογα, μετά από όσα αναφέραμε παρά πάνω, γεννάται το ερώτημα: Από μια Σύνοδο που ξεκίνησε και προχώρησε με τέτοιο τρόπο, τι μπορεί κανείς να περιμένει; Όπως επισημαίνει ο Κύριος: «Ου γαρ εστι δένδρον καλόν ποιούν καρπόν σαπρόν, ουδέ δένδρον σαπρόν ποιούν καρπόν καλόν· έκαστον γαρ δένδρον εκ του ιδίου καρπού γινώσκεται» (Λουκ.6,43-44). Ο κάθε αναγνώστης ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του.